Αν και το πρόβλημα δεν θίγεται συστηματικά στο βιβλίο, σε όλες σχεδόν τις συμβολές (αλλά ιδιαιτέρως στις γενικές αναλύσεις των Καργιώτη, Papas, Petras και Hitchens) ρητά ή σιωπηρά υποστηρίζεται ότι μια κύρια, αν όχι η κυριότερη, αιτία της αποτυχίας του ελληνικού σοσιαλιστικού πειράματος έχει να κάνει με την προσωπικότητα και το στυλ ηγεσίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Πιστεύω ότι, παρά το γεγονός πως οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι συνήθως εχθρικοί προς τις εξηγήσεις που βασίζονται στις πράξεις «Μεγάλων Ανδρών», στην περίπτωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ η εξήγηση της αποτυχίας που σχετίζεται με την «ηγεσία» φαίνεται αρκετά εύλογη – ιδιαίτερα αν κανείς λάβει υπόψη ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, μετά την εκλογική νίκη του 1981, είχε περισσότερη δύναμη από όση οποιοσδήποτε άλλος πρωθυπουργός στη νεοελληνική ιστορία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο γίνεται προφανές αν σκεφθεί κανείς ότι ο σοσιαλιστής ηγέτης όχι μόνο κατόρθωσε να δημιουργήσει το πρώτο μη κομμουνιστικό μαζικό κόμμα στην Ελλάδα – ένα κόμμα του οποίου τα παρακλάδια έφθαναν και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της χώρας–, αλλά πέτυχε επίσης να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και να διευθύνει το μαζικό αυτό κόμμα με τρόπο εξαιρετικά συγκεντρωτικό/αυταρχικό.
Ένα άλλο σημείο που αξίζει εν προκειμένω να αναφερθεί είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ως ηγέτης κόμματος και πρωθυπουργός όχι μόνο είχε εξουσίες χωρίς προηγούμενο, αλλά επίσης βρέθηκε σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον που του παρείχε σημαντικές ευκαιρίες για ριζικές μεταρρυθμίσεις – ιδιαίτερα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης και της κομματικής πολιτικής. Πράγματι, αν στον οικονομικό τομέα το πεδίο ελιγμών του Παπανδρέου ήταν κάπως περιορισμένο εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε το 1974, στον τομέα της πολιτικής οργάνωσης βρέθηκε σε μια στρατηγική και εξαιρετικά εύπλαστη κατάσταση που έμοιαζε πολύ με εκείνη του Βενιζέλου στον Μεσοπόλεμο.
Όπως έχω σημειώσει αλλού, στην περίπτωση του Βενιζέλου παρατηρήθηκε μια κρίσιμη μετάβαση από τις περιορισμένες/ολιγαρχικές προς ευρύτερες μορφές πολιτικής συμμετοχής: καθώς «νέοι άνδρες» έκαναν την είσοδό τους στον πολιτικό στίβο, αντικατέστησαν εν μέρει την πολιτική ολιγαρχία του παλαιού καθεστώτος (τα λεγόμενα τζάκια), με αποτέλεσμα τα χαλαρά συντονισμένα κόμματα προεστών (ή καλύτερα πολιτικές λέσχες) του 19ου αιώνα να μεταμορφωθούν σε πολιτικά κόμματα με ευρύτερη βάση και οργάνωση σε εθνικό επίπεδο.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ βλέπουμε και πάλι μια εκ θεμελίων ανανέωση προσώπων στο πολιτικό προσκήνιο και μια αξιοσημείωτη μετάβαση προς μαζικά κόμματα με ακόμη ευρύτερη βάση. Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο διαρθρωτικό πλαίσιο, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως παντοδύναμος ηγέτης του πρώτου μη κομμουνιστικού μαζικού κόμματος στην Ελλάδα, είχε τη δυνατότητα να αναδιαμορφώσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα καταπολεμώντας τα προδικτατορικά πελατειακά/ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά του και θεσμοθετώντας μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσα στην οποία τα κόμματα θα μπορούσαν να υιοθετήσουν πολιτικές και αρχές οργάνωσης ίσης αντιμετώπισης των πολιτών και η κρατική μηχανή θα μπορούσε να γίνει λιγότερο πολιτικοποιημένη, δεσποτική και διεφθαρμένη.