Το 1962 το ροκ δεν είχε Ιστορία. Ο Ελβις Πρίσλεϊ είχε στραφεί στον κινηματογράφο. Ο Μπομπ Ντίλαν είχε μόλις κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ. Ο Ντέιβιντ Μπάουι ήταν ακόμη ο Ντέιβιντ Τζόουνς. Ο Τζιμ Μόρισον απείχε τρία χρόνια από το να συναντήσει τους υπόλοιπους Doors. Οι Beatles είχαν κατασταλάξει στο όνομά τους, αλλά δεν είχαν καν απολύσει τον Πιτ Μπεστ. Οταν στις 12 Ιουλίου του 1962 μια μπάντα με το όνομα Rolling Stones ανέβηκε στη σκηνή του «Marquee Club» του Λονδίνου, όλα βρίσκονταν εν τη γενέσει τους, τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Κανόνες δεν υπήρχαν, ούτε και περιορισμοί. Η αλλαγή ήταν στον αέρα, κάποιοι τη διαισθάνονταν, κάποιοι την ψηλαφούσαν, ο Ντίλαν θα την τραγουδούσε το 1964 στο «The Times They Are a-Changin’». Οι 19χρονοι Μικ Τζάγκερ και Κιθ Ρίτσαρντς, όμως, δεν αναζητούσαν από τότε έναν νέο ήχο: άκουγαν Μάντι Γουότερς και Τσακ Μπέρι, έπαιζαν στους Blues Boys και τους παράτησαν για να συνεργαστούν με τους Blues Incorporated. Τους προσέλκυσε εκεί η μουσική γνώση του Μπράιαν Τζόουνς, ο οποίος ήταν ο αρχικός ηγέτης και αυτός που έδωσε στο συγκρότημα το όνομά του. Επειτα από τις πρώτες εμφανίσεις θα άνοιγε ο δρόμος για τον Μπιλ Γουάιμαν και τον Τσάρλι Γουότς. Μαζί τους, γύρω τους, στη διάρκεια μιας ταραχώδους, επαναστατικής δεκαετίας θα χτιζόταν μια ολόκληρη κουλτούρα, όπως και μια βιομηχανία. Και εξήντα χρόνια μετά, οι πρώτοι διδάξαντες του ροκ, παρά τις συνέπειες των καταχρήσεων, τις αναπόφευκτες απώλειες, την ανελέητη φθορά του χρόνου, παραμένουν ακόμη στις επάλξεις.
Η επανάσταση ξεκίνησε σε αποβάθρες τρένων, νυχτερινά καταγώγια, ακατάστατα διαμερίσματα. Το «καταστατικό επεισόδιο» της ιστορίας του ροκ εντ ρολ, όπως το περιγράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ριτς Κοέν στο βιβλίο του «The Sun, the Moon and the Rolling Stones» (εκδ. Spiegel & Grau), συνέβη στην πλατφόρμα του σταθμού του Ντάρτφορντ, στα προάστια του Λονδίνου, στις 17 Οκτωβρίου 1961. Καθ’ οδόν προς την πρωτεύουσα, ο Κιθ Ρίτσαρντς, φοιτητής του Sidcup Art College, συνάντησε τον Μικ Τζάγκερ, φοιτητή της London School of Economics. Η συζήτηση που άνοιξε για τη στοίβα των μπλουζ άλμπουμ που κρατούσε ο Τζάγκερ δεν τελείωσε ποτέ. «Πρέπει να περάσαμε έναν χρόνο μόνο συλλέγοντας δίσκους» έλεγε ο Ρίτσαρντς, προκειμένου να «μάθουμε τα τραγούδια από την καλή κι απ’ την ανάποδη» συμπλήρωνε ο Τζάγκερ. Στην πραγματικότητα ήταν κάπου οκτώ μήνες, μια και το καλοκαίρι του 1962 βρίσκονταν ήδη στο πρώτο σχήμα με τον Μπράιαν Τζόουνς. Εξι μήνες μετά, Μπιλ Γουάιμαν και Τσάρλι Γουότς είχαν ενταχθεί στην ομάδα, όπως και ο Ιαν Στιούαρτ, κατά πολλούς ο «έκτος Stone», ο οποίος θα εκδιωκόταν αργότερα από τον πρώτο τους μάνατζερ Αντριου Ολνταμ για λόγους image, θα συνεργαζόταν όμως με το συγκρότημα χωρίς διακοπή ως τον θάνατό του, το 1985. Καθώς η κρίσιμη μάζα των λίγων μυημένων στο αμερικανικό μπλουζ συνδυαζόταν και ανασυνδυαζόταν σε αναλώσιμα συγκροτήματα, επήλθε η ανάφλεξη.
