Με τις προβλέψεις για την ημερομηνία των πρόωρων εκλογών του φθινοπώρου να οργιάζουν (ακόμα και από «γαλάζιους» βουλευτές) και τους εν δυνάμει υποψηφίους να οργώνουν ήδη τις περιφέρειές τους, η εκλογολογία κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα. Το ναι μεν («θέλω να πάω στο τέλος της 4ετίας») αλλά («κάνω έκκληση προς όλους να μην οξύνουν τα πράγματα σε τέτοιον βαθμό που θα καταλήξουμε να έχουμε μια πολύ παρατεταμένη προεκλογική περίοδο μεγάλης έντασης») του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη τροφοδότησε περαιτέρω τα σενάρια που θεωρούν μονόδρομο πλέον την προσφυγή στις κάλπες.
Στα κομματικά επιτελεία επικρατεί προεκλογικός πυρετός με τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων και των προγραμματικών εξαγγελιών. Πρόκειται για μια από τις πλέον παράδοξες προεκλογικές περιόδους καθώς, ενώ δεν έχουν ανακοινωθεί εκλογές, όλοι προετοιμάζονται για αυτές προεξοφλώντας μάλιστα πότε θα διεξαχθούν – περί τα τέλη Σεπτεμβρίου έως τις αρχές Οκτωβρίου (25/9 ή 2/10).
Για πρώτη φορά με απλή αναλογική
Δεν είναι όμως μόνον αυτό το στοιχείο που προσδίδει έντονο σασπένς στην ιδιότυπη πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατεί, αλλά και αυτές καθαυτές οι εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της χώρας με το σύστημα της απλής αναλογικής, σε πρώτη φάση, και ακολούθως σε δεύτερη φάση, εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας που μπορεί να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης ή έστω την ψήφο ανοχής της Βουλής, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που επαναφέρει το (κλιμακωτό) μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα. Το ενδεχόμενο, λοιπόν, διπλών εκλογών στην παρούσα εκρηκτική συγκυρία λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και της αστάθειας που πυροδοτεί, της ενεργειακής κρίσης και του κύματος ακρίβειας που επιβαρύνουν την κοινωνία, καθώς και της τουρκικής προκλητικότητας που λαμβάνει νέα ακραία χαρακτηριστικά, αποκτά βαρύνουσα σημασία – πόσω μάλλον το ακραίο σενάριο των τριπλών εκλογών που κάποιοι δεν αποκλείουν…
Η διπλή απόφαση των ψηφοφόρων
Σε κάθε περίπτωση, η ψήφος των πολιτών είναι αυτή που θα προσδιορίσει τις εξελίξεις. Για πρώτη φορά οι ψηφοφόροι καλούνται να τοποθετηθούν όχι μόνον για το κόμμα προτίμησής τους αλλά και για το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας: κυβέρνηση συνεργασίας ή επιστροφή στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, δίλημμα που μεταφράζεται σε μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Για όλους είναι ξεκάθαρο ότι το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών θα επηρεάσει τις εξελίξεις ακόμα και στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, την οποία επιθυμεί διακαώς ο ΣΥΡΙΖΑ, και οδηγηθούμε σε δεύτερες κάλπες, οι οποίες παρότι θα γίνουν με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα του κλιμακωτού μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα (για ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, παίρνει μπόνους 20 έδρες και για κάθε επιπλέον 0,5% παίρνει μία ακόμα έδρα, ενώ για να λάβει το maximum μπόνους των 50 εδρών χρειάζεται ποσοστό 40%), δεν διασφαλίζουν άνετη και σίγουρη αυτοδυναμία (εξ ου και κάποιοι είχαν εισηγηθεί στον κ. Μητσοτάκη να τον αλλάξει). Είναι ενδεικτικό ότι αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώνουν αθροιστικά περί το 8%, όπως στις εκλογές του 2019, τότε το πρώτο κόμμα θα χρειάζεται κοντά στο 38% για να έχει αυτοδυναμία. Οσον αφορά τις κάλπες της πρώτης Κυριακής, εκεί τα πράγματα είναι απολύτως σαφή καθώς όποιο και να είναι πρώτο κόμμα δεν θα έχει την αυτοδυναμία (με το ίδιο ποσοστό 8% των εκτός Βουλής κομμάτων, η ΝΔ που κατέκτησε την αυτοδυναμία στις εκλογές του 2019 με 39,8%, τώρα θα χρειαζόταν ποσοστό 46,2%).
