Το 1981 το ΠαΣοΚ κέρδισε τις εκλογές και το 1983, με τον νόμο 1397, θεσμοθέτησε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η ίδρυση του ΕΣΥ αποτέλεσε την πιο σημαντική μεταρρύθμιση της μεταπολιτευτικής περιόδου, με το μεγαλύτερο κοινωνικό όφελος. Επρόκειτο για ιστορική μετάβαση από ένα μη σύστημα στον τομέα των υπηρεσιών υγείας, το οποίο κάλυπτε λίαν ανεπαρκώς τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού, σε ένα σχέδιο ολοκληρωμένου συστήματος υγείας.

Το 1980 λειτουργούσαν 80 διαφορετικά Ταμεία Υγείας, με σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ποιότητα και την ποσότητα των παροχών τους, γεγονός που οδηγούσε σε σοβαρές κοινωνικές ανισότητες. Η χώρα διέθετε 6 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, ενώ θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον 10/1.000 κατοίκους. Το 50% των κλινών ήταν στην Αθήνα και το 20% στη Θεσσαλονίκη, ενώ μόνο το 44% των κλινών ανήκαν στο Δημόσιο. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) ήταν ανύπαρκτη, με την επαρχία αφημένη στα χέρια άπειρων γιατρών που εκτελούσαν την υποχρεωτική υπηρεσία υπαίθρου. Υπήρχε σημαντική έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού (103/100.000) και πληθώρα γιατρών (254/100.000). Στις προηγμένες χώρες η σχέση γιατρών/νοσηλευτών ήταν αντίστροφη. Η δημόσια δαπάνη υγείας ανερχόταν στο 3,4% του ΑΕΠ, όταν στις χώρες της τότε ΕΟΚ ξεπερνούσε το 5%. Επιπλέον, υπήρχαν ισχυρά πολιτικά, οικονομικά, συντεχνιακά κέντρα αντίστασης σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή.

Τα κέντρα αυτά ακύρωσαν την προγενέστερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Σ. Δοξιάδη επί ΝΔ και κινητοποιήθηκαν ξανά, εντός και εκτός ΠαΣοΚ, προκειμένου να μην ψηφιστεί ο νόμος του ΕΣΥ. Η προσπάθειά τους απέτυχε χάρις στην εμβληματική παρουσία του Παρασκευά Αυγερινού στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας και στην υποστήριξη του αριστερόστροφου ιατρικού συνδικαλιστικού κινήματος. Πέτυχαν όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, να ακυρώσουν ή να περιορίσουν την εφαρμογή σημαντικών διατάξεων του νόμου του ΕΣΥ, με αποτέλεσμα το ΕΣΥ, παρά τη σημαντική και αναμφισβήτητη συμβολή του στην προστασία και τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, να παραμένει μέχρι σήμερα ένα ανολοκλήρωτο και προβληματικό σύστημα υγείας.

Στην ΠΦΥ ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού δεν υλοποιήθηκε, ενώ από τα 400 Κέντρα Υγείας (ΚΥ) που προέβλεπε ο νόμος (220 αστικά και 180 στην επαρχία) δημιουργήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν μόνο 170 στην επαρχία. Τα αστικά ΚΥ δεν δημιουργήθηκαν εξαιτίας της αδυναμίας των κυβερνήσεων, μέχρι τη μνημονιακή περίοδο, να εντάξουν τα Πολυϊατρεία του ΙΚΑ στο ΕΣΥ. Ετσι, η ΠΦΥ, που θα έπρεπε να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του συστήματος, κατέληξε να είναι ο αδύναμος κρίκος του.

Το βάρος της μεταρρύθμισης μετατοπίστηκε στον νοσοκομειακό τομέα, όχι μόνο λόγω της ατελούς ΠΦΥ, αλλά και εξαιτίας της κυρίαρχης νοσοκομοκεντρικής αντίληψης που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ενώ τα στρατιωτικά και πανεπιστημιακά νοσοκομεία δεν εντάχθηκαν ποτέ στο ΕΣΥ, παρά τις σχετικές διατάξεις του νόμου, από την άλλη υπήρξε στις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000 οργασμός ανέγερσης νέων νοσοκομείων, ιδιαίτερα στην επαρχία. Ομως, δεν υπήρξε ποτέ σχεδιασμός του νοσοκομειακού χάρτη σε αντιστοιχία με τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας, με αποτέλεσμα να υπάρχουν νομοί με δύο ή τρία νομαρχιακά νοσοκομεία, αντί για ένα που προέβλεπε ο σχεδιασμός του ΕΣΥ, και η μέση ετήσια πληρότητα των περισσότερων επαρχιακών νοσοκομείων να  κυμαίνεται γύρω στο 50% (ένα νοσοκομείο πρέπει να έχει μέση πληρότητα 70%-80%).

