Το Πάσχα άδειασαν οι πόλεις με τρόπο θεαματικό: πολλοί μίλησαν για μαγική επιστροφή στο 2019, άλλοι είδαν στη θέληση όλων να φύγουν για νησιά και χωριά ένα είδος γιορτής απελευθέρωσης από τον κορωνοϊό – «γιορτάσαμε το τέλος του μαρτυρίου» είπε μια κυρία στην τηλεόραση, από αυτές που μιλάνε στην ταλαίπωρη ρεπόρτερ η οποία ξεροσταλιάζει στα διόδια για το χατίρι κάποιου δελτίου ειδήσεων. Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, πάλι, όλοι έφυγαν – ήταν αναμενόμενο και το καταλάβαινες αν έμπαινες στον κόπο να ψάξεις ξενοδοχείο για αυτές τις ημέρες. Εβδομάδες πριν, τα πάντα ήταν γεμάτα και όχι μόνο στα νησιά – ακόμα και στην Καλαμάτα, π.χ., και στα όμορφα τριγύρω μέρη της δεν υπήρχε τίποτα. Η έξοδος προετοιμάστηκε και αυτή τη φορά μεθοδικά. Και ας κοστίζει κάθε ταξίδι πλέον σχεδόν ένα μηνιάτικο (και) γιατί η τιμή της βενζίνης είναι στα ύψη. Οσο το σκέφτομαι, πιστεύω πως και αυτό είναι ένας λόγος.
Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος ήταν πάντα ένα είδος πύλης εξόδου προς το καλοκαίρι, μόνο που το ελληνικό καλοκαίρι είναι πλέον για λίγους. Οι τυχεροί που μπορεί να φύγουν για εβδομάδες είναι ελάχιστοι. Κάποιοι συνταξιούχοι με σπίτια σε χωριά. Κάποιοι λίγοι που έχουν προνοήσει να κρατούν σε καλή κατάσταση το παλιό σπίτι του πατέρα τους και μπορούν να δουλεύουν και από μακριά. Κάποιοι, ακόμα λιγότεροι (μετρημένοι θα έλεγα…), που έχουν χρήματα για να το χαίρονται. Ολοι σχεδόν είναι εξαιρέσεις: ο κανόνας είναι οι πολλοί που ζορίζονται. Και αυτοί οι πολλοί είναι που περιμένουν τα τριήμερα, μετρώντας ημέρες για να έρθουν.
Κάποτε τα τριήμερα τα λέγαμε «αποδράσεις». Ο όρος «απόδραση» ήταν φυσικά λανθασμένος: η απόδραση από τη φύση της προϋποθέτει τη μη επιστροφή – αλλά στην περίπτωση των τριημέρων όλοι επιστρέφουν, και μάλιστα γρήγορα. Θα ήταν πιο λογικό να μιλούσαμε για «αποφυλάκιση», αλλά και αυτή δεν εμπεριέχει τον γυρισμό ως διαδικασία. Το σωστό είναι ο χαρακτηρισμός του τριημέρου ως «άδεια από φυλακή», αλλά τότε θα μπερδεύαμε τον δόλιο που πέφτει σε μποτιλιάρισμα μέχρι να βγει στην Εθνική με τον Κουφοντίνα. Τα τριήμερα είναι τριήμερα: ας μην τους δίνουμε ετικέτες που τα κάνουν να μοιάζουν κάτι πιο σύνθετο. Ηταν πάντα κάτι σαν διαλείμματα – αυτόν τον χαρακτήρα τον έχουν ακόμη. Μόνο που από τη στιγμή που για τους περισσότερους οι καλοκαιρινές διακοπές περιορίζονται χρόνο με τον χρόνο, τα τριήμερα είναι διαλείμματα όχι απλώς ανακούφισης αλλά ψευδαίσθησης: σε κάνουν να πιστεύεις πως πας διακοπές. Ενώ μόνο διακοπές δεν είναι.