Η διαδικασία των διερευνητικών
Με το δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν θα διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, προβλέπεται να ενεργοποιηθεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών που ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 37, παρ. 3), που παρέχει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τότε παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, τότε η διερευνητική εντολή παρέχεται στον αρχηγό του τρίτου κόμματος (ή και του τέταρτου κόμματος σε περίπτωση ισοψηφίας). Αν και πάλι δεν προκύψει αποτέλεσμα, τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διαβουλευθεί με τους αρχηγούς των κομμάτων και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, τότε θα επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας θα αναθέσει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό (υπηρεσιακής) κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει νέες εκλογές.
Η πρόβλεψη του Συντάγματος σε περίπτωση θερμού επεισοδίου
Μία παράμετρος της προεκλογικής διαδικασίας είναι και ο απρόβλεπτος παράγοντας της Τουρκίας.
Οσον αφορά το ενδεχόμενο πρόκλησης θερμού επεισοδίου εν μέσω προεκλογικής περιόδου, το Σύνταγμα προβλέπει ότι «αν η Bουλή έχει διαλυθεί, η διενέργεια των εκλογών αναστέλλεται έως ότου τελειώσει
ο πόλεμος, ανακαλείται δε αυτοδικαίως η Bουλή που έχει διαλυθεί έως το τέλος του» (άρθρο 53).
Ο κίνδυνος παρατεταμένης αστάθειας και το ακραίο σενάριο των 100 ημερών
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η χρονική διάσταση του εκλογικού «γρίφου» που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, καθώς πολλοί φοβούνται ότι στην παρούσα εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία η μακρά εκλογική περιπέτεια μπορεί να εγκυμονεί σοβαρά επακόλουθα.
Το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι εκλογές πρέπει να διενεργηθούν «μέσα σε 30 ημέρες» από την προκήρυξή τους. Ακόμα και με «σφιχτές» διαδικασίες απαιτούνται περί τις 25 ημέρες λόγω και όσων διευθετήσεων προβλέπει ο εκλογικός νόμος (ανακήρυξη υποψηφίων, δηλώσεις στον Αρειο Πάγο για την κατάρτιση των συνδυασμών κ.λπ.). Αν προστεθούν στις 25 ημέρες τα τριήμερα των διερευνητικών και η διαβούλευση της ΠτΔ με τα κόμματα που θα ακολουθήσει, είναι ακόμα 10 ημέρες τουλάχιστον, δηλαδή σύνολο 35 ημέρες.
Αν δεν προκύψει αποτέλεσμα και πάμε σε δεύτερες εκλογές, τότε είναι άλλες 25 ημέρες προεκλογικής περιόδου υπό υπηρεσιακή κυβέρνηση, δηλαδή 60 ημέρες – δύο μήνες –, ενώ αν και σε αυτή την περίπτωση δεν προκύψει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, τότε θα πρέπει να ενεργοποιηθεί εκ νέου η διαδικασία των διερευνητικών και των επακόλουθων διαβουλεύσεων υπό την ΠτΔ για τον σχηματισμό κυβέρνησης απόλυτης πλειοψηφίας 151 ψήφων είτε κυβέρνησης ανοχής (με πλειοψηφία 120 θετικών ψήφων επί των παρόντων βουλευτών), δηλαδή άλλες 10 ημέρες τουλάχιστον, οπότε αισίως φτάνουμε τις 70 ημέρες, σχεδόν δυόμισι μήνες, για να μη μιλήσουμε για το ακραίο θεωρητικό και απευκταίο σενάριο να οδηγηθούμε και σε τρίτες εκλογές, οπότε εκεί θα ξεπεράσουμε τις 100 ημέρες αστάθειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.