Μια ανοιχτή σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας θα ήταν «καταστροφική για τις δύο χώρες και το ΝΑΤΟ» δηλώνει στο «Βήμα» ο Μεχμέτ Φατίχ Τζεϊλάν. Ο βετεράνος πρέσβης και πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης Ankara Policy Center τονίζει την ανάγκη να αποφευχθεί μια ελληνοτουρκική σύγκρουση και προτρέπει τους συμμάχους να είναι δραστήριοι ώστε να την αποτρέψουν. Αν και, όπως λέει, σημασία έχει «οι δύο χώρες να μην επιτρέψουν στον εαυτό τους να οδηγηθούν σε σύγκρουση. Οχι να περιμένουν από άλλους. Πρέπει να μάθουμε να διευθετούμε τα προβλήματα μεταξύ μας και όχι να επιτρέπουμε σε άλλους να επεμβαίνουν και κάποιες φορές να ενισχύουν την ένταση».
Οι υψηλοί τόνοι
Σύμφωνα με τον 65χρονο διπλωμάτη, οι δίαυλοι επικοινωνίας και ο διάλογος πρέπει να παραμείνουν ανοιχτοί. «Είναι προς το συμφέρον και των δύο να μη διακόψουν τον διάλογο. Ζούμε ως γείτονες. Αμφότεροι είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα είναι στην ΕΕ, η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα. Αυτό απαιτεί ένα περιβάλλον που οι δύο χώρες θα πρέπει να επικοινωνούν συνεχώς για οποιοδήποτε θέμα. Πιστεύω ότι οι σκληρές ρητορικές που χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα καμίας εκ των δύο χωρών» σημειώνει. Και προσθέτει: «Εάν δεν υπάρχουν συζητήσεις και κοινό έδαφος, θα νιώθετε ότι έχετε μια απειλητική Τουρκία στα ανατολικά σας, ενώ η Τουρκία θα νιώθει ότι έχει μια Ελλάδα που προσπαθεί να της δημιουργήσει προβλήματα και να την απομονώσει».
Η ελληνική πλευρά, του λέμε, δεν χρησιμοποιεί υψηλούς τόνους, ούτε εξαπολύει προσωπικές και αήθεις επιθέσεις προς τούρκους αξιωματούχους. «Αυτό δεν γίνεται αντιληπτό στην Τουρκία. Η κοινή πεποίθηση είναι ότι η Ελλάδα εκμεταλλεύεται την ένταξή της στην ΕΕ και προκαλεί. Εάν κάποια χώρα από τις δύο χώρες αρχίζει να διαμαρτύρεται για την άλλη χωρίς να γίνει διάλογος, γόνιμος διάλογος, εστιασμένος σε θέματα που έχουν σημασία και για τις δύο χώρες, τότε η ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται» συμπληρώνει.
Ο κύκλος της αντιπαράθεσης
Γι’ αυτό εκτιμά ότι η έλλειψη διαλόγου έχει δημιουργήσει αμοιβαίο έλλειμμα εμπιστοσύνης. «Ο,τι λέει ένας ηγέτης ή ένας πολιτικός προσλαμβάνεται διαφορετικά από την άλλη πλευρά. Και αυτό συνεχίζει τον κύκλο της αντιπαράθεσης. Είναι ένας κύκλος που δεν κλείνει ποτέ. Πρέπει να βγούμε από αυτόν τον κύκλο. Οι δύο χώρες πρέπει να προχωρήσουν μαζί» λέει συνεχώς ο πρέσβης. Πώς μπορεί να γίνει αυτό ακόμα και όταν οι διαφορές τους… διαφέρουν; Για την Αγκυρα είναι πολλές, για την Αθήνα μία. «Εχουν γίνει 64 γύροι διερευνητικών συνομιλιών. Δεν μπορεί να έχουν επικεντρωθεί μόνο σε ένα ζήτημα. Υπάρχουν και άλλα θέματα στη συζήτηση. Μέσω αυτών των επαφών οι δύο πλευρές μπορούν να εντοπίσουν ποια είναι τα ζητήματα και να τα λύσουν. Υπάρχουν δύο βασικά προβλήματα που πρέπει να διευθετηθούν σε στενή επαφή και εστιασμένο διάλογο: τα ζητήματα που σχετίζονται με το Αιγαίο και φυσικά το Κυπριακό. Αυτά φέρνουν τις δύο χώρες σε αντιπαράθεση μεταξύ τους» υποστηρίζει. «Χρειάζεται επίδειξη αμοιβαίας πολιτικής βούλησης για την επίλυση των ζητημάτων».
Η αποστρατιωτικοποίηση
Σχετικά με την έγερση της αποστρατιωτικοποίησης από πλευράς Αγκυρας και της προσπάθειάς της να τη συνδέσει με το καθεστώς κυριαρχίας των ελληνικών νησιών, κάνει λόγο για «νομική διαμάχη». Η Τουρκία, λέει, αναγνωρίζει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, ωστόσο λόγω «των διεθνών συνθηκών και της τουρκικής ασφάλειας» αυτά πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθούν. «Οι δύο χώρες πρέπει να προχωρήσουν μαζί, αντί να μοιράζουν χάρτες. Αυτό δεν είναι λύση».