«Το ροκ εντ ρολ αρχίζει από τον λαιμό και κάτω. Αν φτάσει στο κεφάλι, ξέχνα το» έλεγε ο Κιθ Ρίτσαρντς σε μια συνέντευξή του το 1985. Και πράγματι, αν υπάρχει κάτι κοινό στο πλήθος των μαρτυριών επωνύμων και ανωνύμων, μουσικών, ατζέντηδων, δημοσιογράφων, ιδιοκτητών κλαμπ, γκρούπις, ευνοουμένων, κολάκων φίλων, εχθρών, ήταν η απελευθέρωση που πρόσφερε το είδος στις απαρχές του. «Ο αέρας έφυγε από την αίθουσα κυνηγημένος από εκατοντάδες χέρια που κουνιούνταν, πόδια που χόρευαν, σώματα που έσπρωχναν» έγραφε στα απομνημονεύματά του ο Ολνταμ που είδε ζωντανά τους Rolling Stones το 1963. Ηταν ανεξήγητο, «κάτι αλχημικό», σύμφωνα με τη 18χρονη Πάτι Σμιθ, η οποία το ένιωσε στη δική τους τηλεοπτική μετάδοση του «Ed Sullivan Show» το 1964. Η έκλυση ενέργειας εντυπωσίαζε και την ίδια την πηγή της. «Θα μπορούσαμε να παίζουμε οτιδήποτε, δεν θα το άκουγαν. Το ακροατήριο μας σκέπαζε, φώναζε πιο δυνατά από εμάς» έλεγε ο Κιθ Ρίτσαρντς στον Ριτς Κοέν.
The Beatles Vs The Stones
Είτε πρόκειται για ποδόσφαιρο είτε για τέχνη, η ποπ κουλτούρα απαιτεί δίπολα, διχασμούς και αντιπαραθέσεις. Κάπως έτσι, παρά την κοινή καταγωγή της μουσικής, προέκυψε η διαίρεση μεταξύ των Beatles και των Stones. Παιδιά της εργατικής τάξης που πλασαρίστηκαν με το στυλ της μεσαίας τάξης οι πρώτοι, γόνοι της μεσαίας τάξης που υιοθέτησαν ύφος ταραχοποιών οι δεύτεροι, στην πράξη έτρεφαν αισθήματα αλληλοεκτίμησης. To «I Wanna Be Your Man», το δεύτερο σινγκλ των Rolling Stones, ήταν σύνθεση των Λένον – Μακ Kάρτνεϊ που δόθηκε στους Τζάγκερ – Ρίτσαρντς γιατί οι μεν θεώρησαν ότι ταίριαζε στους δε. Δευτερεύουσες γκρίνιες (οι Stones διατείνονταν ότι οι Beatles πρόλαβαν να βγουν πρώτοι με τον ήχο τους, οι Beatles ότι οι Stones έκλεψαν το δικό τους αρχικό αναρχικό look) δεν ήταν διαφωνίες επί της ουσίας. Ο δυϊσμός τροφοδοτήθηκε από την ανάγκη της ανερχόμενης μουσικής βιομηχανίας να κατασκευάσει ευδιάκριτα πρότυπα. «Οι Beatles θέλουν να σου κρατούν το χέρι, οι Stones θέλουν να σου κάψουν την πόλη» έγραφε ο πρωτοπόρος της νέας δημοσιογραφίας και μέγιστος χρονικογράφος των 60s Τομ Γουλφ.
