Δεν είδα να απασχόλησε δεόντως στα φύλλα της Δευτέρας, το ρεπορτάζ του Άγγελου Αθανασόπουλου και το πρωτοσέλιδο του «Βήματος της Κυριακής» για τα νατοϊκά κείμενα που έδωσαν
«πατήματα» στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και την «απονεύρωση» της Λήμνου με τις «Οδηγίες» ή μάλλον με το «Δόγμα Λουνς».
Και δεν άκουσα να θέτει ευθέως η Κυβέρνηση στον Στόλτενμπεργκ το διόλου υποθετικό ερώτημα που είχε τεθεί από έγκυρο Έλληνα δημοσιογράφο, το 1996, κατά την περίοδο της κρίσης των Ιμίων, προς τον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Εάν η Γερμανία ζητούσε από την Πολωνία να εκχωρηθεί μέρος του εδάφους της, θα συμβουλεύατε την Πολωνική Κυβέρνηση να καθίσει να συνομιλήσει με την Γερμανία;»
Και επειδή από την δεκαετία του ’60 η Άγκυρα είχε -όπως σημειώνει ο συντάκτης του «Βήματος»- «επιτύχει να αξιοποιήσει προβλέψεις ακόμη και της Συνθήκης των Παρισίων (της οποίας δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος) για να εγείρει σε υψηλό επίπεδο το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης», τότε το ερώτημα είναι τι έκαναν οι Κυβερνήσεις των Αθηνών εκείνης της κρίσιμης δεκαετίας: ο Κωνσταντίνος απέλυε τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό (αφού του είχε φορέσει τον Γαρουφαλιά υπουργό Εθνικής Άμυνας), ο Νόβας γαργάλαγε τα βυζιά της Ακαδημίας, ο Καραμανλής έκοβε τις βόλτες του στο δάσος της Βουλώνης, ο Μητσοτάκης ήθελε εξάπαντος να γίνει Πρωθυπουργός, ο Κανελλόπουλος έκρουε (με το «ρ» του) τον κώδωνα του κομμουνιστικού κινδύνου, η Αριστερά έτρωγε, μέσα- έξω, της σάρκες της και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ετοίμαζε την αποτελεσματική του χούντα, προλαβαίνοντας τους αναποτελεσματικούς στρατηγούς και το παλάτι.
Τα υπόλοιπα ; Η εισβολή το ’74 στην Κύπρο, με τις ευλογίες του Λουνς κι εκείνη, η επί Καραμανλή, προσωρινή μας έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Ξέραμε ότι η Ιστορία επιστρέφει τη μία φορά ως τραγωδία και την άλλη ως φάρσα.
Τώρα επιστρέφει μόνον ως απονεύρωση.