Το «σύνδρομο Μακρόν» και οι λοιπές παράμετροι οι οποίες θα βαρύνουν υπέρ ή κατά της απόφασης για προσφυγή στις κάλπες το φθινόπωρο βρίσκονται πλέον διαρκώς στην ημερήσια διάταξη του Κυριάκου Μητσοτάκη και του επιτελείου τού Μεγάρου Μαξίμου.

«Οταν έλθει η ώρα, ο Πρωθυπουργός θα μετρήσει όλα τα δεδομένα και θα λάβει τις αποφάσεις του» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συνεργάτες του, επιβεβαιώνοντας ότι η συζήτηση για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών είναι υπαρκτή και ανοιχτή, αλλά αποφεύγοντας να μιλήσουν για τις ημερομηνίες που ακούγονται (18 ή 25 Σεπτεμβρίου, 2 Οκτωβρίου). Ο ίδιος πάντως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρωτήθηκε και πάλι την Παρασκευή, μετά το τέλος της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, και περιορίστηκε να τονίσει ότι «η κυβέρνηση συνεχίζει το έργο της με μεταρρυθμιστική ένταση και διάθεση», σημειώνοντας ότι «είναι δύσκολο να σας πείσω ότι δεν θα γίνουν εκλογές ή ανασχηματισμός». Υπό αυτή τη συνθήκη, η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει και οι προετοιμασίες εξελίσσονται σε όλα τα πεδία.

«Πρεμιέρα» με την προ ημερησίας

Οι πρώτες ενδείξεις από πλευράς αντιπολίτευσης φανερώνουν ότι η πολιτική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού θα είναι έντονη και σε οξείς τόνους. Επισημαίνεται ως προς τούτο από στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου ότι ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη εμφανίζονται διατεθειμένοι για πολιτικές ακρότητες, με προσωπικούς χαρακτηρισμούς και λασπολογία, με στόχο τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Από το πρωθυπουργικό περιβάλλον διακρίνουν σε αυτά τα σημεία χαρακτηριστικά «τραμπικών» πρακτικών, προσθέτουν όμως ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να οδηγήσει την αντιπαράθεση στο πολιτικό πεδίο. Ως προς αυτά, αναφέρουν ότι εντός των ημερών ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει τη διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης στη Βουλή με θέμα την κοινωνική πολιτική. Θα πρόκειται για ένα πρώτο δείγμα της προεκλογικής στρατηγικής της κυβέρνησης, με στόχο να αναδειχθεί το έργο της τελευταίας τριετίας και παράλληλα να διαμορφωθεί το προγραμματικό πλαίσιο εν όψει της επόμενης τετραετίας.

Οσο ο αέρας θα μυρίζει εκλογές και μέχρις ότου επαληθευτούν ή διαψευστούν τα σχετικά σενάρια, βασική επιδίωξη του κυβερνητικού επιτελείου θα είναι η αξιολόγηση των παραμέτρων, των κινδύνων και των προσδοκιών που θα ευνοήσουν τις αποφάσεις προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.

Το πάθημα Μακρόν και οι ανησυχίες

Τις τελευταίες ημέρες, στα δεδομένα της περιόδου έχει προστεθεί η πολιτική συνθήκη η οποία διαμορφώθηκε στη Γαλλία από τις βουλευτικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής, με την ενίσχυση των άκρων και την απειλή της ακυβερνησίας.

Ως προς αυτό, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου δεν εμφανίζεται αμέριμνο, αντιθέτως προσπαθεί να συνεκτιμήσει τα επί μέρους στοιχεία των συνεχών, φανερών και μη, μετρήσεων της κοινής γνώμης. Σημειώνουν πάντως συνεργάτες του Πρωθυπουργού ότι στην Ελλάδα είναι ήδη γνωστά και μετρημένα τα αποτελέσματα της λαϊκιστικής διακυβέρνησης με την οποία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη η Γαλλία.

Υπό αυτό το πρίσμα, πάντως, η στρατηγική των δύο εκλογών για την οποία μιλούν στην κυβέρνηση παρουσιάζει πολλά στοιχεία περιπλοκότητας, καθώς μία από τις κρίσιμες παράμερους είναι το πόσα και ποια κόμματα θα έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έπειτα από την αναμέτρηση με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο για δύο λόγους. Αφενός, επειδή υπάρχει η ανησυχία της ενίσχυσης ακραίων τάσεων και, αφετέρου, επειδή το σύνολο των κομμάτων που θα βρεθούν εντός κοινοβουλίου έπειτα και από τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση είναι καθοριστικής σημασίας και για το ποσοστό το οποίο απαιτείται για την επίτευξη της αυτοδυναμίας. Εν όψει αυτών, από την κυβέρνηση γίνεται ήδη αισθητό ότι δεν αποκλείεται ακόμη και μια τρίτη εκλογική διαδικασία.

