Ο κίνδυνος θανάτου από Covid-19 είναι περίπου διπλάσιος για ανθρώπους που ζουν σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, διαπιστώνει μεγάλη διεθνής μελέτη, η οποία αναδεικνύει το ζήτημα της ανισότητας σε θέματα δημόσιας υγείας.
Η μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα στην επιθεώρηση BMJ Global Health επανεξέτασε δεκάδες προηγούμενες έρευνες για την πανδημία, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί σε 25 χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021, πριν φτάσουν τα πρώτα εμβόλια στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Κατά μέσο όρο, η θνητότητα του κοροναϊού –το ποσοστό των ασθενών που αποβιώνουν λόγω της νόσου- ήταν 0,5% στις αναπτυσσόμενες χώρες , περίπου όσο και στις πλουσιότερες χώρες, αναφέρει η ερευνητική ομάδα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κατάσταση ήταν ίδια: μεταξύ των ατόμων ηλικίας 20 ετών, η θνητότητα ήταν σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη συγκριτικά με τις πλούσιες χώρες, ενώ μεταξύ των ατόμων 60 ετών ο κίνδυνος θανάτου ήταν σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερος.
Το γεγονός ότι η μέση θνητότητα είναι παραπλήσια σε πλούσιες και φτωχές χώρες οφείλεται στο γεγονός ότι οι πληθυσμοί των φτωχών χωρών είναι γενικά νεότεροι, κάτι που εν μέρει αντισταθμίζει την έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, διευκρινίζει η ερευνητική ομάδα.
Η δραματική διαφορά στη θνητότητα νέων και ηλικιωμένων οφείλεται πιθανότατα στην περιορισμένη πρόσβαση σε δομές υγείας.
«Είναι μία από τις πολλές μελέτες που δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες επιπτώσεις της πανδημίας αφορούν τις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος» σχολιάζει στο δικτυακό τόπο του Nature ο Μαντουκάρ Πάι, επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Ακόμα, η ανάλυση έδειξε ότι στις πλούσιες χώρες τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, τα οποία είναι και πιο ευάλωτα στην Covid-19, ήταν λιγότερο πιθανό να μολυνθούν σε σχέση με τους νέους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αιματολογικών εξετάσεων για αντισώματα που προέρχονται από προηγούμενη λοίμωξη. Στις φτωχότερες χώρες, ηλικιωμένοι και νέοι ήταν εξίσου πιθανό να νοσήσουν, ίσως επειδή στις χώρες αυτές οι παππούδες τείνουν να ζουν μαζί με τα εγγόνια.
Το χάσμα της θνησιμότητας ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες δεν αποκλείεται να έχει μειωθεί μετά την διάθεση εμβολίων, επισήμανε ο Γκίντιον Μεγιέροβιτς-Κατζ του Πανεπιστημίου του Ουόλογκονγκ στην Αυστραλία, επικεφαλής της μελέτης.
Το χάσμα όμως μπορεί και να έχει μεγαλώσει, δεδομένου ότι οι φτωχότερες χώρες συνεχίζουν να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα εμβόλια: μόνο το 16% των ανθρώπων σε χώρες μέσου εισοδήματος έχουν κάνει έστω και μία δόση εμβολίου, συγκριτικά με 80% στα πλούσια κράτη.
Ο Πάι, ο καναδός επιδημιολόγος, δηλώνει ότι ανησυχεί για την εμβολιαστική κάλυψη των φτωχών, καθώς οι πλούσιες χώρες αρχίζουν να περικόπτουν την παροχή βοήθειας για την πανδημία.
Το ίδιο έχει συμβεί εξάλλου με άλλες ασθένειες που ήταν κάποτε σημαντικές απειλές στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως η ελονοσία, η φυματίωση και ο HIV.
«Από τη στιγμή που οι ασθένειες αυτές έπαψαν να αποτελούν απειλή τις ξεχάσαμε, υποκριθήκαμε ότι εξαφανίστηκαν» είπε ο Πάι.
«Σε όλες πρακτικά τις μείζονες λοιμώδεις ασθένειες που μπορεί κανείς να σκεφτεί, είναι οι χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος που επωμίζονται τις επιπτώσεις.