Το 2008 η κρίση των subprimes και λίγο αργότερα η κατάρρευση της Lehman Brothers αποτέλεσαν ένα θεμελιώδες σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Ο πολύ σημαντικός ιστορικός των διεθνών σχέσεων Harold James το επισήμανε αμέσως, υπογραμμίζοντας πως ο κόσμος είχε μπει πλέον σε μία φάση απο-παγκοσμιοποίησης. Στη συνέχεια όλα τα οικονομικά μεγέθη επιβεβαίωναν το γεγονός αυτό, η δυναμική του οποίου εκδηλώθηκε και σε άλλους τομείς, όπως στον περιορισμό της διαδικασίας δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης με την ενίσχυση των λεγόμενων «δημοκρατοριών», με τη σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας που ξεκίνησε από το 2014 και έχει μπει στη δεύτερη φάση της φέτος, ενώ και η πανδημία επέτεινε τα δεδομένα της απο-παγκοσμιοποίησης οδηγώντας σε κατάρρευση έναν μεγάλο αριθμό αλυσίδων εφοδιασμού. Το Brexit, επίσης, αποτέλεσε ένα ακόμη στοιχείο αυτής της διαδικασίας καθώς έπληξε ένα θεμελιώδες στοιχείο της παγκοσμιοποίησης, τα μεγάλα οικονομικά σύνολα, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ερχεται, λοιπόν, ξανά στην επιφάνεια το τρίλημμα που είχε διατυπώσει πριν από λίγα χρόνια ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard Danny Rodrik και το οποίο αμφισβητεί τη δυνατότητα ανέφελης συνύπαρξης της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, της δημοκρατίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζουμε πλέον σε όλους τους τομείς και με επιδεινούμενη ένταση πλέον.
Στη Γαλλία, οι πρόσφατες εκλογές υπογράμμισαν τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες να πείσουν τους πολίτες τους ότι αποτελούν το καλύτερο δυνατό πολίτευμα, ότι η Ευρώπη είναι ένα ιδανικό που μόνο αυτό μπορεί να εξασφαλίσει την ευημερία των πολιτών, αλλά και την ειρήνη σε μία ήπειρο με αμαρτωλό παρελθόν στον τομέα αυτόν. Ο πρόεδρος Μακρόν είχε απόλυτη συνείδηση του προβλήματος όταν πριν από τις εκλογές μεμφόταν τον εαυτό του, λέγοντας ότι απέτυχε να κατευνάσει την οργή όσων στρέφονταν εναντίον του. Οι δημοκρατίες θα πρέπει να πείσουν ότι είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις και τις φιλοδοξίες των πολιτών τους και όχι μόνο μιας μερίδας τους και να ελέγξουν τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες. Και αυτό φαίνεται προς το παρόν ανέφικτο για τις πολιτικές ηγεσίες.
Και εμείς τι κάνουμε; Φοβάμαι πως διανύουμε μία απογοητευτική περίοδο κατά την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ανέμελα, πλειοδοτεί στο ποιος μπορεί να μοιράσει τα περισσότερα επιδόματα, λες και με τον τρόπο αυτόν θα λυθούν όλες οι κοινωνικές αδικίες. Οι υπουργοί επαίρονται ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ή η δεύτερη χώρα στη διανομή βοηθημάτων, παραγνωρίζοντας την ίδια στιγμή ότι είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, με ένα δεύτερο δημόσιο χρέος που λέγεται ασφαλιστικό και το οποίο εξακολουθεί να τροφοδοτείται με δανεικά και τέλος με μία ανταγωνιστικότητα εξαιρετικά προβληματική, για να περιοριστώ στα βασικά. Αλλά και ο αρχηγός του ΠαΣοΚ υποστηρίζει ότι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να δοθούν και άλλα βοηθήματα. Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ… Και φυσικά κανείς δεν δίνει σημασία στο γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης. Η οργή δεν υπάρχει μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα, μόνο που την αγνοούμε. Και όμως σχετικά φαινόμενα εκδηλώνονται διαρκώς.
Η ενεργειακή κρίση δεν δείχνει κάποια τάση να ελεγχθεί, τουλάχιστον άμεσα, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, τα επισιτιστικά προβλήματα αλλά και τα προβλήματα των πρώτων υλών πολλαπλασιάζονται, ο πληθωρισμός έχει εδραιωθεί και δεν δείχνει ακόμη να μπορεί να ελεγχθεί, το επενδυτικό κενό βρίσκεται μακράν του να κλείνει, ενώ και τα επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνουν. Και φυσικά τίποτα δεν έχει τελειώσει με την πανδημία. Το ερώτημά μου είναι για πόσο καιρό ακόμη θα εξακολουθήσουμε να βρισκόμαστε στον κόσμο μας, να ζούμε με μία κοντόθωρη οπτική τού μοιράζω όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα, χωρίς όμως να λύνω προβλήματα.
Το χειρότερο δε είναι ότι οι νεότερες γενιές είναι εκείνες που αδιαφορούν για την πολιτική, που απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Αραγε είναι άσχετο ότι σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες η νεανική ανεργία είναι εξαιρετικά υψηλή; Είναι πολύ εύκολο να λέει κανείς ότι το μέλλον μιας χώρας βρίσκεται στους νέους, αλλά πόσους θα πείσεις όταν υποθηκεύεις το μέλλον αυτών των νέων μέσω του δημοσίου χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος για να μείνω στα βασικά.
Η Γαλλία μάς έδειξε τις δυσκολίες που θα έχουμε μπροστά μας και οι οποίες δεν θα μπορέσουν να λυθούν χωρίς να δοθούν κάποιες πειστικές απαντήσεις σε όσους θίγονται και οι οποίοι είναι κυρίως οι νέοι. Με το να κατηγορείς, επί παραδείγματι, τους λεγόμενους «ρωσόφιλους» για ανορθολογισμό, δεν κερδίζεις τίποτα γιατί απέναντί σου έχεις τον θυμό για τον αποκλεισμό τους από ευκαιρίες από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν μόνο λίγοι. Και φυσικά δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά τα προβλήματα εντάσσονται σε μια διαδικασία η οποία ξεκίνησε το 2008, δεν ξέρουμε πότε θα ολοκληρωθεί και πού απαιτεί συστηματικά και μακροπρόθεσμα μέτρα και όχι ευκαιριακές λύσεις. Οι τελευταίες επιβαρύνουν τα προβλήματα και τα καθιστούν ακόμη πιο δυσεπίλυτα.
Το μέλλον δείχνει δύσβατο, αν και όχι απαραιτήτως μη αντιμετωπίσιμο. Θα χρειαστεί ωστόσο στρατηγική που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα σε μακροχρόνια βάση, αλλά και επίπονες παρεμβάσεις στους χώρους που εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας. Και κυρίως να αντιμετωπίζουμε τους Ελληνες ως πολίτες και όχι ως εξαγοράσιμες ψήφους. Γιατί σε αυτή την τελευταία περίπτωση θα έχει χαθεί το παιχνίδι. Ισως όχι οικονομικά, αλλά σίγουρα πολιτικά και κοινωνικά.
Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία μάς θυμίζει τα λόγια του σοφού λατίνου λογίου: «Για σένα μιλάει ο μύθος».
Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.