Τον Αύγουστο του 2008 δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου έκαναν λόγο για την πώληση στη Γαλλία πολυτελούς έπαυλης με το υψηλότερο τίμημα που είχε δοθεί μέχρι τότε για ιδιωτική κατοικία: ένας μυστηριώδης άνδρας, ο οποίος θέλησε να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή, είχε αποκτήσει τη βίλα Λεοπόλντα, στη Γαλλική Ριβιέρα, έναντι 500 εκατ. ευρώ. Αργότερα γράφτηκαν και διαφορετικές εκδοχές, μεταξύ άλλων ότι το ποσό ήταν μικρότερο και έφτανε… μόλις τα 400 εκατ. ευρώ για το κτίσμα μαζί με την πολυτελή επίπλωση. Η βίλα Λεοπόλντα, χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής της μπελ επόκ, χτίστηκε από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β’ του Βελγίου (1835-1909) για μια ερωμένη του, η οποία μετά τον θάνατό του εκδιώχθηκε και έχασε κάθε δικαίωμα στην κληρονομιά. Βρίσκεται στη Villefranche-sur-Mer, εκεί που ξεκινά το διάσημο ακρωτήρι του Cap-Ferrat. Ανάμεσα στους προηγούμενους ιδιοκτήτες της, όταν έφυγε από τα βασιλικά χέρια, περιλαμβάνονται οι καναδοί εκατομμυριούχοι Αϊζακ και Ντόροθι Κίλαμ, ο βιομήχανος ιδιοκτήτης της FIAT Τζιάνι Ανιελι και η γαλαζοαίματη σύζυγός του Μαρέλα και τέλος η Λίλι Σάφρα, η χήρα του λιβανέζου μεγαλοτραπεζίτη Εντμοντ Σάφρα. Η αγοροπωλησία που επιχειρήθηκε τότε δεν είχε καλή έκβαση: Η συμφωνία ανάμεσα στη Σάφρα και τον ρώσο ολιγάρχη Μιχαήλ Προχόροφ (γιατί αυτός ήταν τελικά ο αγοραστής) αποδείχθηκε προβληματική. Ο Προχόροφ, ο οποίος εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και είχε μεγάλα μπλεξίματα με τον νόμο, μετάνιωσε και προσπάθησε να ακυρώσει την πράξη, έχασε όμως με δικαστική απόφαση την τεράστια προκαταβολή των 39 εκατ. ευρώ που είχε ήδη καταθέσει στον λογαριασμό της Σάφρα. Η ζάπλουτη γυναίκα δήλωσε, εκδηλώνοντας την πιο γενναιόδωρη και μεγαλόψυχη πλευρά της, πως θα διέθετε το ποσό σε φιλανθρωπίες.
Οπότε το σπίτι τής ανήκει ακόμη. Αν και όσο και αν ψάξεις, είναι αδύνατον να καταλάβεις ποια είναι τελικά η αλήθεια, ποιος έχει τι και πώς το απέκτησε, σε μια ιστορία που πάντα ακουγόταν μπερδεμένη. Μια ιστορία δύναμης και χρήματος που επιβεβαιώνει και την τεράστια αγοραστική αξία του Cap-Ferrat με τα καταπράσινα κτήματα και τις γοητευτικές βίλες. Ενός πανάκριβου «φιλέτου» στην ευρύτερη περιοχή της Γαλλικής Ριβιέρας, όπου κάθε κόκκος, κάθε λουλουδιασμένο εκατοστό γης, στοιχίζει χρυσάφι. Και όπου καθημερινά στήνονται χοροί και πάρτι εκατομμυρίων. Εχει εξάλλου παράδοση στα χλιδάτα πάρτι η περιοχή! Το λέει και το διάσημο τραγούδι του Νόελ Κάουαρντ «I Went to a Marvellous Party», το οποίο περιγράφει ένα θεότρελο πάρτι στο Cap-Ferrat από αυτά που παραδοσιακά διοργανώνονται γύρω από τις πισίνες των ιδιόκτητων μεγάρων του ή στους κήπους των πεντάστερων ξενοδοχείων του.