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου όχι μόνο δεν κατόρθωσε να αρπάξει αυτή την ευκαιρία, αλλά, αντιθέτως, φρόντισε ώστε το μετασχηματισμένο πολιτικό σύστημα να διατηρήσει, σε οξύτερη μορφή, ορισμένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του προδικτατορικού πολιτικού τοπίου. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο η δημόσια διοίκηση έγινε περισσότερο παρασιτική, πολιτικοποιημένη και διεφθαρμένη, αλλά επίσης το παραδοσιακό ρουσφέτι που βασιζόταν στους τοπικούς πάτρωνες αντικαταστάθηκε από μια πιο συγκεντρωτική και λαϊκιστική μορφή πατρωνείας που βασιζόταν στα κομματικά στελέχη τα οποία αντλούσαν τη δύναμή τους από το χάρισμα του ηγέτη.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πρόθεση να καταργήσει το πλουραλιστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και να εγκαθιδρύσει στη χώρα κάποιας μορφής δικτατορία βοναπαρτικού τύπου, όπως συχνά ισχυρίζονταν οι δεξιοί επικριτές του. Νομίζω ότι ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ούτε οι στενοί συνεργάτες του είχαν σοβαρά διανοηθεί κάτι τέτοιο – και υπ’ αυτή την έννοια ο Κουλουμπής έχει δίκιο να υποστηρίζει ότι ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ συνέβαλε στην εδραίωση του μεταδικτατορικού κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου υιοθέτησε την κλασική παράδοση των ελλήνων πολιτικών που θέλει να θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό της πολιτικής επιβίωσης και των στενών κομματικών συμφερόντων. Με δεδομένες τις χωρίς προηγούμενο εξουσίες του, χρησιμοποίησε τη μαζική οργάνωση του κόμματός του κατά τέτοιον τρόπο που η μετάβαση στη μαζική πολιτική χαρακτηρίστηκε από μια περισσότερο διεφθαρμένη και δεσποτική κρατική μηχανή και από κόμματα που αντικατέστησαν το αποκεντρωμένο πελατειακό σύστημα με μια συγκεντρωτικότερη και μαζικότερη πατρωνεία. Με άλλη ορολογία, την αναπόφευκτη μετάβαση προς τη μαζική πολιτική χαρακτήρισε η μεταστροφή από πελατειακές σε λαϊκιστικές μορφές ρουσφετολογικών πρακτικών. Υπ’ αυτή την έννοια, χάθηκε η ευκαιρία για πραγματικό εκσυγχρονισμό «δυτικού τύπου».
Θα μπορούσε βεβαίως να υποστηρίξει κανείς ότι, αν ο Ανδρέας Παπανδρέου απέτυχε να μεταστρέψει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από ρουσφετολογικές (particularistic) προς περισσότερο καθολικές (universalistic) μορφές οργάνωσης, το ίδιο είχε συμβεί με τον Βενιζέλο στον Μεσοπόλεμο. Η διαφορά όμως έγκειται στο ότι ο δεύτερος, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει/εκδυτικοποιήσει το φιλελεύθερο κόμμα του και γενικότερα το κομματικό σύστημα, συνάντησε την πείσμονα αντίδραση ισχυρών τοπικών προυχόντων, τους οποίους δεν μπορούσε να αγνοήσει ή να παρακάμψει. Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε σοβαρή αντίδραση από τα στελέχη του και υπ’ αυτή την έννοια είχε πολύ ευρύτερο πεδίο ελιγμών. Με άλλα λόγια, το κύριο εμπόδιο στον πολιτισμό εκσυγχρονισμό ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πράγματι ποτέ δεν προσπάθησε σοβαρά να ορθολογικοποιήσει το κράτος ή να μειώσει τα ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά του κομματικού συστήματος. Και για να συνεχίσουμε λίγο αυτή τη συγκριτική άσκηση, αν κανείς εξετάσει τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο και τον Παπανδρέου ως τις τρεις πολιτικές φυσιογνωμίες των οποίων η ηγεσία σημάδεψε την πολιτική σκηνή του τέλους του 19ου αιώνα, του Μεσοπολέμου και της μεταδικτατορικής περιόδου αντίστοιχα, μπορεί να υποστηρίξει ότι:
Ο Τρικούπης είχε όλα τα ηγετικά προσόντα, αλλά οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του ανατράπηκαν από δυσμενείς διαρθρωτικές, «αντικειμενικές» συνθήκες.
