Εν αναμονή της ανακοίνωσης των βαθμολογιών των υποψήφιων για τις πανελλαδικές εξετάσεις, βρίσκεται η εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας, με το σύνολο σχεδόν των γραπτών φέτος να «κατεβαίνει» επίπεδο σε σχέση με την περυσινή εξεταστική διαδικασία. Τόσο τα δύσκολα θέματα που επέλεξε η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων σε κρίσιμα μαθήματα των φετινών διαγωνισμών, όσο και η αύξηση της εξεταστέας ύλης σε σχέση με τον περυσινό (μειωμένο) όγκο τους, οδηγεί σε συμπεράσματα για χαμηλές βαθμολογίες και πτώση των βάσεων προς τα κάτω σε πολλά τμήματα (όσο βέβαια μπορεί να γίνει σύγκριση, καθώς ο υπολογισμός της βαθμολογίας των υποψηφίων φέτος γίνεται με διαφορετική μέθοδο).
Σε κάθε περίπτωση, τα βαθμολογικά «εισιτήρια» που θα απαιτήσουν πολλά τμήματα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας φέτος θα είναι χαμηλότερα από τα περυσινά, κάτι που αναμένεται να καταγραφεί κυρίως στο 4ο επιστημονικό πεδίο (των επιστημών Οικονομίας και Πληροφορικής), ενώ πτωτική θα είναι η τάση των βαθμολογιών και στο 1ο πεδίο (των Ανθρωπιστικών επιστημών) και το 2ο πεδίο των Θετικών Επιστημών. Πτώση των βαθμολογιών αναμένεται και στις περισσότερες Στρατιωτικές Σχολές και σίγουρα στις Σχολές Αστυνομίας.
Πάντως να υπενθυμίσουμε ότι εκτός των αλλαγών που έχουν γίνει φέτος από συγκεκριμένα τμήματα των ΑΕΙ στον υπολογισμό της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) τους, φέτος διαφορετικοί συντελεστές θα εφαρμοστούν σε ομοειδή τμήματα με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν και διαφορετικές βαθμολογικές συνθήκες για την εισαγωγή στα προγράμματα τους.
Με βάση το νέο βαθμολογικό σύστημα βέβαια, κάθε χρόνο η βάση εισαγωγής σε κάθε επιστημονικό πεδίο είναι συνάρτηση του γενικού μέσου όρου των πανελλαδικών επιδόσεων όλων των υποψηφίων. Έτσι, πέρυσι είχε διαμορφωθεί στις Ανθρωπιστικές επιστήμες (1ο πεδίο) στο 8,94, στις Θετικές και Τεχνολογικές (2ο) στο 9,58, για τις επιστήμες Υγείας (3ο πεδίο) στο 9,70 και στις Οικονομικές επιστήμες (4ο πεδίο) στο 8,27.
Φέτος ωστόσο η εικόνα ανά επιστημονικό πεδίο θα είναι διαφορετική.
Στο 1ο πεδίο τα θέματα στα Αρχαία ελληνικά ήταν αρκετά πιο δύσκολα από τα αντίστοιχα περυσινά, ενώ τα Λατινικά ήταν μεν βατά, αλλά ο συνολικός βαθμός δυσκολίας του μαθήματος ήταν αυξημένος σε σχέση με τον περυσινό της Κοινωνιολογίας που εξεταζόταν για το πεδίο αυτό. Άρα αναμένουμε πτώση της βάσης που θα διαμορφωθεί για την είσοδο στα τμήματα του πεδίου αυτού, με πολύ μικρές αλλαγές ωστόσο στα περιζήτητα τμήματα του.