Ενώ οι διακοπές είναι περιπέτειες ζωής πραγματικής, κάθε τριήμερο είναι ένας μικρός «σκοτωμός». Ολα γίνονται γρήγορα. Τρέχεις σαν τρελός για να προλάβεις να φύγεις μία ώρα νωρίτερα. Σίγουρα κολλάς κάποια στιγμή στην κίνηση. Αν πάρεις καράβι, έχεις πάντα στο μυαλό σου πως κάποιου είδους ταλαιπωρία θα σου τύχει: μπορεί να αργήσει να φύγει ή να αργήσει να φτάσει, μπορεί να σε χτυπάει για ώρες ο ήλιος σε ένα κατάστρωμα, μπορεί για να μπεις ή για να βγεις να κάνεις ουρές σαν αυτές που έκανες στο ΚΨΜ φαντάρος σε κέντρο νεοσυλλέκτων. Αν έχεις κλείσει ξενοδοχείο κάπου που δεν έχεις πάει άλλη φορά, είναι καλό να κάνεις τον σταυρό σου να είναι κάτι της προκοπής. Ξέρεις ότι πιθανότατα θα πληρώσεις του κόσμου τα χρήματα για ένα ψάρι και ξέρεις ότι παντού θα έχει κόσμο. Ξέρεις ότι θα γκρινιάζεις στην επιστροφή. Αλλά στο επόμενο τριήμερο πάλι θα φύγεις.
Παλιά το έκανες γιατί είχες λεφτά και κέφι ή γιατί ήθελες χρόνο περισσότερο με όσους αγαπάς. Τώρα λεφτά δεν υπάρχουν και ο χρόνος είναι μάλλον το τελευταίο που έχεις στο μυαλό σου. Αλλά η λαχτάρα του τριημέρου παραμένει. Για έναν λόγο απλό και καινούργιο: γιατί το τριήμερο είναι στο μυαλό σου κάτι σαν μίνι καλοκαιρινή άδεια – έρχεται να καλύψει την έλλειψη μιας αληθινής καλοκαιρινής άδειας. Είναι κάτι σαν σφηνάκι. Μια συμπυκνωμένη δόση καλοκαιριού – πανάκριβη μεν, πλην όμως στο μυαλό σου απαραίτητη.
Για αυτή τη δόση δέχεσαι τις ταλαιπωρίες σαν κάτι το φυσιολογικό. Για χάρη της δεν σε νοιάζει ούτε η γκρίνια ούτε η άνοδος της τιμής της βενζίνης. Ισα-ίσα που η άνοδος της τιμής της βενζίνης σε κάνει να λαχταράς τη φυγή ακόμα πιο πολύ: μπορεί να είναι η τελευταία, σκέφτεσαι. Και δεν έχεις άδικο.
Τις αλλαγές τις συνειδητοποιούμε από απλά πράγματα. Για να καταλάβεις την ακρίβεια, πρέπει να πηγαίνεις στα σουπερμάρκετ: δεν την καταλαβαίνεις επειδή ακούς στα δελτία ειδήσεων ότι όλα ακρίβυναν. Ομοίως, για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις την πρόσβαση που είχες κάποτε στην απόλαυση η οποία λέγεται ελληνικό καλοκαίρι πρέπει να περάσεις κάποιο στην πόλη ή να ζήσεις την παράξενη εκείνη στιγμή που τα χρήματά σου δεν σου επιτρέπουν ούτε να ψάξεις για ξενοδοχείο στο Διαδίκτυο – το να κλείσεις φαντάζει όνειρο. Ονειρο έχει αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται και το τριήμερο. Αν η βενζίνη συνεχίσει να ανεβαίνει, οι μετακινήσεις θα κοστίζουν περισσότερο από τα ξενοδοχεία που σου είναι έτσι κι αλλιώς απλησίαστα. Εκείνο δε το σπίτι στο χωριό, που το κράτησες σε σπουδαία κατάσταση μολονότι περνούσες σε αυτό μια-δυο εβδομάδες τον χρόνο, θα αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι αν το νοικιάσεις μέσω Airbnb θα σου φέρει ωραία χρήματα, όχι για να κάνεις διακοπές, αλλά για να βάζεις βενζίνη τον χειμώνα για να πας στο γραφείο. Επειδή όλα αυτά σού περνούν από το μυαλό, όταν απλώς φτάνει το τριήμερο ανακουφίζεσαι για την ύπαρξή του προτού καν μπεις στο αυτοκίνητο για να φύγεις ώστε να είσαι συνεπής στο ραντεβού με την ταλαιπωρία. Ξέρεις πως δεδομένο στη ζωή δεν είναι πλέον τίποτα: στο επόμενο τριήμερο μπορεί να μην πας πουθενά. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που το τριήμερο είναι πραγματικά απόδραση. Κανονικά θα έπρεπε στην εθνική οδό να τραγουδάς «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει». Διότι σου έχει μπει στο μυαλό να φύγεις και να μη γυρίσεις. Απλώς δεν γίνεται.