Οταν ρωτήθηκε ο Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ, υπουργός Αμυνας στην πρώτη κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν, με ποια κριτήρια ήθελε να δαπανήσει τα μεγάλα κεφάλαια για τον επανεξοπλισμό που είχε αποφασίσει ο πρόεδρος, ο επικεφαλής του Πενταγώνου απάντησε: «Περισσότερο από όλα». Η Κριστίν Λάμπρεχτ, υπουργός Αμυνας της Γερμανίας, θα μπορούσε να πει το ίδιο «περισσότερα απ’ όλα», τώρα που η Bundesrat, η Ανω Βουλή του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, έδωσε το οριστικό πράσινο φως στο ειδικό ταμείο των 100 δισ. ευρώ για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr, του ομοσπονδιακού στρατού της Γερμανίας.
Είναι ένα τεράστιο ποσό, για την έγκριση του οποίου χρειάστηκε να τροποποιηθεί το Σύνταγμα και στόχο τη μεγαλύτερη επιχείρηση επανεξοπλισμού των τελευταίων 70 ετών της γερμανικής ιστορίας. Συνοδεύεται από τη δέσμευση που ανέλαβε ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς να αφιερώσει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα, τηρώντας έτσι τον στόχο που συμφωνήθηκε από τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Και όχι μόνο αυτό. Η Γερμανία συμφώνησε να στείλει όπλα στην Ουκρανία.
Παραδόσεις όπλων σε μια χώρα σε πόλεμο, άνευ προηγουμένου αύξηση των αμυντικών δαπανών: αυτές οι δύο αποφάσεις είναι ακόμη πιο σημαντικές επειδή αποτέλεσαν αντικείμενο ευρείας πολιτικής συναίνεσης. Στην Bundestag, μόνο τα κόμματα που βρίσκονται στα δύο άκρα του ημικυκλίου, το Die Linke, στα αριστερά, και το AfD, στα δεξιά, ήταν στην πραγματικότητα αντίθετα. Ολοι οι άλλοι συμφώνησαν – οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες του κυβερνητικού συνασπισμού αλλά και οι Χριστιανοδημοκράτες της αντιπολίτευσης.
Για να κατανοήσουμε πώς θα μπορούσαν να ληφθούν αποφάσεις τέτοιας σημασίας, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και με τόσο μεγάλη πλειοψηφία, πρέπει να γνωρίζουμε το σοκ που αποτέλεσε η εισβολή στην Ουκρανία. «Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση το 1989-1990, η Γερμανία γύρισε την πλάτη της σε οτιδήποτε στρατιωτικό», εξηγεί ο δημοσιογράφος Νιλς Μίνκμαρ στην εφημερίδα «Le Monde». Εκτοτε, o γερμανικός στρατός έχει παρέμβει στο Κοσσυφοπέδιο, το Αφγανιστάν και το Σαχέλ, αλλά πάντα με πολύ περιορισμένο τρόπο και χωρίς να συμμετέχει άμεσα στις μάχες. Και συνεχίζει: «Αντιμέτωπη με έναν όλο και πιο επικίνδυνο έξω κόσμο, προτίμησε να συνεχίσει να ζει στο μικρό της κουκούλι με ευημερία, αρνούμενη να δει ότι η Ιστορία γινόταν και πάλι τραγική. Ολες αυτές οι ψευδαισθήσεις ήταν που γκρεμίστηκαν στις 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία».
Στην ομιλία του στις 27 Φεβρουαρίου, στην οποία πρότεινε τη δημιουργία του ειδικού ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον ομοσπονδιακό στρατό, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς ανέφερε ότι η εισβολή στην Ουκρανία σηματοδότησε, στα μάτια του, μια «αλλαγή εποχής». «Ο κόσμος μετά δεν θα είναι πια ο ίδιος με τον κόσμο πριν. Θα επιτρέψουμε στον Πούτιν να γυρίσει τα ρολόγια πίσω στην εποχή των μεγάλων δυνάμεων του 19ου αιώνα ή θα βρούμε την ενέργεια να επιβάλουμε όρια στον πόλεμο; Αυτό προϋποθέτει ότι εμείς οι ίδιοι θα έχουμε δύναμη», τόνισε και πρόσθεσε: «Μπροστά στην αλλαγή της εποχής που αντιπροσωπεύει η επιθετικότητα του Πούτιν, η αρχή μας είναι: ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η ειρήνη στην Ευρώπη θα γίνει. Η Γερμανία θα συμβάλει. Δεν αρκεί όμως να το διακηρύξουμε. Γι’ αυτό πρέπει να επενδύσουμε πολύ περισσότερο στην ασφάλεια της χώρας μας ώστε να προστατεύσουμε την ελευθερία και τη δημοκρατία μας».
Χάρη σε αυτή την απόφαση, «η Γερμανία θα έχει σύντομα τον μεγαλύτερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ», είπε ο Σολτς πριν από λίγες ημέρες. Οσο θεαματική κι αν είναι, αυτή η προσπάθεια, σημειώνει η «Monde», είναι άλλο να αποφασίσει να ξοδέψεις χρήματα και άλλο να αλλάξεις νοοτροπίες. «Το δράμα που εκτυλίσσεται στην Ουκρανία μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί βλέπουν τον στρατό τους. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας πραγματικής «αλλαγής εποχής». Οι πολιτισμοί δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη και ο σκεπτικισμός για τον στρατό είναι βαθιά ριζωμένος στην πολιτική ταυτότητα της Γερμανίας», ανέφερε ο Σόνκε Νιτζέλ, καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ, σε πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα «Tageszeitung», με τίτλο «Ενας στρατός χωρίς στόχο».