Για τη γιγάντωση αυτής της βιομηχανίας κομβική υπήρξε η κατάκτηση της Αμερικής. Εκεί, τα δίκτυα μουσικής παραγωγής, συναυλιακών χώρων, μέσων ενημέρωσης που προϋπήρχαν ήδη από την εποχή της λεγόμενης Tin Pan Alley στη Νέα Υόρκη ήταν έτη φωτός μπροστά από τη M. Βρετανία – και το ροκ έγινε ο καταλύτης τους. Τα 73 εκατομμύρια θεατών που συντονίστηκαν στο «Ed Sullivan Show» για να δουν τους Beatles το 1964 δεν εξέφρασαν απλώς την Beatlemania, λειτούργησαν ως φορείς μιας πολιτισμικής τομής. Η «βρετανική εισβολή» σήμανε την κατεδάφιση των τειχών που χώριζαν το λευκό ακροατήριο από τη μαύρη μουσική. Τζαζ και μπλουζ εξακολουθούσαν ως τότε να φέρουν το ρατσιστικό στίγμα που συχνά τις περιόριζε στην «κακόφημη» πλευρά των πόλεων. Μέσω των Rolling Stones, κυρίως, ως αντιδάνειο από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, μια βαθιά παράδοση ξαφνικά λυνόταν από τα δεσμά της. Το κύμα των επιρροών θα ανανέωνε ριζικά όλο το φάσμα της αναδυόμενης σκηνής, από την ποπ ως το χιπ χοπ.
Sex, drugs & rock ‘n’ roll
Ακολούθησαν φήμη, ναρκωτικά, χρήμα. Κάπου ενδιάμεσα βρίσκονται οι γυναίκες – ίσως παντού ενδιάμεσα. Μεταξύ 1965 και 1969 οι Rolling Stones μετατράπηκαν από παιδιά της διπλανής πόρτας σε θεότητες του ροκ. «Satisfaction», «Paint it Black», «Ruby Tuesday», «Let’s Spend the Night Together», «Jumpin’ Jack Flash», «Street Fighting Man», «Sympathy for the Devil», «Gimme Shelter», «You Can’t Always Get What You Want», «Honky Tonk Women», οι πιο χαρακτηριστικοί ήχοι τους προέρχονται από αυτή την περίοδο. Tα τέλη της στιγμάτισε η παράδοξη απόφαση να προσλάβουν ως σεκιούριτι τη συμμορία μοτοσικλετιστών Hells Angels για τη δωρεάν συναυλία τους στην πίστα του Αλταμοντ στις 6 Δεκεμβρίου 1969, που κατέληξε σε επιθέσεις κατά των θεατών, αδιανόητα επεισόδια και στον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων. Για να αναγορευθούν στο μεταξύ σε αρχέτυπο του συγκροτήματος που ισχύς του είναι ακριβώς η σκηνή, όχι το στούντιο, ενέδωσαν από νωρίς στην τεχνητή διέγερση: πρώτα ενισχυτικά αντοχής, έπειτα δίοδοι απόδρασης, τα ναρκωτικά έγιναν η καθημερινότητά τους. Στην τροχιά του γκρουπ μουσικοί, βοηθοί, συνεργάτες στροβιλίζονταν σε έναν αέναο κύκλο εθισμού, αποτοξίνωσης – και υπερβολικών δόσεων. O Μπράιαν Τζόουνς, ο άνθρωπος που συγκέντρωσε γύρω του τους υπόλοιπους, είδε τη δημιουργικότητά του να σβήνει, απολύθηκε από το συγκρότημα και πνίγηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην πισίνα του σπιτιού του τον Ιούλιο του 1969. Εκ των υστέρων ο Ρίτσαρντς αποδίδει τη δική του επιβίωση στο ότι έκανε «την καθαρότερη κοκαΐνη και την πιο αγνή ηρωίνη». Ο Τσάρλι Γουότς, πάντοτε διακριτικά ένα βήμα πλάι από τους υπόλοιπους, δεν παρασύρθηκε στη δίνη – «εγώ ποτέ δεν ήμουν ρόκερ» δήλωνε αργότερα. Εν μέσω αυτού του κυκεώνα οι Stones ανακάλυψαν