Στο 2ο πεδίο η πτώση είναι δεδομένη όπως και στο 4ο, λόγω των χαμηλών επιδόσεων στα Μαθηματικά. Στο 2ο πεδίο την πτώση αυτή θα συγκρατήσει η Φυσική που δεν ήταν φέτος τόσο απαιτητική, ωστόσο στο 4ο πεδίο σε πολλά τμήματα οι βαθμολογίες θα κατρακυλήσουν χαμηλά στην κλίμακα των αξιολογήσεων. Βέβαια και σ αυτό το πεδίο υπάρχει το μάθημα Αρχές οικονομικής Θεωρίας στο οποίο κάθε χρόνο οι επιδόσεις των υποψηφίων είναι υψηλές.
Στο 3ο πεδίο φέτος δεν είχαμε ιδιαίτερες δυσκολίες για τους υποψήφιους, αν και η Βιολογία ανέβασε τον βαθμό δυσκολίας της σε σχέση με την περυσινή εξεταστική διαδικασία. Πρόκειται βέβαια για το πεδίο των αριστούχων όπου και φέτος θα συγκεντρωθούν οι καλύτερες βαθμολογίες, με τις Ιατρικές να δείχνουν μικρή πτώση λόγω του νέου υπολογισμού των μορίων, ωστόσο σε κεντρικές σχολές των μεγάλων πόλεων αυτή θα είναι ανεπαίσθητη.
Η επόμενη μέρα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Αντιμετωπίζοντας την «αποτυχία» με άλλη ματιά
Τι λέει όμως για το τέλος της εξεταστικής διαδικασίας και τα συναισθήματα που την ακολουθούν η οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια και ψυχοπαιδαγωγός Αιμιλία Αξιωτίδου;
«Η ελληνική οικογένεια ακόμη επενδύει πάρα πολύ στην σπουδές των παιδιών της καθώς διατηρεί αρκετά από τα παραδοσιακά της στοιχεία και θέλει με τις σπουδές να φέρει “χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία”. Είναι σαν να καταξιώνεται με κάποιο τρόπο μέσα από τις σπουδές των παιδιών» αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Συχνά η αποτυχία στις πανελλαδικές βιώνεται με πολύ έντονο και οδυνηρό τρόπο από πολλούς γονείς και παιδιά. Το να έχει όμως ένα παιδί χαμηλό βαθμό σε κάποιο μάθημα δε σημαίνει πως έχει αποτύχει σε όλες του τις εκφάνσεις. Το να μην μπορέσει να εισαχθεί σε μια ανώτατη σχολή ή στη σχολή που θέλει, δεν μπορεί να χρεωθεί ως μια συνολική αποτυχία» προσθέτει.
«Πολύ σημαντικοί άνθρωποι, που κατόρθωσαν επιτεύγματα στη ζωή τους, είχαν ένα δρόμο που ήταν γεμάτος από ματαιώσεις, ήττες, αποτυχίες, απώλειες θλίψη, λάθη και παρόλα αυτά συνέχισαν να προχωρούν» συνεχίζει.
Και εξηγεί: «Το θέμα είναι πως η κοινωνία ολόκληρη επιβραβεύει την τελειότητα ακόμη και το σχολείο το κάνει. Από πολύ μικρά τα παιδιά μπαίνουν σε μια διαδικασία να παίρνουν επαίνους, αριστεία, απουσιολόγια, βαθμούς.
Το πρότυπο του άτρωτου, του σωστού, αυτού που δεν επιτρέπεται να κάνει λάθος είναι εκείνο που ενισχύεται συνεχώς. Δεν μπορούμε να κάνουμε λάθος ούτε να αποτύχουμε. Οι ίδιες οικογένειες επιβραβεύουν τους καλούς σχολικούς βαθμούς, το πτυχίο με κάποιο μεγάλο δώρο, με ένα ταξίδι, με ένα αυτοκίνητο και έτσι αποτυχία είναι κάτι κατακριτέο. Μέσα όμως σε αυτό τον κόσμο που αναζητά την επιτυχία, την πρωτιά, ξεχνάμε πως από την αποτυχία και το λάθος μας μαθαίνουμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Αν σκεφτεί κανείς πόσες φορές έκανε λάθη μαθαίνοντας να οδηγεί μέχρι που τελικά από την πολλή πρακτική και εξάσκηση τα κατάφερε!»
«Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε πως η αποτυχία αποτελεί έναν τρόπο, έναν δρόμο προς την επιτυχία που μας προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες.
Από τη στιγμή που τα πράγματα δεν πήγαν όπως θέλαμε και το παιδί μας δεν έφερε καλούς βαθμούς, δεν ωφελεί καθόλου εστιάσουμε στην αποτυχία, ούτε στο να θυματοποιηθούμε ή να θυματοποιήσουμε τα παιδιά μας θεωρώντας τα πως ήταν άτυχα, πως κι εμείς ως γονείς είμαστε άτυχοι γιατί το παιδί μας δεν έχει πετύχει τη σχολή που ήθελε. Δε μας βοηθάει επίσης στο να μηρυκάζουμε πάνω στις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας και για τα παιδιά μας» δηλώνει χαρακτηριστικά.
«Δεν ωφελεί επίσης να κριτικάρουμε τα παιδιά μας και να συγκρουόμαστε μαζί τους επειδή είδαμε χαμηλούς βαθμούς. Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο να διαχειριστεί κανείς τα συναισθήματά, όταν συνειδητοποιεί πως το παιδί του μπορεί να μην έχει περάσει στη σχολή που ήθελε, καθώς είχε επενδύσει και ο ίδιος ο γονιός και το παιδί σε αυτή την επιτυχία. Τον να μην έχει γράψει καλά το παιδί στις εξετάσεις δεν σχετίζεται με την προσωπικότητα του παιδιού, ούτε με την ικανότητα του γονιού να είναι αποτελεσματικός γονέας. Είναι άδικο να συνδέουμε την αξία των παιδιών μας με την απόδοση τους. Ούτε φυσικά και η δική μας αυτοεκτίμηση συνδέεται με τη επιτυχία των παιδιών μας» λέει η κυρία Αξιωτίδου,
«Τι μπορούμε να μάθουμε λοιπόν από την αποτυχία; Είναι να μείνει κανείς σε αυτήν και να αναρωτηθεί για να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει. Το να μπορέσει κανείς να επαναπροσδιορίσει την αποτυχία του, και αυτή των παιδιών του αποτελεί έναν πολύ σημαντικό τρόπο για να αλλάξουμε τα συναισθήματά μας και την οπτική μας όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια απειλητική και στρεσογόνα κατάσταση. Στο αντίκρισμα των χαμηλών βαθμών η πρώτη αντίδραση μπορεί να είναι λύπη, στενοχώρια, σύγχυση, απελπισία, ματαίωση. Μπορεί όλα να μοιάζουν κολλημένα.
Το να μπορεί κανείς να παραμείνει ανθεκτικός, δεν σημαίνει πως θα εξαφανίσει τα προβλήματα του με ένα μαγικό τρόπο, αλλά θα προσφέρει στον εαυτό του την δυνατότητα να δει εναλλακτικές λύσεις, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα το άγχος και απολαύσει την χαρά της ζωής με όλα τα σκαμπανεβάσματα της» δηλώνει.
«Πολύ συχνά παιδιά που δεν μπήκαν στη σχολή που επιθυμούσαν ακολούθησαν διαφορετική πορεία και αυξήθηκαν οι πιθανότητες να είναι ευτυχισμένα. Η αποτυχία τους μετατράπηκε σε ευκαιρία να διορθώσουν τον τρόπο που λειτουργούσαν μέχρι εκείνη την στιγμή και τους προσέφερε μια σημαντική εμπειρία και γνώση για τη ζωή τους.
Επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, και αυτό μας το απέδειξε με έντονο τρόπο η πανδημία του κορονοϊού καλούμαστε να αναπτύξουμε την ικανότητα της ψυχικής ανθεκτικότητας, να είμαστε σε θέση να προσαρμοζόμαστε και να βρίσκουμε νέους δρόμους για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής» καταλήγει η ίδια.