Τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια προσφέρουν εσχάτως όχι ιδιαίτερα ευχάριστες εμπειρίες. Εδώ και εβδομάδες υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις, ανάγκη οι επιβάτες να έρχονται πολύ νωρίτερα και να στέκονται σε ουρές για ώρες, σοβαρά προβλήματα με τη διαχείριση των αποσκευών και μεγάλος αριθμός πτήσεων που ακυρώνονται.
Η αιτία για όλα αυτά είναι ότι τα αεροδρόμια έχουν πολύ μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αυξημένη καλοκαιρινή κίνηση. Και ο λόγος που τα αεροδρόμια της Ευρώπης δεν έχουν επαρκές προσωπικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι μετακινήσεις είχαν περιοριστεί σημαντικά, προχώρησαν σε μαζικές απολύσεις προσωπικού, που τώρα εμφανίζεται απρόθυμο να επιστρέψει στις προηγούμενες θέσεις εργασίας που είχε στα αεροδρόμια, είτε γιατί στο μεταξύ βρήκε εργασία αλλού, είτε γιατί δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε συνθήκες εργασίας και αμοιβής που απείχαν πολύ από το να θεωρηθούν καλές.
Διαβάστε ακόμη: Ελληνικός τουρισμός: «Ομηρος» του χάους στα διεθνή αεροδρόμια
Η άρνηση εργασίας «υπό οποιεσδήποτε συνθήκες»
Για μεγάλο διάστημα θεωρήθηκε ότι μπορούσαν πάντα να βρίσκονται εργαζόμενοι για κάθε είδος εργασίας. Ακόμη και εάν αυτή ήταν ταυτόχρονα κουραστική, κακοπληρωμένη και εξαιρετικά επισφαλής, όπως ήταν πολύ μεγάλο μέρος των θέσεων εργασίας στον αναπτυγμένο κόσμο ιδίως στους διάφορους κλάδους που συνήθως ονομάζουμε «υπηρεσίες» και που συνέβαλαν στατιστικά σε μια εικόνα αύξησης της απασχόλησης. Μόνο που αυτό που δεν έδειχναν οι γενικές στατιστικές για την απασχόληση ήταν ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια ιστορικών διαστάσεων υποβάθμιση της εργασίας, που σήμαινε ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων καλούνταν να αποδεχτεί μια συνθήκη όπου θα έπρεπε να εργάζεται για μεγαλύτερο συνολικό χρόνο εργασίας, σε θέσεις εργασίας χωρίς σημαντική προοπτική, με αμοιβές που προϋπέθεταν τη διαρκή υπερεργασία για να μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες και με υποχρεωτική αποδοχή μιας συνθήκης «δομικής ανασφάλειας», που συγκεφαλαιωνόταν στο ότι οι εργαζόμενοι έπρεπε να είναι διαρκώς διαθέσιμοι να εργαστούν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, για όσο θα ήθελαν οι εργοδότες, την ώρα που η εργοδοτική πλευρά απαλλασσόταν οιασδήποτε υποχρέωσης να προσφέρει σταθερή εργασιακή προοπτική, συνθήκη που υποστηριζόταν από τον τρόπο που η ίδια η εργοδοτική σχέση «αποκεντρώνεται» συχνά σε επάλληλα επίπεδα υπεργολαβιών μέσα στον ίδιο χώρο.
Την ίδια στιγμή οι εργασίες αυτές ήταν ιδιαίτερα αναγκαίες. Αφορούσαν την απρόσκοπτη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, την εξασφάλιση ότι λειτουργούν τα συστήματα μεταφορών και οι υποδομές που αφορούν την επικοινωνία, την καθαριότητα και φυσικά τη λειτουργία των συστημάτων υγείας. Στη διάρκεια της πανδημίας, οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν στο προσκήνιο, εισέπραξαν επαίνους ως «ουσιώδεις εργαζόμενοι», όμως αυτό δεν μεταφράστηκε σε κάποια βελτίωση της εργασιακής τους κατάστασης, σε καλύτερες αποδοχές ή σε πιο σταθερή σχέση απασχόλησης.
Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά της αγοράς εργασίας, σε όλη αυτή την περίοδο παρατηρήθηκε το φαινόμενο που ο ανθρωπολόγος Ντέιβιντ Γκρέμπερ περιέγραψε ως “bullshit jobs”, δηλαδή μια εντυπωσιακά εκτεταμένη δημιουργία θέσεων εργασίας που στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετούν κάποια πραγματική χρησιμότητα και ακόμη όταν είναι σχετικά καλοπληρωμένες θα μπορούσαν απλώς να μην υπάρχουν. Οι μαρτυρίες που συνέλεξε ο Γκρέμπερ αποτυπώνουν με πολύ γλαφυρό τρόπο ένα διάχυτο αίσθημα έλλειψης νοήματος και ικανοποίησης από την εργασία και ταυτόχρονα δημιουργούν το ερώτημα πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος εάν αντί για όλες αυτές τις θέσεις «διοίκησης», υπήρχαν περισσότερες θέσεις εκπαιδευτικών, γιατρών και νοσηλευτών.
Όλα αυτά εξηγούν όλο το φάσμα των μορφών δυσαρέσκειας που προκύπτουν από το χώρο της εργασίας και που μέχρι τώρα συζητιούνται με τρόπους που μπορούν να θεωρηθούν έως και παραπλανητικοί – σκεφτείτε για παράδειγμα ορισμένες από τις παραλλαγές της θεωρίας της «Μεγάλης Παραίτησης». Δυσαρέσκειας αλλά και αντίστασης που βγαίνει στο προσκήνιο με ποικίλους τρόπους: όχι μόνο με την άρνηση επιστροφής σε μια συνθήκη κακοπληρωμένης επισφάλειας και θέσεων εργασίας χωρίς κάποια προοπτική, αλλά και με την επιστροφή μορφών κανονικής εργατικής διεκδίκησης. Καθόλου τυχαία ένα μέρος του «χάους των αεροδρομίων» είχε να κάνει και με μια σειρά απεργιών, που ήρθαν να υπογραμμίσουν ότι όταν μπορούν οι εργαζόμενοι καθόλου δεν απεμπολούν «παραδοσιακά» όπλα που έχουν. Ούτε είναι χωρίς σημασία ότι βλέπουμε την επιστροφή του συνδικαλισμού σε κλάδους που μέχρι τώρα αυτός απουσίαζε και εξαιτίας των ιδιαίτερα επισφαλών συνθηκών που επικρατούσαν και εξαιτίας της τεράστιας επένδυσης χρημάτων και πόρων από τη μεριά των επιχειρήσεων στο να μην υπάρχουν σωματεία σε αυτούς τους χώρους: Από τους εργαζομένους στις μεγάλες αποθήκες της Amazon και τα καταστήματα Starbucks, μέχρι τις ιδιαίτερα πρωτότυπες πρακτικές δικτύωσης, αντίστασης και ενίοτε απεργίας που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, π.χ. για τη διανομή φαγητού κατ’ οίκον. Πράγμα που δείχνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η κοινωνική και πολιτική διαπάλη εξακολουθεί να έχει ως αφετηρία τα ζητήματα που σχετίζονται με την εργασία.
Οι συγκρούσεις στον ορίζοντα
Την ώρα που αρκετοί κλάδοι αντιμετωπίζουν ελλείψεις προσωπικού που υπογραμμίζουν ότι και η «άρνηση της εργασίας» είναι μια μορφή αντίστασης, έχει ενδιαφέρον ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν μεγάλες συγκρούσεις γύρω από την εργασία. Η έκρηξη του πληθωρισμού παραμένει πάντα πλήγμα πρωτίστως για όσες και όσους εξαρτώνται από το μισθό τους, την ώρα που οι περισσότερες παραλλαγές αντιπληθωριστικής πολιτικής, ρητά ή άρρητα, πάντα περιλαμβάνουν και μια περίπου συνειδητή αύξηση των ποσοστών ανεργίας.