Ο Βενιζέλος είχε τόσο τα προσωπικά προσόντα όσο και σχετικά ευνοϊκές συνθήκες για ριζικές αλλαγές και, αν και δεν πέτυχε να αμβλύνει τα ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά του κράτους, τόσο αυτός ο ίδιος όσο και οι ικανότατοι συνεργάτες του κατόρθωσαν να μεταρρυθμίσουν ουσιαστικά τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία και άλλους τομείς της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Παπανδρέου, τέλος, βρέθηκε σε ευνοϊκές διαρθρωτικές συνθήκες, αλλά δυστυχώς του έλειπαν τα προσόντα του πολιτικού αρχηγού που βλέπει πέρα από τα μικροκομματικά συμφέροντα, προσόντα που διέθεταν οι δύο επιφανείς προκάτοχοί του.
Όπως σωστά παρατηρεί ο Καργιώτης, «κανείς ίσως στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος δεν ήλεγχε περισσότερο το κόμμα του απ’ όσο ο Ανδρέας Παπανδρέου το ΠαΣοΚ, πάντοτε όμως αισθανόταν μια αδικαιολόγητη ανασφάλεια». Νομίζω ότι αυτή η «αδικαιολόγητη ανασφάλεια» εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία του να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, ευκαιρία που οπωσδήποτε του παρουσιάστηκε. Είναι αυτή η ανασφάλεια που εξηγεί την εκ μέρους του έλλειψη ανεκτικότητας προς συνεργάτες που σκέπτονταν ανεξάρτητα, την επιθυμία του να περιβάλλεται από πειθήνια όργανα, την αποτυχία του (όπως σαφώς δείχνει η περίπτωση της Δημοκρατικής Άμυνας) να κερδίσει την υποστήριξη ανθρώπων που ήταν μεν φιλομεταρρυθμιστές και πολύ ταλαντούχοι, δεν είχαν όμως τη διάθεση να γίνουν μέρος της «σουλτανικού τύπου» ακολουθίας του Ανδρέα Παπανδρέου.
*Άρθρο του Νίκου Μουζέλη, ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας LSE και συγγραφέα, που έφερε τον τίτλο «Το λαϊκιστικό στυλ του αρχηγού» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν από 29 και πλέον χρόνια, την Κυριακή 14 Μαρτίου 1993.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.3.1993, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γράφτηκε επτά μήνες πριν από την άνετη επικράτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και τη θριαμβευτική επάνοδό του στην εξουσία μετά τις τρεις διαδοχικές εκλογικές ήττες που είχε υποστεί από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κατά τα έτη 1989-1990.
Γράφτηκε σε μια περίοδο κατά την οποία, όπως αναφέρει ο Μουζέλης σε άλλο σημείο της δισέλιδης ανάλυσής του στο «Βήμα» για τα έργα και τις ημέρες του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τη δεκαετία του ’80, το μεν σκάνδαλο Κοσκωτά είχε κάπως κοπάσει, το δε ΠΑΣΟΚ, μετά τη μητσοτακική κακοδιοίκηση, είχε ξανά νομιμοποιηθεί στα μάτια πολλών κεντρώων ψηφοφόρων.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.3.1993, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κρίνοντας, λοιπόν, κατάλληλη τη στιγμή για μια πιο «ψυχρή» ανάλυση της οκταετίας της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος, και με αφορμή την πρόσφατη τότε έκδοση στα αγγλικά του βιβλίου του Θεόδωρου Καργιώτη The Greek Socialist Experiment: Papandreou’s Greece 1987-1989, Pella Publishing Co, New York, 1992), ο Μουζέλης επιχειρεί μιαν αξιολόγηση του σοσιαλιστικού πειράματος, έναν ουσιαστικό απολογισμό της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν από 26 χρόνια, στις 23 Ιουνίου 1996, σε ηλικία 77 ετών.