Καταλυτική φαίνεται ότι υπήρξε η παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας τις τελευταίες εβδομάδες προκειμένου να υπάρξει, τουλάχιστον επί του πεδίου, μία αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο. Αυτό προκύπτει από τις συγκλίνουσες πληροφορίες και ενδείξεις που βρίσκονται εν γνώσει του «Βήματος», με την Ουάσιγκτον να επιδιώκει να βρει μία ισορροπία μεταξύ των δύο εταίρων και συμμάχων της ώστε να αποφευχθεί μία αχρείαστη περιπλοκή, καθώς εξακολουθεί να μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αλλωστε στο παρασκήνιο διεξήχθησαν τις τελευταίες τρεις εβδομάδες πολλές και πολυεπίπεδες επαφές, σε απόλυτη συνεννόηση και με την αμερικανική πλευρά, ώστε μέσα από τον δίαυλο του Μνημονίου Παπούλια – Γιλμάζ να βρεθούν οι κατάλληλες διευθετήσεις για διασφάλιση μίας ηρεμίας (στις οποίες αναφέρθηκε αποκλειστικά «Το Βήμα»).
Η επιθυμία των ΗΠΑ για σταθερότητα
Το αποτύπωμα αυτής της παρέμβασης φάνηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης, αν και ενημερωμένες πηγές εφιστούσαν την προσοχή. Οπως σημείωναν χαρακτηριστικά, δεν αναμένουν ότι οι λεκτικές κορόνες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αν και δεν ήγειρε καν το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων και της αμφισβήτησης της κυριαρχίας τους εντός των εργασιών της Συνόδου, θα σταματήσουν. Αλλωστε, ο κ. Ερντογάν επανήλθε στις γνωστές κατηγορίες του περί παραβίασης εκ μέρους της Ελλάδος της Συνθήκης της Λωζάννης και της Συνθήκης των Παρισίων, ενώ αναφέρθηκε και σε… 147 παραβιάσεις του τουρκικού εναερίου χώρου από ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε το απόγευμα της Πέμπτης. Είναι όμως σαφές ότι στο παρασκήνιο η επιθυμία των Αμερικανών να υπάρξει «σταθερότητα στο Αιγαίο», όπως ρητά αναφέρθηκε στο ανακοινωθέν του Λευκού Οίκου μετά τη συνάντηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον κ. Ερντογάν την Τετάρτη 29 Ιουνίου, υπήρξε ισχυρότατη.
Η ισορροπία στον αέρα και τα τουρκικά F-16
Η δε σταθερότητα προϋποθέτει και μία ισορροπία – τόσο διπλωματική όσο και στρατιωτική. Είναι σαφές ότι το αμερικανικό κατεστημένο δεν επιθυμεί «να χάσει την Τουρκία» και θεωρεί ότι στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον τόσο η Αθήνα όσο και η Αγκυρα έχουν τον δικό τους η καθεμιά ρόλο να διαδραματίσουν ενώπιον της ρωσικής απειλής. Οσο λοιπόν η Ελλάδα συνδράμει τη Συμμαχία με τις βάσεις στη Σούδα, στη Λάρισα και, κυρίως, στην Αλεξανδρούπολη, άλλο τόσο βοηθάει η Τουρκία καθώς ελέγχει τα Στενά, διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα, βοηθάει στρατιωτικά την Ουκρανία, αλλά δεν αποκλείεται να χρειαστεί να λειτουργήσει και ως ανάχωμα στο μέλλον απέναντι στη Ρωσία.
Μπορεί το ανακοινωθέν του Λευκού Οίκου να μην περιείχε ρητή αναφορά στα F-16, αλλά με βάση όλες τις ενδείξεις το ζήτημα ετέθη στη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, χωρίς να σημαίνει ότι συνδέθηκε ευθέως με το «πράσινο φως» που έδωσε η Αγκυρα για να προσκληθούν η Φινλανδία και η Σουηδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ μετά την υπογραφή του τριμερούς μνημονίου την περασμένη Τρίτη. Αναμφίβολα όμως η θετική εξέλιξη στο θέμα αυτό διευκόλυνε την κατάσταση. Για τον λόγο αυτόν, ο Τζο Μπάιντεν υπήρξε πολύ σαφής όταν είπε ότι τάσσεται υπέρ της πώλησης μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, ένα ζήτημα για το οποίο εκτίμησε ότι μπορεί να δοθεί έγκριση από το Κογκρέσο, όπου βέβαια δεσπόζει η παρουσία του Ρόμπερτ Μενέντεζ ως επικεφαλής της αρμόδιας Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.