Εκτιμά, δε, ότι Αθήνα και Αγκυρα πρέπει να ηγηθούν της ευρύτερης περιοχής επωφελούμενες των αποθεμάτων των υδρογοναναθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. «Υπάρχει ελπίδα ότι υπάρχουν πολλά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην περιοχή. Οταν η Ευρώπη αποφασίσει να κόψει το ρωσικό φυσικό αέριο, εάν υπάρχουν οραματιστές ηγέτες σε Τουρκία και Ελλάδα, αυτό μπορεί να γίνει πράξη» επισημαίνει.
Οι εξοπλισμοί
Ο Τζεϊλάν αναφέρεται στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας μας, κάνοντας λόγο ότι έχει αυξηθεί. «Η Ελλάδα επενδύει όλο και περισσότερο σε όπλα. Από μια άλλη προοπτική, η Τουρκία κάνει το ίδιο πράγμα. Πού θα μας οδηγήσει αυτό;» διερωτάται.
Στη συνέχεια περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι προσεγγίζει η μια πλευρά την άλλη. «Ενας διπλωμάτης στην Αθήνα πηγαίνει στο γραφείο και η κύρια απασχόλησή του είναι τι κάνει η Τουρκία. Εγώ όταν πήγαινα στο γραφείο μου στην Αγκυρα δεν ήταν το μόνο πράγμα που σκεφτόμουν (σ.σ. εννοεί τι κάνει η Ελλάδα). Σκεφτόμουν τι θα κάναμε στον Καύκασο, στη Μέση Ανατολή, στη Μαύρη Θάλασσα, σε άλλα περιφερειακά ζητήματα περιλαμβανομένων και των σχέσεων με την Ελλάδα. Οι διμερείς μας σχέσεις με την Ελλάδα είναι μόνο μια διάσταση». Παρόμοιο σχόλιο κάνει και για τον ελληνικό Τύπο, λέγοντας ότι ασχολείται συνεχώς με τα τουρκικά πράγματα, ενώ ισχυρίζεται ότι ο τουρκικός ασχολείται με τα ελληνικά μόνο σε περιόδους κρίσης.
Εξωτερική πολιτική και εκλογές
Επηρεάζεται η τουρκική εξωτερική πολιτική από τις επερχόμενες εκλογές; «Η κοινωνία μας είναι πολύ συναισθηματική. Δεν είμαστε σκανδιναβική χώρα. Οταν πλησιάζουν εκλογές, το κλίμα είναι διαφορετικό. Ιδανικά δεν θα έπρεπε να επηρεάζει τα εθνικά συμφέροντα καμίας χώρας και την εξωτερική πολιτική, αλλά συμβαίνει στις μέρες μας».
Οσον αφορά την έκβαση των εκλογών, παρατηρεί ότι το κυβερνών AKP του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καταγράφει μεγάλη απώλεια της υποστήριξης που είχε τα προηγούμενα χρόνια. «Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς και πότε θα μεταμορφωθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική εάν επικρατήσει η αντιπολίτευση» αναφέρει. «Αλλά αν υπάρχει επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, θα υπάρχει μια διαφορετική ατμόσφαιρα, και στην υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής. Τα πράγματα θα αλλάξουν εάν υπάρχει αλλαγή κυβέρνησης. Θα δούμε μια τουρκική κλασική διπλωματία».
Επαναπροσέγγιση και ΝΑΤΟ
Προ ημερών επισκέφθηκαν την Αγκυρα ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας και ο ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών. Πώς εξελίσσεται η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με χώρες που μέχρι πρότινος είχε κακές σχέσεις; «Θεωρώ ότι η τουρκική ηγεσία άντλησε τα απαραίτητα μαθήματα από όταν ήταν απομονωμένη στην περιοχή. Αποφάσισε να σπάσει τον κύκλο της απομόνωσης. Η ομαλοποίηση είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται» δηλώνει, υπογραμμίζοντας τις απώλειες της χώρας του σε πολιτικό και οικονομικό πεδίο όταν ήταν απομονωμένη.
Τέλος, αποκαλεί «θετική και σημαντική εξέλιξη» το μνημόνιο μεταξύ Τουρκίας, Φινλανδίας και Σουηδίας, που άνοιξε την πόρτα του ΝΑΤΟ στις σκανδιναβικές χώρες. Και αυτό διότι παρέχονται «μια σειρά από σημαντικές διαβεβαιώσεις για την Τουρκία στον αγώνα της κατά της τρομοκρατίας. Εξάλλου, η τρομοκρατία είναι μια επικείμενη και πρωταρχική απειλή για τα μέλη του ΝΑΤΟ όπως και η ρωσική απειλή».