«Η τραπεζαρία του αρχοντικού είχε ένα μεγάλο τραπέζι, ένα σκρίνιο με φωτογραφίες και έναν μεγάλο καθρέφτη. Υπήρχαν τοιχογραφίες ολόγυρα και μια εντυπωσιακή οροφογραφία, διακοσμημένη με γύψινες ροζέτες. Στο κεντρικό διάχωρο της οροφής εμφανιζόταν μια φυτική σύνθεση με ανθέμια και ανθοπλοκάμους σε λευκό και χρυσό. Η διακόσμηση στο σαλόνι ήταν εξεζητημένη, με έπιπλα του οθωμανικού μπαρόκ αλλά και πληθώρα φυτών εσωτερικού χώρου. Οι προσκεκλημένες κυρίες, συννυφάδες της γιαγιάς μου, ντυμένες στην τρίχα, στολισμένες με κοσμήματα, παρφουμαρισμένες, έχοντας ακριβώς την ίδια κόμμωση και φορώντας ακριβώς τα ίδια ρούχα, έφτασαν συντονισμένα στο κάλεσμα για τη βεγγέρα. Η γιαγιά μου, όπως είθισται στον Κάμπο, τους σέρβιρε το παραδοσιακό κέρασμα, γλυκό του κουταλιού νεραντζάκι, τον τούρκικο καφέ και τα νεράκια, πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο που τον απίθωσε στο μεγάλο τραπέζιο της σάλας. Τα ρούχα που φορούσαν οι συμπεθέρες είχαν την ίδια απόχρωση με το τραπεζομάντιλο, το οποίο είχε το ίδιο χρώμα με το νεραντζάκι και τα πιατάκια…».
Η βεγγέρα που περιγράφει ο Στρατής Βογιατζής στο βιβλίο του «Κάμπος» (εκδ. Αγρα) φέρνει γνώριμες εικόνες στα μάτια των σημερινών πενηντάρηδων και πάνω – οι νεότεροι αμφιβάλλω καν αν γνωρίζουν τη λέξη. Φέρνει γνώριμες εικόνες και σε εκείνους που έχουν επισκεφθεί τον Κάμπο της Χίου. Εκεί στέκονται ακόμα τα εντυπωσιακά αρχοντικά με τις τοιχογραφίες, με τις οροφογραφίες, με τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές και τις νεραντζιές (από όπου και το γλυκό κουταλιού που κερνάει η γιαγιά) στους κήπους τους. Σε αυτή την αφοπλιστικά γοητευτική περιοχή μάς ταξιδεύει με τις μικρές ιστορίες του και με τις υπαινικτικές, τρυφερές και μελαγχολικές φωτογραφίες του ο γεννημένος στη Χίο σκηνοθέτης και συγγραφέας. Ανατρέχοντας νοσταλγικά στο παρελθόν του Κάμπου, αλλά και βλέποντας με καθαρή ματιά το παρόν του – και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο για τους τόπους που έχουν σύνδεση με τα παιδικά μας χρόνια. Δίνοντας και σε εμάς μια αφορμή για να ταξιδέψουμε ξανά στη Χίο και να γευθούμε εκ νέου τη συγκίνηση που μας είχε χαρίσει το νησί στην πρώτη μας επίσκεψη, τότε που με έκπληξη το ανακαλύπταμε.
Με πέτρα θυμιανούσικη
Κάμπος Χίου ονομάζεται η κατάφυτη από εσπεριδοειδή πεδιάδα που εκτείνεται νότια της πόλης της Χίου, περίπου έξι με οκτώ χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο. Θεωρείται η πιο γόνιμη περιοχή του νησιού και είναι κατάσπαρτη όχι μόνο από δέντρα αλλά και από εντυπωσιακές βίλες. Πρόκειται για τις θερινές κατοικίες των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού. Το σύνολό τους είναι χτισμένο από μια πέτρα με κοκκινωπό χρώμα που λέγεται θυμιανούσικη, καθώς εξάγεται από το χωριό Θυμιανά. Αυτό το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα των σπιτιών και των ψηλών τοίχων που περιφράζουν τα περιβόλια αποτελεί το κυριότερο «συστατικό» (μαζί με τη μεσογειακή βλάστηση) της γοητείας του τόπου. Γιατί ο Κάμπος Χίου είναι πραγματικά ένας τόπος με μοναδική «προσωπικότητα» που όμοιός του δεν υπάρχει σε ολόκληρη την Ελλάδα. Γι’ αυτό εξάλλου έχει κηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός και ιστορικός τόπος, προστατευμένος από το ΥΠΠΟ.