Σύμφωνα με μία γραμμή ανάλυσης που κερδίζει έδαφος στα αμερικανικά κέντρα αποφάσεων, τα F-16 θα μπορούσαν να είναι το «δόλωμα» ώστε να διατηρείται ζωντανός ο αμερικανοτουρκικός διάλογος με την ελπίδα στενότερης επαναπροσέγγισης. Πάντως, ουδείς μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει αν μία τέτοια τακτική μπορεί να λειτουργήσει έναντι του «υδραργυρικού» τούρκου προέδρου. Οπως κι αν έχει, η δήλωση της αμερικανίδας υφυπουργού Αμυνας Σελέστ Ουόλαντερ ότι το Πεντάγωνο υποστηρίζει τον εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16 της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Η υπεροπλία στο Αιγαίο και τα ουκρανικά σιτηρά
Την ίδια στιγμή όμως η Αθήνα προχωράει τόσο με τον εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16 όσο και με την προμήθεια μίας μοίρας 20 αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 (με την οψιόν αγοράς άλλων 20). Με το δεδομένο ότι εφόσον όλα κυλήσουν ομαλά, το πρώτο F-35 θα μπορούσε να ενταχθεί στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία το 2027, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Αθήνα θα μπορούσε να αποκτήσει μία σχετική υπεροπλία στον εναέριο χώρο του Αιγαίου. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται η σταδιακή ένταξη και των γαλλικών Rafale στο ελληνικό οπλοστάσιο. Η στήριξη πάντως της αμερικανικής κυβέρνησης στο τουρκικό αίτημα για τα F-16 διασφαλίζει μία ισορροπία – ενδεχομένως μία «ισορροπία τρόμου» – στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου, με μία δόση σκληρού ρεαλισμού, πως ούτε η Ελλάδα «επιθυμεί μία εντελώς απομονωμένη Τουρκία». Η δε απόπειρα να απεμπλακούν οι εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία μέσω Μαύρης Θάλασσας θα μπορούσε να περιλάβει και την ελληνική συμμετοχή χάρη στον μεγάλο ναυτιλιακό στόλο της χώρας μας – κάτι που επεσήμανε ο Πρωθυπουργός στη Σύνοδο. Αυτή η υπόθεση θα αποτελούσε έναν τομέα ελληνοτουρκικής συνεργασίας, εφόσον προχωρήσει θετικά τις προσεχείς ημέρες.
Το παρασκήνιο για το πράσινο φως σε Σουηδία και Φινλανδία
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που αρέσκεται να έλκει την προσοχή και να επιδιώκει τον σεβασμό που πιστεύει ότι αξίζει τόσο ο ίδιος όσο και η χώρα του. Σε αυτό το πλαίσιο, η τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Μπάιντεν πριν αναχωρήσει για τη Μαδρίτη αλλά και η συνάντηση των δύο ηγετών στην ισπανική πρωτεύουσα τόνωσαν το «εγώ» του τούρκου προέδρου και επέτρεψαν την πρόσκληση ένταξης σε Σουηδία και Φινλανδία.
Η υπογραφή του μνημονίου με τη Σουηδία και τη Φινλανδία σχετικά με τη συνεργασία κατά της τρομοκρατίας και την πιθανή έκδοση προσώπων που συνδέονται με το ΡΚΚ και άλλες (με βάση την τουρκική άποψη, τρομοκρατικές) οργανώσεις εμπεριέχει αρκετά θετικά στοιχεία για την Αγκυρα, αλλά και δικλίδες ασφαλείας για τις δύο σκανδιναβικές χώρες. Ο κ. Ερντογάν όμως δεν άφησε περιθώρια για αυταπάτες, καθώς συνέδεσε ευθέως την έκδοση όσων η Αγκυρα θεωρεί υπόπτους για τρομοκρατική δράση (συνολικά 73 τον αριθμό) με την κύρωση του Πρωτοκόλλου Προσχώρησης της Σουηδίας και της Φινλανδίας (που θα υπογραφεί την προσεχή Τρίτη 5 Ιουλίου) από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, επαναφέροντας την απειλή του βέτο.
Τι εξέπληξε δυσάρεστα την Αθήνα
Ενα στοιχείο που εξέπληξε δυσάρεστα την Αθήνα ήταν η συμφωνία της Στοκχόλμης και του Ελσίνκι να συμπεριληφθεί στο τριμερές μνημόνιο αναφορά σε δέσμευση των δύο χωρών να υποστηρίξουν την ανάμιξη της Τουρκίας, ως συμμάχου μη μέλους της ΕΕ, σε πρωτοβουλίες της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας αλλά σε έργα της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), όπως αυτό της στρατιωτικής κινητικότητας. Υψηλόβαθμη διπλωματική πηγή σημείωνε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμπεριληφθεί κάτι τέτοιο στο κείμενο. Παράλληλα, η Αθήνα έχει λάβει ήδη τα μέτρα της. Σύμφωνα με Απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ από το 2020 σχετικά με τις «γενικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες τρίτα κράτη μπορούν κατ’ εξαίρεση να συμμετάσχουν» σε έργα της PESCO και πέραν της ανάγκης ομοφωνίας, το Αρθρο 3 της Απόφασης θέτει μία σειρά ζητημάτων όπως ο σεβασμός των σχέσεων καλής γειτονίας, η ύπαρξη διοικητικού διακανονισμού με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αμυνας (EDA) αλλά και η σύναψη ασφαλείας με την ΕΕ – στα οποία η Τουρκία δεν έχει σημειώσει πρόοδο.