Οι διάσημες βίλες-μουσεία
Τι είναι στην πραγματικότητα αυτό το μέρος με το παράξενο, σχεδόν εξωτικό όνομα; Είναι ένα καταπράσινο ακρωτήρι ανάμεσα σε Νίκαια και Μονακό. Το οποίο λόγω του όμορφου φυσικού τοπίου του επέλεγαν ως χώρο διακοπών οι εστεμμένοι της Ευρώπης και εν συνεχεία και αρκετοί πλούσιοι Αμερικανοί. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο είναι γεμάτο πανάκριβες και εντυπωσιακές βίλες. Η βίλα Λεοπόλντα (La Leopolda), στην οποία η Λίλι Σάφρα είχε δώσει τα δικά της μυθικά πάρτι και όπου ο Αλφρεντ Χίτσκοκ γύρισε σκηνές από «Το κυνήγι του κλέφτη» (1950), είναι πιθανώς η πιο ακριβή και η πιο πολυτελής από αυτές. Η Villa Kérylos (Βίλα Κύριλλος), η Villa Ephrussi de Rothschild και η Villa Santo Sospir είναι οι διασημότερες. Η πρώτη, έργο του αρχιτέκτονα Εμανουέλ Ποντρεμολί κατά παραγγελία του φιλέλληνα αρχαιολόγου Τέοντορ Ράιναχ, χτίστηκε ανάμεσα στο 1902 και το 1908. Τα σχέδιά της έγιναν πάνω στα πρότυπα των αρχαίων κατοικιών της Δήλου τις οποίες ο Ράιναχ (ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον σχεδιασμό και στη διακόσμηση του κτιρίου) είχε μελετήσει σε βάθος, ενώ και η διακόσμησή της, με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, επιγραφές και αγάλματα, παραπέμπει στην Αρχαία Ελλάδα. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο ανοιχτό στο κοινό. Ως μουσείο λειτουργεί και η βίλα Ephrussi de Rothschild, η οποία έχει γίνει διάσημη κυρίως για τους εντυπωσιακούς κήπους της. Είναι έργο του γάλλου αρχιτέκτονα Ααρόν Mεσιά και χτίστηκε μεταξύ 1905 και 1912 ως εξοχική κατοικία της βαρόνης Μπεατρίς ντε Ροτσίλντ, εκ της διάσημης οικογένειας των τραπεζιτών.
Δώρο αγάπης!
Στη Villa Santo Sospir (στην άκρη του ακρωτηρίου, πολύ κοντά στον χαρακτηριστικό φάρο του) έζησε για μεγάλο διάστημα ο Ζαν Κοκτό. Η Φρανσίν Βαϊσβάιλερ, μια πλούσια θαυμάστρια και προστάτιδα-χορηγός του, στην οποία ανήκε το σπίτι, τον κάλεσε το 1950 για μερικές ημέρες ξεκούρασης και ο πολυσχιδής καλλιτέχνης έμεινε σχεδόν για 11 χρόνια (με διαλείμματα). Στο διάστημα αυτό ζωγράφισε τους τοίχους με σχέδια εμπνευσμένα κυρίως από θέματα της ελληνικής μυθολογίας, τα οποία ο ίδιος αποκαλούσε τατουάζ. Eτσι, η Villa Santo Sospir έγινε διάσημη ως η «βίλα με τα τατουάζ». Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και η ιστορία της απόκτησής της από την πλούσια εβραϊκή οικογένεια των Βαϊσβάιλερ, τον Αλεκ και τη σύζυγό του Φρανσίν: Το ζευγάρι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε κρύψει την καταγωγή του και χρησιμοποιούσε το ψεύτικο επίθετο Lelestrier. Οταν οι Γερμανοί τούς ανακάλυψαν και πήγαν να τους συλλάβουν, ο Αλεκ και η Φρανσίν φυγάδευσαν τη μικρή κόρη τους και κατέφυγαν στο δάσος. Κάποια στιγμή και ενώ βρίσκονταν κρυμμένοι κάτω από έναν σωρό από ξερά φύλλα, ο άνδρας ψιθύρισε στη γυναίκα πως αν επιζούσαν θα της αγόραζε το σπίτι των ονείρων της. Επέζησαν, σε αντίθεση με τη μητέρα του Αλεκ που είχε μείνει πίσω στην Αντίμπ και η οποία συνελήφθη και πέθανε στον δρόμο προς το Αουσβιτς. Μερικά χρόνια μετά, το 1948, το ζευγάρι έκανε κρουαζιέρα γύρω από το Cap-Ferrat. Η Φρανσίν παρατήρησε ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο με μία βίλα (κτίριο του 1930) και σχολίασε πως αυτό θα μπορούσε να είναι το σπίτι των ονείρων της. Ο Αλεκ κράτησε την υπόσχεσή του: Αγόρασε την ιδιοκτησία και την έκανε δώρο στη γυναίκα του! Η παρουσία των Βαϊσβάιλερ και των Ροτσίλντ στην περιοχή λειτούργησε ως μαγνήτης, προσελκύοντας και άλλους rich and famous, όπως τον Γουίνστον Τσόρτσιλ, τον Σόμερσετ Μομ, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Και η Villa Santo Sospir λειτουργεί ως μουσείο, όμως θα είναι κλειστή όλο το 2022, καθώς εκτελούνται εργασίες αποκατάστασης.
