Ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να μην είχε την τύχη του Σαρκοζί και το Ολάντ, δηλαδή «πρόεδρων μίας χρήσης» που δεν κατάφεραν να επανεκλεγούν, όμως είναι, όπως και να το δει κανείς, ένας πρόεδρος μειοψηφίας.
Παρότι το γαλλικό εκλογικό σύστημα είναι φτιαγμένο ώστε να δίνει πλειοψηφίες στο πολιτικό ρεύμα που είναι μπροστά, κάτι που με βάση τον προεδρικό χαρακτήρα της γαλλικής δημοκρατίας σημαίνει ότι είναι φτιαγμένο ώστε να μπορεί ο πρόεδρος να απολαμβάνει και μιας φιλικής πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Και αυτό γιατί το σύστημα των δύο γύρων και στις βουλευτικές εκλογές είναι φτιαγμένο ώστε να επιτρέπει να αποτυπώνονται οι ίδιες συσπειρώσεις που αποτυπώνονται και στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Και αυτό εξηγεί γιατί είναι τελικά πολιτική ήττα για τον Μακρόν το γεγονός ότι η εκλογική συμμαχία που υποστήριξε την υποψηφιότητα Μακρόν δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Την ίδια στιγμή τα αποτελέσματα των εκλογών σημαίνουν ότι η Γαλλία μπαίνει σε ένα νέο τοπίο, σε πλευρές του αχαρτογράφητο.
Η συσπείρωση της Ακροδεξιάς
Ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός, του οποίου ηγείται η Μαρίν Λεπέν, είναι από τους κερδισμένους των βουλευτικών εκλογών. Με 89 βουλευτές θα έχει την πιο μεγάλη κοινοβουλευτική ομάδα της Ακροδεξιάς από to 1986, όταν η επιλογή του Φρανσουά Μιτεράν να γίνουν με βάση ένα πιο αναλογικό σύστημα ενός γύρου, επέτρεψε στο Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, το κόμμα προκάτοχο του Εθνικού Συναγερμού να αποκτήσει 35 βουλευτές.
Ο Εθνικός Συναγερμός κατάφερε όχι μόνο να κατοχυρωθεί ως βασική ακροδεξιά δύναμη, δείχνοντας τα όρια της υποψηφιότητας του Ζεμούρ, αλλά και να είναι ο βασικός εκπρόσωπος της γαλλικής Δεξιάς εν γένει.
Η Ακροδεξιά έδειξε ιδιαίτερη αντοχή σε αρκετές από τις «μονομαχίες» του δεύτερου γύρου, είτε απέναντι σε εκπροσώπους του κόμματος Μακρόν, είτε απέναντι σε εκπροσώπους της Αριστεράς. Ωφελήθηκε μάλιστα και από το γεγονός ότι το κόμμα του Μακρόν απέφυγε να βγάλει καθαρή γραμμή για υποστήριξη των υποψηφίων της Αριστεράς όπου μονομαχούσαν με υποψήφιο της ακροδεξιάς, πράγμα που σήμαινε ότι η Ακροδεξιά μπορούσε να ελπίζει στην αποχή και τη συσπείρωση μέρους της συνολικής γαλλικής Δεξιά. Είναι ενδεικτικό ότι μια δημοσκόπηση έδειξε ότι στις περιπτώσεις μονομαχίας ανάμεσα στην Αριστερά και τον Εθνικό Συναγερμό το 72% των ψηφοφόρων του κόμματος του Μακρόν επέλεξε να μη ψηφίσει, το 16% ψήφισε προς τα αριστερά και το 12% υπέρ του Εθνικού Συναγερμού. Από τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων, του κόμματος δηλαδή της «κλασικής» δεξιάς, το 58% δεν ψήφισε, το 30% θα ψήφιζε υπέρ του Εθνικού Συναγερμού και το 12% υπέρ της Αριστεράς.