ότι ο πακτωλός των χρημάτων που παρήγαγαν δεν τους ανήκε: ο μάνατζέρ τους Αλεν Κλάιν είχε κατοχυρώσει την κυριότητα των εσόδων τους σε δική του εταιρεία. Τον μήνυσαν απαιτώντας 29 εκατ. δολάρια, ένας διακανονισμός τους απέφερε τελικά μόλις 2 εκατομμύρια το 1972. Εκτοτε, ο Μικ Τζάγκερ δεν έπαψε ποτέ να επιτηρεί την επιχειρηματική πλευρά με άγρυπνο μάτι. Ολα τα παραπάνω εκτυλίσσονταν ενώ καλλονές περιδιάβαιναν στο φόντο: Μαριάν Φέιθφουλ, Ανίτα Πάλενμπεργκ, Μάρσα Χαντ, Μπιάνκα Πέρες, Τζέρι Χολ.
Παραδόξως, η διαδοχή των γυναικών (Πάλενμπεργκ και Φέιθφουλ είχαν αντίστοιχα περιπέτειες με τον Τζάγκερ και τον Ρίτσαρντς ενώ ήταν σύντροφοι του άλλου) δεν υπονόμευσε το συγκρότημα. Παρά τις αλλαγές στην περιφέρεια από τον Μπράιαν Τζόουνς στον Μικ Τέιλορ και από εκεί στον Ρόνι Γουντ, ο πυρήνας παρέμεινε αρραγής για 25 χρόνια, με τον στωικό και ατάραχο Τσάρλι Γουότς να φροντίζει τις ισορροπίες των «εγώ». Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι ο Μικ δεν ανεχόταν τις ανδρικές/μουσικές φιλίες του Κιθ, εξ ου και φρόντιζε παρασκηνιακά να τις εξοβελίζει από τον περίγυρό του. Σύμφωνα με τον Κοέν, η εξήγηση της μεγάλης ρήξης ήταν πιο απλή – η ηρωίνη. Ο Ρίτσαρντς, άψογος στις υποχρεώσεις του, δεν δημιούργησε ποτέ προβλήματα ως προς τη συμμετοχή ή την απόδοσή του στο συγκρότημα. Οσο όμως παράδερνε στα ναρκωτικά τη δεκαετία του ’70, εγκατέλειψε κάθε είδους οργανωτική πρωτοβουλία στον Τζάγκερ. Οταν «καθάρισε», επιδίωξε την αποκατάσταση της ισονομίας. Ο Τζάγκερ ήταν απρόθυμος. Οι συγκρούσεις «για τα σκηνικά, τα τραγούδια, την ντίσκο, το πανκ, αλλά, τελικά, για την κυριαρχία», γράφει ο Κοέν, κράτησαν μια πενταετία. Το «Tattoo You» του 1981 κυκλοφόρησε με το μισό περίπου υλικό του από κομμένα τραγούδια του προηγούμενου άλμπουμ. Στη διάρκεια της μείξης του «Undercover», το 1983, δεν ήθελαν καν να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Ρωτούσαν τον παραγωγό «Πότε έρχεται αυτός; Θα περάσω μετά». Και οι δύο ζητούσαν πρώτα να ακούσουν τι είχε κάνει ο προηγούμενος. Μετά έλεγαν στον μηχανικό ήχου «πέτα το στα σκουπίδια». Η μονομαχία κατέληξε στα σόλο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1985 ο Τζάγκερ και 1988 ο Ρίτσαρντς (θα ακολουθούσαν και άλλα). Τα νούμερα δεν δικαίωσαν τον Μικ. Αν πριν η σχέση με τον Τζάγκερ ήταν «γάμος», όπως μεταξύ σοβαρού και αστείου έλεγε ο Ρίτσαρντς, η επανασύνδεση είναι διακανονισμός: επιλογή ορθολογική, επαγγελματική, προσοδοφόρα. Επειτα από τους χωρισμούς, τις αλλεπάλληλες βολές, τα δηκτικά σχόλια του Ρίτσαρντς στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Life» (εκδ. Weidenfeld & Nicolson) για το αδύνατο του να γνωρίσει κανείς πραγματικά τον Τζάγκερ, την ανταπάντηση του τελευταίου για την επίδραση των ναρκωτικών στη μνήμη, οι διαχυτικοί έπαινοι εκατέρωθεν είναι η νέα κανονικότητα.
