Νησί στην αγκαλιά του Λιβυκού πελάγους, με έκταση 37 τ.χλμ και ψηλότερη κορυφή 345 μ., η Γαύδος (πιο συγκεκριμένα, το ακρωτήρι Τρυπητή, ένα μαγευτικό δημιούργημα της φύσης με τρεις καμάρες) αποτελεί το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας και, ταυτόχρονα, την κατάληξη της ευρωπαϊκής ηπείρου προς νότον.
Η Γαύδος απέχει 22 ν.μ. από τη Χώρα Σφακίων, 24 ν.μ. από την Αγία Ρουμέλη και 31 ν.μ. από την Παλαιοχώρα Χανίων.
Οι χρυσαφένιες αμμουδιές, οι όμορφες ακρογιαλιές με τα γαλαζοπράσινα νερά, τα πεύκα, οι κέδροι, οι μικροί οικισμοί και τα γραφικά ξωκλήσια συνθέτουν ένα μοναδικό τοπίο.
Η Γαύδος μνημονεύεται σποραδικά σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Στράβων κ.ά.) και περιηγητικές αναφορές.
Ο Καλλίμαχος, μάλιστα, συνδέει τη Γαύδο με την Ωγυγία, το νησί της Kαλυψούς, που κράτησε αιχμάλωτο τον Oδυσσέα έξι χρόνια.
Η Γαύδος, βάσει των αρχαιολογικών ευρημάτων που έχουν εντοπιστεί, κατοικήθηκε από από την Παλαιολιθική Περίοδο και δέχτηκε την επίδραση του μινωικού πολιτισμού.
Τα κινητά και ακίνητα μνημεία φανερώνουν εντατική εκμετάλλευση των παραλίων και της ενδοχώρας του νησιού κατά τους Ιστορικούς Χρόνους, προπάντων κατά την Ελληνιστική, την Υστερορωμαϊκή, την Πρωτοβυζαντινή και τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο.
Στους Kλασικούς Xρόνους η Γαύδος περιήλθε στην επικράτεια της Γόρτυνας, αλλά διατήρησε κάποιο βαθμό αυτονομίας.
Στις Πράξεις των Aποστόλων αναφέρεται ως Kλαύδη.
Το 64 μ.Χ. το πλοίο που μετέφερε τον υπόδικο Απόστολο Παύλο από την Ιουδαία στη Ρώμη βρήκε λόγω κακοκαιρίας καταφύγιο στη Γαύδο.
Στη Βυζαντινή Εποχή το νησί ήταν επισκοπή, ενώ επί Ενετοκρατίας αποτέλεσε καταφύγιο κουρσάρων.
Το 1880 χτίστηκε από γαλλική εταιρεία εντυπωσιακός φάρος στη δυτική ακτή του νησιού.
Για κολύμπι στη Γαύδο προσφέρονται οι παραλίες Σαρακίνικο, Άγιος Ιωάννης, Λαυρακάς, Πύργος, Ποταμός, Καραβέ, Κόρφος, Λακούδι και Αλυκή.
*Οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται στο σύνολό τους από την παλαιά φίλη των «Διακοπών» Ελίνα Τερζάκη. Στην κεντρική φωτογραφία, η παραλία του Κόρφου.