Μερικά ιστορικά στοιχεία
Ανατρέχοντας στην ιστορία, θα βρούμε την ονομασία Κάμπος στα κείμενα των περιηγητών που έφθασαν στο νησί στα τέλη του 17ου αιώνα. Προέρχεται από τη λατινικής προέλευσης λέξη που σημαίνει την εξοχή, την πεδιάδα. Αυτή η πεδιάδα προτού ακόμα πατήσουν πόδι στη Χίο οι Γενοβέζοι, είχε σημαντική παραγωγή φρούτων, δημητριακών, λαχανικών και κρασιού. Αφθονες ήταν και οι μουριές, γεγονός που επέτρεψε στους κατοίκους να ασχοληθούν και με την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή και επεξεργασία του μεταξιού. Οι Γενοβέζοι αξιοποίησαν ακόμα περισσότερο το εύφορο χώμα της περιοχής και τα άφθονα υπόγεια ύδατα καλλιεργώντας πορτοκαλιές. Ηταν η εποχή που τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή άρχισαν να χωρίζονται με το χτίσιμο των ψηλών τοίχων που έδιναν στα νοικοκυριά μεγαλύτερη ιδιωτικότητα και που έκοβαν την ορμή των αέρηδων. Οι αριστοκράτες της περιοχής, οι ντόπιοι και οι Γενοβέζοι, κατοίκησαν στα λαμπρά αρχοντικά που έχτισαν μέσα στα περιβόλια τους για να δημιουργήσουν στον Κάμπο μια νέα κοινωνία. Η οικονομική άνθηση συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και μετά τη σφαγή του 1822 (οπότε πολλές οικογένειες που ζούσαν στην περιοχή εκτοπίστηκαν βίαια), με τον Κάμπο να έχει πάντα εμπορική σύνδεση με τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης. Το 1850 οι καλλιέργειες καταστράφηκαν από έναν φοβερό παγετό. Τότε, ο Ιωάννης Χωρέμης, ένας από τους διαπρεπέστερους Χιώτες της διασποράς, έφερε στο νησί την καλλιέργεια της μανταρινιάς, δέντρου που αντέχει σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Κατά μία άλλη εκδοχή, η καλλιέργεια της μανταρινιάς στη Χίο ξεκίνησε από τους γενοβέζους κατακτητές μεταξύ 1348 και 1566. Το χιώτικο μανταρίνι παραμένει και σήμερα διάσημο για το άρωμα και τη γεύση του και το 2012 χαρακτηρίστηκε προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης. Για να γυρίσουμε όμως στην ιστορία, λίγες δεκαετίες μετά τον παγετό ήρθε μία ακόμα καταστροφή: Ο μεγάλος σεισμός της 3ης Απριλίου 1881 ρήμαξε τη Χίο. Ακολούθησαν χρόνια μαρασμού. Ο Κάμπος δεν ξαναβρήκε ποτέ την παλιά του αίγλη, όπως όμως και δεν έχασε ποτέ τη μοναδική του γοητεία.
Μια βόλτα στα περιβόλια
Σήμερα, αλλού φροντισμένος, αλλού με τις βαθιές πληγές του παρελθόντος να διακρίνονται ακόμα, αποτελεί ένα από τα κορυφαία τουριστικά αξιοθέατα της Χίου. Ο ιδανικός τρόπος για να τον γνωρίσει κάποιος είναι το περπάτημα ή η ποδηλατάδα. Τα περισσότερα αρχοντικά δεν είναι επισκέψιμα, υπάρχουν όμως εκείνα που μπορεί και να καταφέρετε να τα δείτε (έστω με μια γρήγορη ματιά, από το άνοιγμα μιας πόρτας) και εκείνα που λειτουργούν ως ξενοδοχεία. Το Αργέντικο (της αριστοκρατικής γενοβέζικης οικογένειας του υψηλόβαθμου στρατιωτικού Αργέντη), ο Περλέας, το Μηταράκικο, το Μαυροκορδάτικο, το Ρίζικο, το Τεττέρικο, το Καράβικο, το Αντουάνικο είναι μερικά από τα πιο γνωστά και αξιόλογα. Χτισμένα μέσα στα περιβόλια με τα οπωροφόρα δέντρα, με τις εντυπωσιακές τοξωτές εισόδους τους, τις περίτεχνες βοτσαλωτές αυλές τους, τα μαγγανοπήγαδα, τις στέρνες και τις κομψές πέργκολές τους, μοιάζουν έργα τέχνης σε έναν καμβά που τον στολίζουν όλα τα χρώματα της φύσης, ειδικά κατά τους μήνες της άνοιξης, οπότε ο Κάμπος, ολάνθιστος και μυροβόλος, φθάνει στο απόγειο της ομορφιάς του.