Η γερμανική αντίληψη, που χαρακτηριζόταν από μια βαθιά αδιαφορία για στρατιωτικά θέματα, περιγράφεται καλύτερα από την Ούρλικε Φράνκε. Ειδική σε θέματα άμυνας στο πλαίσιο του think tank Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, η 34χρονη Γερμανίδα έγραψε τον Μάιο του 2021: «Η στρατηγική σκέψη είναι κάθε άλλο παρά φυσική για τους νέους Γερμανούς που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική. Για τριάντα χρόνια, παραμείναμε σε ένα κουκούλι εκτός του βίαιου κόσμου της πολιτικής εξουσίας. Το εξαιρετικό σύμπαν στο οποίο μεγαλώσαμε μας φαινόταν φυσιολογικό. Τώρα που η γεωπολιτική επέστρεψε, είμαστε χαμένοι». Στον ένα χρόνο που μεσολάβησε άλλαξαν οι Γερμανοί άποψη για αυτά τα ζητήματα; Η Φράνκε παραμένει επιφυλακτική.
«Το ότι υπάρχει πολύ έντονο ενδιαφέρον για αυτά τα θέματα στη Γερμανία σήμερα είναι αναμφισβήτητο. Δεν ξέρω, όμως, αν ο κόσμος βλέπει τα πράγματα διαφορετικά». Το ερώτημα που κυριαρχεί είναι: Στρατός, γιατί; Πού μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η στρατιωτική ισχύς; Το ότι αυτά τα ερωτήματα τίθενται έντονα στη Γερμανία δεν προκαλεί έκπληξη. «Δεδομένης της γερμανικής ιστορίας, αυτά είναι ερωτήματα που έχουν μια διάσταση ταυτότητας», εξηγεί ο πρώην βουλευτής Ραλφ Φουκς, επικεφαλής think tank. «Στη δεκαετία του 1950, υπήρχε μεγάλη συζήτηση για το εάν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία έπρεπε να επανεξοπλιστεί, να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή, αντίθετα, να παραμείνει ουδέτερη. Για ένα τμήμα του πληθυσμού, η Γερμανία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπρεπε να συμπεριφέρεται ως ένα είδος συλλογικού αντιρρησία συνείδησης. Γενιές έχουν μεγαλώσει με αυτή την ιδέα, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στη διάσημη φράση «Ειρήνη χωρίς όπλα»».
«Οι διαφορές των γενεών προφανώς μπαίνουν στο παιχνίδι», πιστεύει ο Νιλς Μίνκμαρ. «Για τις παλαιότερες γενιές, παραμένουν ζωντανές οι τρομακτικές ιστορίες που διηγούνται πολλές γερμανικές οικογένειες για τη φρίκη στο Ανατολικό Μέτωπο τα έτη 1941-1945. Η σκέψη δεν είναι απλώς «ποτέ ξανά πόλεμος», αλλά «ποτέ ξανά πόλεμος εναντίον των Ρώσων», και αυτό ισχύει σε μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινής γνώμης που, φυσικά, συμπάσχει με τα βάσανα των Ουκρανών, αλλά πάνω από όλα φοβάται μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία».
«Οι Γερμανοί είναι προσανατολισμένοι στην ειρήνη, σίγουρα, αλλά είναι ρεαλιστές ειρηνιστές και σε καμία περίπτωση μακάριοι ειρηνιστές», εκτιμά ο Τίμο Γκραφ, ερευνητής στο Κέντρο Στρατιωτικής Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών, σχολιάζοντας τη μεγάλη ετήσια έρευνα που διεξάγει το εργαστήριό του για τη γερμανική κοινή γνώμη σχετικά με τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας.
Σύμφωνα με την έρευνα, 9 στους 10 Γερμανούς έχουν θετική εικόνα για τον στρατό τους, ποσοστό που δεν έχει αλλάξει τα τελευταία δέκα χρόνια. Ενα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο: μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, το ποσοστό όσων τάσσονται υπέρ της αύξησης του αμυντικού προϋπολογισμού διπλασιάστηκε, από 20% σε 40%.
Ομως το πιο ενδιαφέρον – και ίσως το λιγότερο αναμενόμενο – αποτέλεσμα αυτής της έρευνας αφορά τη συμμετοχή της Bundeswehr σε ένοπλες επιχειρήσεις. Για την πλειονότητα των Γερμανών, η προσφυγή στην ένοπλη δύναμη είναι νόμιμη εάν πρόκειται για υπεράσπιση της Γερμανίας έναντι στρατιωτικής επίθεσης (84%), εκκένωση γερμανών υπηκόων από εμπόλεμη ζώνη (73%), αποτροπή γενοκτονίας (73%), παροχή βοήθειας σε συμμαχική χώρα θύμα επίθεσης (69%), για άμυνα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας (67%), διασφάλιση εμπορικών οδών (60%), καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (59%) και σταθεροποίηση μιας περιοχής σε κρίση (57%). Πώς εξηγεί τα ευρήματα ο Γκραφ; «Οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν τον στρατό τους, με την προϋπόθεση, ωστόσο, να τους εξηγούνται οι συνθήκες, κάτι που γίνεται σπάνια».