«Satisfaction» 2022
Διακόσια εκατομμύρια δίσκους μετά, όλα έχουν εξημερωθεί – ακόμη και τα πάθη των πρωταγωνιστών. Τα πλήθη νέων έγιναν πλήθη μεσηλίκων, τα κλαμπ στάδια, η ενέργεια νοσταλγία. Το χάος διαδέχθηκε η τάξη, τους οπαδούς οι χορηγοί. Αντί για γκρούπις πριν από τις συναυλίες τους οι Rolling Stones συναντούν πλέον πλούσιους επιχειρηματίες, από αυτούς που καταθέτουν τριψήφια ποσά για να βρεθούν στις διακεκριμένες θέσεις. Κάποτε ο Μικ Τζάγκερ έλεγε ότι δεν φανταζόταν τον εαυτό του να τραγουδά το «Satisfaction» στα σαράντα πέντε του. «Το ροκ εντ ρολ, όπως και κάθε άλλο είδος ποπ μουσικής, δεν σχεδιάστηκε για να παίζεται από εβδομηντάρηδες» παραδεχόταν στα τέλη Μαΐου στους «Sunday Times», προτού παραθέσει τη (μακρά) προετοιμασία που ακολουθεί πλέον πριν από μια περιοδεία. Ομως, το ζήτημα δεν είναι αυτό, παρατηρεί ο Ριτς Κοέν: εκείνο που δεν μπορούσε να φανταστεί στην τότε δήλωσή του ο Τζάγκερ ήταν η μέση ηλικία. Εχοντάς την αφήσει πίσω του, τώρα αρνείται την τρίτη – και κανείς δεν τολμά πια να τον ψέξει για «γηριατρικό ροκ», όπως γινόταν τη δεκαετία του ’80. «Ρωτώντας τους πάντες για το τι ευθύνεται για τη μακροημέρευση των Rolling Stones, εισπράττω την ίδια απάντηση: ο Μικ Τζάγκερ. Η θέληση, η αποφασιστικότητα, η εξυπνάδα του» σημειώνει ο Κοέν. Πριν από τον θάνατο του Τσάρλι Γουότς, τον Αύγουστο του 2021, οι Stones ήταν στα αρχικά στάδια προετοιμασίας της τωρινής τους περιοδείας («Sixty Tour»), που ολοκληρώνεται αισίως στις 31 Ιουλίου στη Στοκχόλμη.
Ο Τσάρλι δεν μένει πια εδώ, όμως το πρόγραμμα θα τηρηθεί ευλαβικά. Ισως όχι (μόνο) γιατί το πείσμα του greatest of all time φρόντμαν παραμένει αδάμαστο στα 79 του χρόνια. Ισως γιατί ισχύει μια παλαιότερη αποστροφή του Κιθ Ρίτσαρντς: «Κανείς άλλος δεν έφθασε ποτέ τόσο μακριά με μια ροκ εντ ρολ μπάντα. Οπότε, γιατί να τα παρατήσουμε;». Στους ζωντανούς θρύλους τα πάντα επιτρέπονται.