Η επίσκεψη, την προηγούμενη εβδομάδα, της πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Κάιρο και η υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού (MoU) ΕΕ – Ισραήλ – Αίγυπτου για τη συνεργασία στον τομέα του φυσικού αερίου εμπεριείχε μια δόση σουρεαλισμού. Για όσους έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής κατά τη θητεία της θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν στα αφτιά τους.
Η κυρία Φον ντερ Λάιεν είχε πρωταγωνιστήσει στον παραγκωνισμό του φυσικού αερίου αποκλείοντας τις επενδύσεις σε όλη την αλυσίδα παραγωγής αξίας του κλάδου από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) και όλα τα διαρθρωτικά ταμεία της προγραμματικής περιόδου 2021-2027. Η κυρία Φον ντερ Λάιεν επιχειρεί τώρα να διεκδικήσει για λογαριασμό της Επιτροπής πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια απεξάρτησης της Ενωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η υποχρεωτική πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου σε ποσοστό έως 80% για εφέτος (2022) και σε ποσοστό 90% για την περίοδο 2023-2027, σε συνδυασμό με τη στρατηγική του RepowerEU, τη διεθνή παρουσία της Επιτροπής και την πλατφόρμα κοινής εξαγοράς φυσικού αερίου αποτελούν πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τη συνειδητοποίηση ότι το φυσικό αέριο αποτελεί το αναπόφευκτο «καύσιμο-γέφυρα» για την υποστύλωση της ενεργειακής μετάβασης της Ευρώπης.
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε με την ειδική ταξινομία για το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια επιτρέπει τη χρήση του φυσικού αερίου ως καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής με μείξη Η2 έως το 2036, αλλά η κρίση με τη Ρωσία θα έπρεπε να είχε επιφέρει σειρά δραστικών αλλαγών που θα είχαν ξαναδώσει κίνητρα για την αναζωογόνηση της εγχώριας (εντός ΕΕ) παραγωγής φυσικού αερίου που κατέρρευσε ολοσχερώς κατά την τελευταία τριετία. Δυστυχώς, παρά την πρωτοβουλία κάποιων μεμονωμένων κρατών-μελών, δεν παρατηρείται μια τέτοια διορθωτική κίνηση την ώρα που η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και το επιτελείο της γυρνούν τον κόσμο αναζητώντας 60 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου για την αντικατάσταση του ρωσικού.
Κάτι ανάλογο επιδίωξαν και στο Κάιρο την περασμένη εβδομάδα. Το κρίσιμο ερώτημα όμως παραμένει: με ποιους όρους γίνεται αυτή η αναζήτηση; Το συμφωνητικό αναφέρει την πρόθεση της Επιτροπής να συγκροτήσει μια ομάδα έργου που θα εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στη στήριξη κατασκευής νέων υποδομών, όπως άλλωστε έκανε μέχρι τώρα με τη χρηματοδότηση της τελικής μελέτης σκοπιμότητας του αγωγού EastMed.
Η ίδια η κυρία Φον ντερ Λάιεν μίλησε άλλωστε στις δηλώσεις της για έναν αγωγό φυσικού αερίου και υδρογόνου που είναι απαραίτητος για την περιοχή, «φωτογραφίζοντας» έμμεσα τον EastMed και υπονοώντας την αναγκαιότητα να υπάρχει μεσοπρόθεσμα μια φυσική διασύνδεση μεταξύ των δικτύων φυσικού αερίου και υδρογόνου της ΕΕ και της Μέσης Ανατολής. Αυτό άλλωστε γίνεται ήδη στο επίπεδο καλωδίων οπτικών ινών και θα γίνει μεσοπροθεσμα και στο επίπεδο των ηλεκτρικών διασυνδέσεων.
Ωστόσο πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η υπόσχεση την ώρα που η Επιτροπή δεν μπορεί να δώσει ούτε ένα νέο ευρώ για την κατασκευή νέων υποδομών φυσικού αερίου έχοντας αποκλείσει το καύσιμο αυτό από τον νέο Κανονισμό για τα Εργα Κοινού Ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest – PCI) που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2023; Πόσο αξιόπιστη είναι η υπόσχεση της Επιτροπής ότι χρειάζεται περισσότερο φυσικό αέριο από τις χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσόγειου την ώρα που το προοίμιο του συμφωνητικού αναφέρει ότι μετά το 2030 η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μειωθεί; Πόσο ειλικρινής ακούγεται στα αφτιά Ισραηλινών και Αιγυπτίων η δέσμευση της Επιτροπής ότι θα ενθαρρύνει ευρωπαϊκές εταιρείες να επενδύσουν στον τομέα εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων στις χώρες τους, την ώρα που με τις πολιτικές της έχει κάνει ό,τι μπορεί για να αποθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου εντός της ΕΕ;
Το εξαγωγικό δυναμικό της Νοτιοανατολικής Μεσογείου είναι δεδομένο. Αυτό που δεν είναι δεδομένο είναι η επιστροφή της Επιτροπής στην πραγματικότητα του ευρωπαϊκού consensus για τον ρόλο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό της μείγμα που υπήρχε πριν από την κυρία Φον ντερ Λάιεν.
Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.