Όμως, το πιο βασικό κέρδος για την Ακροδεξιά είναι ότι κατοχυρώνεται ως μια πολιτική δύναμη μέσα στην Εθνοσυνέλευση, θα μπορεί πολύ περισσότερο να πιέζει την κυβέρνηση μειοψηφίας σε θέματα που αφορούν την δική της ατζέντα σε θέματα όπως το μεταναστευτικό ή η καταστολή, θα κατοχυρώνεται ως η βασική δύναμη της δεξιάς και θα προετοιμάζεται έτσι για τη μετά-Μακρόν εποχή.
Η Αριστερά στην αξιωματική αντιπολίτευση
Η βασική αντιπολιτευτική δύναμη που θα συναντήσει η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν θα είναι η Αριστερά. Η συμμαχία NUPES (Νέα Λαϊκή Οικολογική και Σοσιαλιστική Ενότητα) δεν κατάφερε να πετύχει την πρωτιά και άρα να επιβάλει στον Μακρόν τη «συγκατοίκηση» όμως κατάφερε να έχει μια σημαντική εκλογική παρουσία.
Την ίδια στιγμή η βασική αλλαγή είναι ότι σαφώς η Ανυπότακτη Γαλλία είναι ο βασικός πόλος της ευρύτερης Αριστεράς. Μπορεί οι όροι της συμμαχίας (που ήταν και ένας από τους λόγους που μπόρεσε να συγκροτηθεί) να εξασφάλισαν την κοινοβουλευτική παρουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, των εναπομεινασών δυνάμεων του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Οικολόγων, όμως το «ηγεμονικό» ρεύμα είναι αυτό του Ζαν-Λυκ Μελανσόν που σημαίνει ότι πλέον με σαφήνεια η Αριστερά ορίζεται κυρίως γύρω από τη σκληρή αντιπολίτευση στον Μακρόν και μια προσπάθεια εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων.
Βεβαίως μένει να δούμε με ποιο τρόπο θα μπορέσει να διαμορφώσει μια νέα πολιτική σύνθεση και όρους για την επιστροφή της Αριστεράς στην Εξουσίας σε βάθος πενταετίας.
Μια χώρα κατακερματισμένη και οργισμένη
Η αδυναμία του Μακρόν να διαμορφώσει μια θετική «ηγεμονική δυναμική» αποτυπώνει ένα σύμπτωμα βαθύτερης πολιτικής κρίσης. Αυτό άλλωστε δείχνει και ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος που παραπέμπει σε έναν αντίστοιχο κατακερματισμό και της γαλλικής κοινωνίας.
Όπως έχει συζητηθεί αρκετές φορές στη Γαλλία διαμορφώνονται τρεις κοινωνικοπολιτικοί πόλοι. Από τη μια ένα μεγάλο μέρος των αστικών και μεσαίων στρωμάτων πλέον συσπειρώνεται γύρω από τον Μακρόν και τη δική του εκδοχή Κέντρου, στοιχείο που εξηγεί την αποσάθρωση μέρους της παραδοσιακής εκλογικής βάσης των Σοσιαλιστών αλλά και της κλασικής Δεξιάς. Ένα μεγάλο μέρος της «βαθιάς Γαλλίας», συντηρητικών στρωμάτων αλλά και τμημάτων της «κλασικής εργατικής τάξης» έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά και αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο στην Ακροδεξιά. Τέλος, μια συμμαχία ανάμεσα στη νεολαία που αντιμετωπίζει την επισφάλεια, τους μισθωτούς που αγωνιούν για το μέλλον, τα «προάστια» με τους πολίτες μεταναστευτικής καταγωγής (όπως και οι υπερπόντιες κτήσεις) στρέφονται προς τα Αριστερά.
Την ίδια στιγμή το σημαντικό ύψος της αποχής δείχνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας επιλέγει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μια «αντιπολιτική» στάση ακόμη και εάν μπορεί π.χ. να συμμετέχει σε μαζικά κοινωνικά κινήματα.
