Το ότι έχουμε μπει σε μια νέα φάση Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή σε μια νέα φάση αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μεγάλα πολιτικοστρατιωτικά μπλοκ με συμβατικές και πυρηνικές δυνάμεις στη διάθεσή τους, είναι κάτι που έχει υποστηριχτεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Όμως, με τον πόλεμο στην Ουκρανία τα πράγματα πήραν μια άλλη τροχιά.
Όχι μόνο η Δύση, δηλαδή οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη του ΝΑΤΟ, αντιμετώπισε ως εχθρική κίνηση την «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία, επιλέγοντας μάλιστα να στηρίξει με κάθε δυνατό τρόπο την ουκρανική πλευρά (πλην της άμεσης αποστολής στρατευμάτων), αλλά και προχώρησε σε ένα φάσμα κυρώσεων που σηματοδοτούν ξανά μια εντυπωσιακή διαίρεση του κόσμου.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτή τη στιγμή οι χώρες του ΝΑΤΟ στέλνουν διαρκώς στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία την ώρα που βασικός στόχος των ρωσικών πυραυλικών επιθέσεων στην Ουκρανία είναι ακριβώς να καταστραφεί αυτός ειδικά ο στρατιωτικός εξοπλισμός που φτάνει.
Την ίδια ώρα κινήσεις όπως τα αιτήματα εισόδου στο ΝΑΤΟ από τη Φινλανδία και τη Σουηδία παραπέμπουν σε μια εγκατάλειψη της όποιας ουδετερότητας μπορεί να υπήρχε και μιας σαφούς λήψης με τη μία πλευρά.
Mπορεί να μην χρησιμοποιείται πλέον η έκφραση «Σιδηρούν Παραπέτασμα», αλλά στην πραγματικότητα η Ευρώπη είναι περισσότερο διαιρεμένη παρά ποτέ. Και μπορεί ο χάρτης να μην είναι ίδιος με αυτόν της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς οι περισσότερες χώρες-μέλη του πάλαι ποτέ «Συμφώνου της Βαρσοβίας» είναι πλέον μέλη του ΝΑΤΟ, στοιχείο που εκτός των άλλων εξηγεί και γιατί η Ουκρανία ήταν εξαρχής το πεδίο της μεγάλης αντιπαράθεσης, όμως η διαχωριστική γραμμή είναι εξίσου βαθιά.
Γιατί μπορεί αυτή τη φορά να μην έχουμε μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο οικονομικά συστήματα – γιατί όπως και να χαρακτηρίσει κανείς το «σοβιετικό» κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το σίγουρα είναι ότι ήταν διαφορετικό από το «δυτικό» καπιταλιστικό σύστημα -, μια που και λίγο πολύ και όλες οι πλευρές τη ίδια παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία ασπάζονται, όμως η στρατηγική αντιπαράθεση είναι εξίσου έντονη. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε ανάμεσα σε χώρες που είχαν παρόμοια οικονομικά και πολιτική συστήματα, είναι μύθος ότι όταν οι χώρες ασπάζονται την αγορά, μετά σταματούν οι πόλεμοι μεταξύ τους.
Αυτό που έμενε ήταν αυτή η ρήξη να αποτυπωθεί και στο επίσημο δόγμα του ΝΑΤΟ.
Το νέο αμυντικό δόγμα του ΝΑΤΟ
Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μία αντιστοίχηση ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί ποτέ το ΝΑΤΟ δεν εγκατέλειψε μια εκδοχή αντιπαράθεσης που έβλεπε και τη Ρωσία ως δυνητική απειλή και προοπτικά την Κίνα. Σε τελική ανάλυση όλη η ιστορία της διεύρυνσής του σε αυτή την κατεύθυνση κατατείνει, εάν δούμε ότι πρακτικά έμοιαζε ως να διαμορφωνόταν μια «υγειονομική ζώνη» γύρω από τη Ρωσία.
Την ίδια ώρα παρότι το ΝΑΤΟ λόγω της συγκεκριμένης «εδαφικότητάς» του, που το κάνει πάντα να επικεντρώνει στην Ευρώπη, ολοένα και περισσότερο καλείτο να αναμετρηθεί και με την Κίνα και τον τρόπο που αναδεικνυόταν σε μια δύναμη που προοπτικά φαντάζει ως αμφισβήτηση της «Δύσης».
Όλα αυτά έπρεπε να αποτυπωθούν και σε μια νέα ρητορική αλλά και σε νέες προβλέψεις για τον ίδιο τον σχεδιασμό του ΝΑΤΟ.
Η νέα ρητορική αφορούσε προφανώς τη ρητή αντιμετώπιση της Ρωσίας ως απειλής, στοιχείο που σηματοδοτεί την πλήρη εγκατάλειψη κάθε έννοιας συνεργατικής αντίληψης για τη συλλογική ασφάλεια. Η αντιμετώπιση της Ρωσίας ως απειλής, όπως προβλέπει η νέα στρατηγική έννοια σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ πλέον ρητά στρατεύεται στο ενδεχόμενο «θερμής» αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και προετοιμάζεται και για ένοπλη σύγκρουση με τις ρωσικές δυνάμεις. Αντίστοιχα και το γεγονός ότι με την ευρύτερη έννοια στις απειλές εντάσσεται και η Κίνα, παρά την αναφορά σε δυνατότητες που υπάρχουν για πιο συνεργατική προσέγγιση.
Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής αρχιτεκτονικής
Αυτή η αλλαγή στρατηγικού δόγματος του ΝΑΤΟ σημαίνει ότι ουσιαστικά συμπαρασύρεται και όλο το πλέγμα των συμφωνιών και πρακτικών που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1970 και αφορούσαν τον αφοπλισμό αρχικά και αργότερα μια προσπάθεια συνολικότερης συνεργασίας στο ευρωπαϊκό πεδίο. Ουσιαστικά καταρρέει η αρχιτεκτονική που ξεκινάει με το Ελσίνκι, συνεχίζεται με τη διαμόρφωση του ΟΑΣΕ και κατέληγε στην ιδέα του Partnership for Peace.
Το ποιες επιπτώσεις θα έχει αυτό συνολικά είναι κάτι που μένει να το δούμε. Ήδη, άλλωστε, tο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει γίνει πολύ περισσότερο πεδίο καταγραφής διαφωνιών παρά σημείο διαμόρφωσης συγκλίσεων και μένει να δούμε ποιες επιπτώσεις θα έχει η ρήξη αυτή σε μια σειρά από συγκρούσεις και διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετέχουν όλες οι πλευρές.
Ο νέος αμυντικός σχεδιασμός
Όμως, ο μεγάλος πονοκέφαλος για το ΝΑΤΟ είναι πώς θα κάνει πράξη ένα νέο αμυντικό σχεδιασμό που αφετηρία έχει ότι μπορούν χώρες στα ανατολικά όριά του να δεχτούν πραγματικές απειλές από τη Ρωσία και τεθεί θέμα υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητάς τους.
Το ΝΑΤΟ είχε έναν τέτοιο σχεδιασμό στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, με τη διατήρηση μεγάλων χερσαίων δυνάμεων στην Ευρώπη, κυρίως στη διαιρεμένη Γερμανία που αναμενόταν να ήταν βασικό θέατρο επιχειρήσεων. Αντίστοιχα, ένα μεγάλο δίκτυο αμερικανικών βάσεων διατηρούσε μια διαρκή παρουσία και αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη.
Όμως, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο θεωρήθηκε ότι δεν χρειαζόταν πια τέτοιος σχεδιασμός και ακόμη και η έννοια της «δύναμης ταχείας επέμβασης» αναπροσαρμόστηκε περισσότερο πιο κοντά στην διαχείριση κρίσεων εκτός Ευρώπης. Τώρα, ο σχεδιασμός παραπέμπει πολύ πιο ανοιχτά στο ενδεχόμενο ένοπλης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Μόνο που αυτό σημαίνει πολύ μεγαλύτερη κινητοποίηση νατοϊκών δυνάμεων και άρα τη διαμόρφωση εγκαταστάσεων και κυρίως το πόσες δυνάμεις μπορούν να διαθέσουν τα κράτη-μέλη, κάτι που δεν είναι απαραίτητα εύκολο.
Πάντως στους κερδισμένους η Πολωνία που καιρό επεδίωκε να υπάρξει ένα μεγάλο νατοϊκό στρατηγείο στο έδαφός της.
Δεν «παίρνει θέση» όλος ο πλανήτης
Ωστόσο παρά την εικόνα μιας πολύ διαιρεμένης και συγκρουσιακής Ευρώπης, ο υπόλοιπος πλανήτης δεν δείχνει να ακολουθεί αυτή ακριβώς αυτή την επιταγή να «πάρει θέση».
Σίγουρα στις χώρες του ΝΑΤΟ μπορεί να προσθέσει κανείς χώρες που είναι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ως έναν βαθμό τη Νότια Κορέα. Όμως, μια σειρά από άλλες χώρες προτιμούν να χαράσσουν μια πολιτική που δεν κινείται μονόπλευρα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Το παράδειγμα της Ινδίας είναι χαρακτηριστικό: οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει παραδοσιακά στη συνεργασία μαζί της αξιοποιώντας την πάγια ινδική ανησυχία για την Κίνα, όμως οι σχέσεις ανάμεσα στο Νέο Δελχί και τη Μόσχα δεν έχουν επιδεινωθεί. Αντίστοιχα, στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, και την Κεντρική Ασία η Ρωσία, όπως και η Κίνα διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας. Το ίδιο και στη Λατινική Αμερική.
Η διαιρεμένη Ευρώπη δεν μεταφράζεται σε έναν αντίστοιχα διαιρεμένο κόσμο και αυτό αποτυπώνεται και σε ζητήματα όπως ο περιορισμένος αντίκτυπος των κυρώσεων των G7 και της ΕΕ στη Ρωσία, την ώρα που επιταχύνει δυναμικές μετάβασης σε μια «αποδολαριοποιημένη» παγκόσμια οικονομία.