Η Σύνοδος Κορυφής των G7 στη Βαυαρία αξιοποιήθηκε από τους ηγέτες της Δύσης ως μια ευκαιρία επίδειξης ενότητας απέναντι στον ρωσικό αναθεωρητισμό, ο οποίος ανέτρεψε τρεις δεκαετίες (σχεδόν) γραμμικής πορείας των πραγμάτων όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Ολοι οι ηγέτες των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικών κρατών σχεδόν συμφώνησαν ότι δεν μπορεί να επιτραπεί στον Βλαντίμιρ Πούτιν να βγει νικητής από αυτόν τον πόλεμο και οι κυρώσεις θα πρέπει να συνεχιστούν μέχρι αυτό να διασφαλιστεί.
Το ερώτημα που αναδύεται βέβαια είναι αν οι κυρώσεις από μόνες τους αρκούν για να κερδηθεί ο πόλεμος ή αν θα χρειαστεί μια ευρύτερη, μαζική αποστολή όπλων στην Ουκρανία για να υλοποιηθεί ο στόχος για αποκατάσταση της ουκρανικής κυριαρχίας εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της. Η έκβαση του πολέμου ίσως να μην κριθεί όμως αποκλειστικά από τις κυρώσεις και τις εξελίξεις στο πεδίο. Εμπειροι παρατηρητές ενσκήπτουν στις εξελίξεις που εμφανίζονται στο εσωτερικό κομβικών ευρωπαϊκών κρατών – και τούτο καθώς η Ευρώπη είναι η «μεγάλη χαμένη» αυτού του πολέμου κυρίως εξαιτίας της ενέργειας.
Παράλληλα, οι ίδιοι άνθρωποι εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας και πολιτικής συνεχίζεται αμείωτη, με τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο να πλησιάζουν στον ορίζοντα. Η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις, μία ακόμα σε σχέση με την ερμηνεία της Δεύτερης Τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος σχετικά με την οπλοκατοχή, αλλά και οι αποκαλύψεις για τον ρόλο και τη στάση του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στο πλαίσιο της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου διαμορφώνουν ένα ερεβώδες σκηνικό για την αμερικανική δημοκρατία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανή, με βάση τις δημοσκοπήσεις, επικράτηση των Ρεπουμπλικανών τον προσεχή Νοέμβριο στη μάχη για το Κογκρέσο, η ανησυχία ότι «τραμπικοί» υποψήφιοι θα έχουν υψηλές επιδόσεις, αλλά και η πιθανότητα ένας «νέος Τραμπ» να διεκδικήσει και να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών εν όψει των επόμενων προεδρικών εκλογών το 2024 προκαλούν τρόμο. Σε αυτό θα έπρεπε να προσθέσει κανείς το γεγονός ότι η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν κινείται σε χαμηλά επίπεδα και ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του οι επιλογές που υπάρχουν είναι λίγες (σ.σ.: οι επιδόσεις της αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις αμφισβητούνται εντόνως).
Αν προσθέσει κανείς στα προαναφερθέντα τις «σπίθες αστάθειας» που έχουν αρχίσει και εμφανίζονται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Γαλλία μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, η Ιταλία στην οποία θα διεξαχθούν εκλογές το 2023, αλλά και η Γερμανία όπου ο κυβερνητικός συνασπισμός δυσκολεύεται και ο καγκελάριος Σολτς δεν πείθει), τότε η συνολική εικόνα σκοτεινιάζει επικίνδυνα. Η Ελλάδα παραμένει, εκ της θέσεώς της, πάντοτε ευάλωτη σε «ισχυρούς γεωπολιτικούς ανέμους», ενώ η οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη εμφανίζεται απρόβλεπτη.
Θα απαιτηθεί προσοχή. Στη γωνία περιμένουν πάντοτε πολιτικές δυνάμεις που χωρίς να έχουν κάτι ουσιαστικό να προτείνουν «τρίβουν τα χέρια τους» με τις δυσκολίες της χώρας, ακολουθώντας τακτική «ώριμου φρούτου». Αν όμως ενσκήψει η καταιγίδα, ίσως μέσα στον χειμώνα με τον πόλεμο να συνεχίζεται και τις τιμές της ενέργειας να αυξάνονται, χώρος για περιπέτειες δεν υπάρχει. Η πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα συνιστά απόλυτη προτεραιότητα.