«Ο Κάμπος της Χίου είναι από τις πιο παράξενες και πιο διαλεχτές γωνιές της ελληνικής γης» γράφει ο εκ Χίου καταγόμενος Γεώργιος Θεοτοκάς περιγράφοντας γλαφυρά το τοπίο: «Πρέπει να φανταστεί κανείς μια απέραντη έκταση φυτεμένη σχεδόν αποκλειστικά με λεμονιές και τα συγγενικά τους δέντρα, πορτοκαλιές, μανταρινιές, νεραντζιές. Μερικοί μικροί ελαιώνες εδώ και εκεί. Αφθονα λουλούδια ανάμεσα στα δέντρα (θυμάται κανείς κυρίως τα γιασεμιά). Αλλά το μυροβόλο αυτό δάσος δεν προσφέρεται μονομιάς στον επισκέπτη. Είναι χωρισμένο σε περιβόλια, περιφραγμένα με υψηλούς κοκκινόχρυσους τοίχους. Μπορεί κανείς να πλανιέται ώρα πολλή στον Κάμπο, ανάμεσα στους τοίχους, χωρίς να βλέπει τίποτα από το δάσος, αναπνέοντας μονάχα την ατμόσφαιρά του. Κάποτε ανοίγει μια βαριά πόρτα. Το δάσος επί τέλους αποφασίζει να φανερωθεί πλούσιο, ζωντανό, σπαρταριστό από δροσιά και τρυφερά μουρμουρητά και φλιφλίσματα. Ενας πλακόστρωτος σκιερός δρομάκος διασχίζει τη χλόη. Ενα μαγγανοπήγαδο τρίζει αργά και ρυθμικά. Το νερό στάζει στις πλάκες μονότονα. Μες στην πυκνή πρασινάδα ένα παλαιικό σπίτι κρύβει ζηλιάρικα τη μόνωσή του, τις κιτρινισμένες βιβλιοθήκες του και τα μελαγχολικά πορτραίτα των κοριτσιών του 19ου αιώνα. Ο Κάμπος είναι ο ιδανικός τόπος της ιδιωτικής ζωής, της κλειστής, της εσωτερικής ζωής, των περιφραγμένων πολύτιμων πραγμάτων, ο τόπος όπου θα ήθελε κανείς, σε ορισμένες στιγμές, να σταθμεύσει για πάντα. Μα όποιος ανέβει στις ταράτσες των παλαιικών σπιτιών βλέπει από ψηλά το μεγάλο λεμονοδάσος που κυματίζει ζωηρά, στο φύσημα του ανέμου, σα μια πράσινη θάλασσα. Και πιο πέρα η άλλη θάλασσα, η γαλάζια, προς το άπειρο. Κι όλα αυτά μας καλούνε σε ταξίδια».
Εικόνες νοσταλγίας
Ακόμα και σήμερα, ο Κάμπος Χίου μάς καλεί να ταξιδέψουμε στην καταπράσινη θάλασσά του, με τα πορτοκαλοκόκκινα αρχοντικά του να ξεπροβάλλουν σαν φάροι πάνω από τα δάση των οπωροφόρων. Απολαμβάνουμε την ομορφιά του, συγκινούμαστε μπροστά στα απομεινάρια του λαμπρού παρελθόντος του, αφουγκραζόμαστε τις ιστορίες που διηγούνται τα αναπαλαιωμένα αρχοντικά του αλλά και τα ερείπια εκείνων που δεν άντεξαν στον χρόνο και δεν έτυχαν της φροντίδας που τους έπρεπε. «Περιπλανιέμαι για μέρες στα Λολόδεντρα του Κάμπου, σε έναν τόπο που όσο τον χαρτογραφώ τόσο πιο ασαφή και ευμετάβλητα γίνονται τα σύνορά του» γράφει ο Στρατής Βογιατζής στο θαυμάσιο βιβλίο του: «Συχνά επιστρέφω στο Ζυγομαλάδικο, συναντώ εκεί τον κυρ-Στέλιο, τον τωρινό ιδιοκτήτη, κουρασμένο πια, να κάνει κάποιες εργασίες στο κτήμα, που μοιάζουν να στερούνται νοήματος και σκοπού. Συνοδευόμενος από την αλεπού του, Μάρω, βαδίζει αργά σαν κάποιο στοιχειό του χώρου δεμένο με τη μοίρα του αρχοντικού. Μέσα στο σκοτεινό περιβόλι, αμέτρητα πορτοκάλια βρίσκονται πεσμένα στο χώμα, σαν αστερισμοί που μου δείχνουν το δρόμο». Ακολουθούμε κι εμείς τα πεσμένα πορτοκάλια και χανόμαστε για λίγο μέσα στα περιβόλια την ώρα που ο ήλιος σβήνει και που το φρεσκοποτισμένο χώμα ελευθερώνει όλες τις μυρωδιές του. Ο χρόνος καταργείται!