Ωσπου να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις του Πρωθυπουργού (για τις οποίες πάντως κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες σημειώνουν ότι δεν πρέπει να προεξοφλούνται), τα στοιχεία που θα καθορίσουν τις εξελίξεις εντοπίζονται κατά βάση στο πεδίο της οικονομίας.

Οι παροχές και το χειρότερο σενάριο

Κατά τα όσα επισημαίνουν οικονομικοί αξιωματούχοι, η εξάλειψη της πολιτικής εκκρεμότητας όσο το δυνατόν συντομότερα θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις – υπό την καθοριστική προϋπόθεση ότι από τις εκλογές θα προκύψει κυβέρνηση. Αντιθέτως, ο κίνδυνος μιας επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης τον ερχόμενο χειμώνα υποκρύπτει την απειλή της αυξημένης επιβάρυνσης και δυσαρέσκειας των πολιτών, με ένταση των συνεχών αναγκών για παροχές και ενισχύσεις και με αβέβαιο κοινωνικό και πολιτικό αποτέλεσμα. Ο Πρωθυπουργός σημείωσε πάντως την Παρασκευή από τις Βρυξέλλες ότι «έχουμε υποχρέωση να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο δυνατό σενάριο, που είναι η διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία», τονίζοντας ότι, αν αυτό συμβεί, θα υπάρχει επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα της ευρωζώνης. Παράλληλα, προειδοποίησε για τη διενέργεια αυστηρών ελέγχων στην αγορά καυσίμων, τονίζοντας ότι η αποκλιμάκωση στις τιμές του πετρελαίου θα πρέπει να φανεί σύντομα στην αντλία.

Οπως τονίζεται από οικονομικές πηγές, η συγκυρία της αύξησης των επιτοκίων και των διαρκών πιέσεων στο ενεργειακό πεδίο απειλούν να διαμορφώσουν ένα εξαιρετικά δυσμενές δημοσιονομικό περιβάλλον, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται και για την ευρωπαϊκή συζήτηση σχετικά με τα ελλείμματα και το χρέος.

Η κυβέρνηση έχει δαπανήσει την τελευταία διετία ποσά που πλησιάζουν τα 50 δισ. ευρώ για την παροχή στήριξης λόγω της πανδημίας και της ακρίβειας. Οπως έχει ανακοινώσει, θα συνεχίσει την τακτική αυτή και τους επόμενους μήνες, ενώ, κατά πληροφορίες, μελετάται ακόμη και η διεύρυνση των δυνατοτήτων μη επιστροφής των… επιστρεπτέων προκαταβολών της πανδημίας, με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές. Με αυτά τα δεδομένα και υπό την απειλή ενός δύσκολου χειμώνα, η εκτίμηση ότι οι εκλογές όσο το δυνατόν συντομότερα είναι μια πολιτικά συνετή επιλογή κερδίζει έδαφος σε οικονομικούς κύκλους.

Εκτιμήσεις για επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα

Η αλληλεπίδραση όλων των παραμέτρων θεωρείται σημαντική και ως προς την επίτευξη του κρίσιμου στόχου της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Οπως σημειώνεται από οικονομικές πηγές, η άρση της πολιτικής εκκρεμότητας, σε συνδυασμό με την αποφυγή του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, είναι δύο βασικές προϋποθέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποφέρουν την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές επί ίσοις όροις και δίχως τις κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις της ΕΚΤ, ακόμη και εντός του 2022. Πρόσωπα τα οποία διαθέτουν την πλήρη εικόνα ως προς τις συζητήσεις και τις εξελίξεις στο πεδίο αυτό εκφράζουν την αισιοδοξία τους για μια τέτοια εξέλιξη και επισημαίνουν ότι υπό τις παρούσες συνθήκες και παρά τα δομικά προβλήματα, το διεθνές περιβάλλον είναι θετικό για την Ελλάδα. Ως χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ατμόσφαιρας αναφέρουν τις αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, αλλά και το πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής οικονομικής επιθεώρησης «Handelsblatt» στο οποίο σημειώνεται ότι, παρά τα υψηλά ποσοστά του χρέους, η Ελλάδα έχει αλλάξει δραστικά σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.