Ο νόμος προέβλεπε επίσης τη δημιουργία υγειονομικών Περιφερειών με γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, οι οποίες όμως συγκροτήθηκαν μόλις το 2001 επί Αλ. Παπαδόπουλου με αποφασιστικές αρμοδιότητες. Προέβλεπε ακόμα τη σταδιακή ενοποίηση των Ταμείων Υγείας, η οποία επιτεύχθηκε πολύ αργότερα, με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ το 2011 επί Αν. Λοβέρδου.

Σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, έγιναν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σημαντικές προσλήψεις ιατρικού και κυρίως νοσηλευτικού προσωπικού. Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε αυξανόμενη υποστελέχωση του ΕΣΥ, με αποτέλεσμα αυτή να εξελιχθεί σε μία από τις διαχρονικές του παθογένειες.

Εκτός από την υποστελέχωση, υπήρξε εξαρχής σημαντικό πρόβλημα υποχρηματοδότησης, που εντάθηκε στα μνημονιακά χρόνια. Η έλλειψη των αναγκαίων οικονομικών πόρων δεν επέτρεψε την ικανοποιητική αποζημίωση των γιατρών πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, θεσμού που καθιερώθηκε από τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ. Το γεγονός αυτό είχε πολλαπλές αρνητικές συνέπειες. Οδήγησε το 1984 σε παραίτηση τον Π. Αυγερινό, καθιέρωσε ως μερική λύση τις παράτυπες πλασματικές εφημερίες, τροφοδότησε το απαράδεκτο καθεστώς των παράνομων πληρωμών, το γνωστό «φακελάκι», και κυρίως διαμόρφωσε μια αντιεπιστημονική και αντιπαραγωγική δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία στους γιατρούς του ΕΣΥ.

Στις σημερινές παθογένειες του ΕΣΥ περιλαμβάνονται επιπλέον η κακοδιοίκηση, η κομματοκρατία, η έλλειψη σύγχρονων υπηρεσιών υγείας (κλινικές ημέρας, νοσηλεία στο σπίτι, κ.ά.), η απουσία αξιολόγησης. Ολες αυτές οι παθογένειες καθιστούν το ΕΣΥ ιατρικά αναποτελεσματικό, οικονομικά μη αποδοτικό και κοινωνικά άδικο, με την ιδιωτική δαπάνη υγείας να είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο (40% του συνόλου της δαπάνης υγείας).

Για όλους αυτούς τους λόγους, επιμέρους παρεμβάσεις, όπως αυτές που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση, δεν αρκούν. Η ανασυγκρότηση του ΕΣΥ απαιτεί την επανίδρυσή του, τη δημιουργία ενός «Νέου ΕΣΥ», θεμελιωμένου σε σύγχρονες αξίες. Αξίες που να αντιστρατεύονται τον κρατισμό, το πελατειακό κράτος και την αναξιοκρατία. Αξίες που να εξασφαλίζουν τεχνοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα του ΕΣΥ, ορθολογικό σχεδιασμό του, αποκέντρωση, νέες μορφές χρηματοδότησης (επικουρική και συμπληρωματική ασφάλιση, συμβάσεις με την ιδιωτική ασφάλιση, κ.ά.), συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, συμμετοχή των ασθενών, ποικίλες σχέσεις εργασίας, καθώς και σύνδεση του  μισθού με την παραγωγικότητα. Με αυτές τις ρυθμίσεις θα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά οι μισθοί και να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας. Χωρίς ικανοποιητικές απολαβές και χωρίς σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, χωρίς δηλαδή τις προϋποθέσεις ικανοποίησης των εργαζομένων στο ΕΣΥ, καμιά μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν θα έχει την υποστήριξή τους, και ως εκ τούτου δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.