Το είπε και το έκανε ο Τζο Μπάιντεν, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει αμέσως μετά την εκλογή του, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέστρεφαν δυναμικά στη διεθνή σκηνή και ιδιαίτερα στη συνεργασία με την Ευρώπη, στο παραδοσιακό πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Μια συνεργασία που είχε αγνοήσει ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ, θεωρώντας ότι η Αμερική δεν είχε πλέον την ανάγκη των Ευρωπαίων, καθώς μάλιστα ξόδευαν ελάχιστα στον αμυντικό τομέα. Ηταν τότε που ο Μπάιντεν είχε κάνει την περίφημη δήλωση: «Αmerica is back» («H Αμερική επέστρεψε»), η οποία είναι αλήθεια ότι μετά την τραγική περίοδο Τραμπ είχε γίνει δεκτή με κάποια σχετική ανακούφιση. Μόνον που τότε η Ρωσία του Πούτιν δεν είχε ακόμη εκδηλώσει τις προθέσεις της για την Ουκρανία. Προθέσεις που πριν από λίγους μήνες μεταφράστηκαν στην απάνθρωπη στρατιωτική εισβολή που ήλθε να ανατρέψει πλήρως το σκηνικό στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο είχε αρχίσει η σοβαρή συζήτηση για την αυτονομία της ευρωπαϊκής άμυνας, που αποτελούσε το μεγάλο κενό στην προσπάθεια της γενικότερης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το θέμα αυτό έθεσε επιτακτικά ο εκλεγείς το 2017 πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, με δύο ιδιαίτερα σημαντικές ομιλίες του στην Πνύκα και στη Σορβόννη. Και η αλήθεια είναι ότι τότε η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκλελ δεν έδειξε να συγκινείται ιδιαίτερα, προτιμώντας την παραδοσιακή γερμανική πρόσδεση στο αμερικανικό άρμα. Η ιδέα όμως παρ’ όλα αυτά προχώρησε και κατέληξε στην περίφημη ευρωπαϊκή «στρατηγική πυξίδα» και στην υιοθέτηση της πρότασης για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης ταχείας επέμβασης. Ενώ παράλληλα ο Μακρόν με τον Ντράγκι συνέχιζαν τις επαφές τους με τον Πούτιν για μια διπλωματική λύση που θα τερμάτιζε τον πόλεμο.
Ετσι φτάσαμε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ της περασμένης εβδομάδας, όπου ο Μπάιντεν ούτε λίγο ούτε πολύ ανακοίνωσε την τεράστια ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη με μια δύναμη κάπου 300.000 (!) στρατιωτών, θέτοντας στο περιθώριο κάθε ελπίδα για προώθηση μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής άμυνας και εντάσσοντας τους Ευρωπαίους, με τη συναίνεσή τους πάντως, στα αμερικανικά αυτά σχέδια. Ακόμη και ο γάλλος πρόεδρος συντάχθηκε με τους Αμερικανούς, δηλώνοντας ότι «ο Πούτιν δεν πρέπει να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο και θα συνεχίσουμε να μεγαλώνουμε το πολιτικό κόστος για τον ίδιο και το καθεστώς του». Ανάλογες δηλώσεις έκανε και ο Ολαφ Σολτς, εγκαταλείποντας έτσι τις περαιτέρω προσπάθειες για διπλωματική διευθέτηση και κυρίως τις όποιες αυτόνομες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Τη στιγμή μάλιστα που αναγνωρίζουν το βαρύ τίμημα που πληρώνουν οι λαοί της Ευρώπης από τη συνέχιση του πολέμου η οποία έχει ανοίξει τον δρόμο στην επικράτηση λαϊκιστών και ακροδεξιών ηγετών.