Ξενοδοχεία για λίγους
Το Cap-Ferrat είναι μέρος πολύ όμορφο αλλά και πολύ μικρό, έτσι ο επισκέπτης μπορεί εύκολα να το δει μέσα σε μία ημέρα και αν θέλει να διανυκτερεύσει στη Νίκαια, όπου και θα βρει πιο προσιτές λύσεις για διαμονή. Αυτό γιατί τα καταλύματα της περιοχής είναι εξωφρενικά ακριβά και πολύ λίγα. To «Grand-Hôtel du Cap-Ferrat – A Four Seasons Hotel» είναι ένα από τα πολυτελέστερα, αν όχι το πολυτελέστερο. Το εντυπωσιακό κτίριο βρίσκεται μέσα σε έναν κήπο εκτάσεως 70 στρεμμάτων, φυτεμένο με αρωματικά φυτά από εκείνα που ευδοκιμούν στα παράλια της Μεσογείου. Η εξωτερική θερμαινόμενη πισίνα γεμίζει με θαλασσινό νερό και έχει θέα προς το απέραντο γαλάζιο. Οι εγκαταστάσεις του spa, σε έναν χώρο 750 τ.μ., είναι εξοπλισμένες με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας και διαθέτουν VIP σουίτα για τους υψηλούς προσκεκλημένους. Στο ξενοδοχείο λειτουργούν τρία εστιατόρια: το Le Cap, βραβευμένο με αστέρι Michelin σερβίρει γκουρμέ κουζίνα, το Club Dauphin δίνει έμφαση στα μεσογειακά πιάτα και στην τέχνη του μπάρμπεκιου, και το La Véranda είναι ένα τυπικό (θεωρητικά) γαλλικό μπιστρό. Το «Grand-Hôtel du Cap-Ferrat» απέχει 20 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο της Νίκαιας, 15 χιλιόμετρα από το Μονακό και 40 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Ιταλίας. Αυτή την περίοδο, ενδεικτικά, τα δίκλινα δωμάτιά του στοιχίζουν κάτι περισσότερο από 3.200 ευρώ ανά διανυκτέρευση (superior pinewood room των 27 τ.μ. με κρεβάτι queen size). Οι πελάτες που θα επιλέξουν τη σουίτα με θέα στη θάλασσα (και κρεβάτι king size) θα δώσουν κάτι παραπάνω, περί τις 8.200 ευρώ ανά διανυκτέρευση για δύο άτομα. Αρκετά πιο… οικονομικό είναι το επίσης πεντάστερο «Royal-Riviera», το οποίο εκτός από θερμαινόμενη πισίνα έχει και μικρή ιδιωτική παραλία. Το δίκλινο με θέα στο βουνό στοιχίζει από 2.100 ευρώ για τις τρεις διανυκτερεύσεις. Οποιος θέλει θέα στη θάλασσα θα τη χρυσοπληρώσει, καθώς η τιμή (πάντα για το δίκλινο) αυτών των προνομιούχων δωματίων ανεβαίνει στα 1.400 ευρώ ανά διανυκτέρευση. Τα «La Réserve de Beaulieu» είναι ένα ακόμα πεντάστερο ξενοδοχείο της περιοχής, το οποίο προσφέρει το πακέτο των τριών διανυκτερεύσεων για τα δύο άτομα προς «μόλις» 5.200 ευρώ. Εννοείται πως στο Cap-Ferrat υπάρχουν και πολύ πιο οικονομικές λύσεις, καλό όμως είναι για όποιον ενδιαφέρεται να κλείσει δωμάτιο όσο πιο έγκαιρα μπορεί, αλλιώς μπορεί να αναγκαστεί να περάσει τη νύχτα του στο αυτοκίνητο. Στο κομψό «Hôtel Brise Marine» (και εδώ πέφτουμε από τα πέντε στα τρία αστέρια) το δίκλινο κοστίζει από 200 ως 300 ευρώ. Ανάλογα με την εποχή και τη διαθεσιμότητα οι τιμές στο «Villa Artemys – Five Stars Holiday House» ξεκινούν από τα 250 ευρώ και φτάνουν τα 480 ευρώ. Δεδομένου ότι για τους μήνες του καλοκαιριού το κατάλυμα έχει ως ελάχιστη διάρκεια διαμονής τα επτά βράδια, πάρτε χαρτί και μολύβι, υπολογίστε και αν αντέχει το πορτοφόλι σας (σας το ευχόμαστε με όλη την καρδιά μας!) καλές διακοπές και καλή ξεκούραση ή καλή διασκέδαση (ανάλογα με το τι επιθυμείτε) στο ακρωτήρι της χλιδής και των πάρτι. Οι υπόλοιποι, αφού περιηγηθούμε οδικώς στο καταπράσινο τοπίο και στις ανθισμένες γειτονιές και αφού επισκεφθούμε τις βίλες-μουσεία, θα συνεχίσουμε για Νίκαια, αν πηγαίνουμε προς την Αντίμπ, τις Κάννες, το Σεν Τροπέ και τη Μασσαλία, ή θα συνεχίσουμε προς Μονακό και Μεντόν, αν πηγαίνουμε προς τα ιταλικά σύνορα και προς το Σαν Ρέμο. Το ταξίδι στη Γαλλική Ριβιέρα μάς επιφυλάσσει πολλές ακόμα εικόνες αποστομωτικής ομορφιάς και μεσογειακής γοητείας.