Όλα αυτά εξηγούν και γιατί δεν μπορεί εύκολα να διαμορφωθεί μια «πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία». Το «Κέντρο» μπορεί να στηρίζεται στα κοινωνικά στρώματα που βλέπουν θετικά την τρέχουσα εκδοχής πολιτικής, όμως τελικά αυτά τα κοινωνικά στρώματα είναι μειοψηφικά καθώς δείχνουν – αθροιστικά – να είναι περισσότερα τα στρώματα που αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή και οργή την πολιτική του Μακρόν. Η Ακροδεξιά έχει σαφώς επενδύσει στη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια, αλλά την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει βαθιά εχθρότητα από τη μεριά τμημάτων της νεολαίας, τους πολίτες μεταναστευτικής καταγωγής και σημαντικό μέρος των μορφωμένων εργαζομένων. Από την άλλη, η Αριστερά χρειάζεται να βρει έναν τρόπο να «αποσπάσει» από την επιρροή της ακροδεξιάς εκείνα τα λαϊκά στρώματα που στρέφονται προς την Άκρα Δεξιά, ή για να το πούμε περιγραφικά να μπορέσει να συνενώσει σε μια κοινή πολιτική και κοινωνική συμμαχία το σύνολο των στρωμάτων που νιώθουν δυσαρεστημένα, το σύνολο π.χ. των κοινωνικών στρωμάτων που είδαν θετικά τα «Κίτρινα Γιλέκα».
Ο ορίζοντας των κοινωνικών εκρήξεων
Μπορεί η διετία της πανδημίας να διαμόρφωσε μια ιδιότυπη συνθήκη ως προς τις κοινωνικές κινητοποιήσεις, όμως έχει μια σημασία ότι ο Μακρόν αντιμετώπισε μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις για την πολιτική του.
Είναι ένα μεγάλο ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να περάσει τα μέτρα που θέλει σε μια συγκυρία όπου το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο σε όλη την Ευρώπη επιδεινώνεται και όπου η ίδια η κυβέρνησή του θα βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Ουσιαστικά, είναι το ερώτημα εάν αυτή αντιφατική πολιτική γεωμετρία θα μετατραπεί και σε έναν νέο κύκλο μεγάλων κοινωνικών αγώνων.
Μια ολοένα και πιο δύσκολη διακυβέρνηση
Το γεγονός ότι ο σχηματισμός που στηρίζει ο Μακρόν δεν θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία στην Ευρωβουλή ανοίγει μια νέα σελίδα και ως προς την ίδια την άσκηση της εξουσίας στη Γαλλία. Από τη στιγμή που κανένας σχηματισμός δεν είναι διατεθειμένος, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να διαπραγματευτεί μια συνολική συμφωνία με την κυβέρνηση, είναι σαφές ότι μάλλον πάμε σε μια λογική διαρκούς διαπραγμάτευσης κάθε μέτρου με σκοπό τη διαμόρφωση μιας ad hoc πλειοψηφίας. Όμως, αυτό θα δίνει σε όλες τις παραλλαγές της αντιπολίτευσης και ισχυρή αντιπολιτευτική δύναμη και ικανότητα μπλοκαρίσματος επιλογών. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το γεγονός ότι για σημαντικά ζητήματα η κυβέρνηση Μπορν θα πρέπει να καταφεύγει στη στήριξη της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, κάτι που θα σημαίνει και μια ανάλογη μετατόπιση του συνολικού πολιτικού συσχετισμού προς τα δεξιά, την ίδια ώρα που τέτοιες επιλογές θα μπορούν να πυροδοτούν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Και βέβαια σε όλη αυτή τη διαδρομή θα είναι διαρκώς ευάλωτη απέναντι σε κινήσεις όπως οι προτάσεις δυσπιστίας.
Το μειωμένο πολιτικό βάρος του Εμανουέλ Μακρόν στην Ευρώπη
Για κάποιον όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, που έχει διεκδικήσει να παίξει ηγετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη την Ευρώπη και όχι απλώς στη Γαλλία τα αποτελέσματα των εκλογών σαφώς συνεπάγονται ένα «ψαλίδισμα» των προσδοκιών και της πραγματικής επιρροής τους. Βεβαίως δεν θα είναι ο μόνος σε μια Ευρώπη όπου σταδιακά βλέπει να υπάρχουν όλο και λιγότερες «ηγετικές φυσιογνωμίες», όμως σίγουρα τα αποτελέσματα θα παίξουν έναν ρόλο, ακόμη και εάν θέλει να κάνει μια «φυγή προς τα εμπρός».