«Με συναρπάζει όταν βλέπω τέτοια εξαιρετική απόκριση. Μου δίνει ελπίδα ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε παρόμοιες μεθόδους και αντιστοιχίσεις και για άλλους καρκίνους», δήλωσε πρόσφατα στην «Washington Post» η Τζούλι Γκράλοου, εκτελεστική αντιπρόεδρος της American Society of Clinical Oncology. Είχε προηγηθεί η δημοσιοποίηση των εντυπωσιακών αποτελεσμάτων που είχε η μικρής έκτασης κλινική δοκιμή ενός φαρμάκου κατά όγκων στο ορθό, οι οποίοι εμφανίζουν μια συγκεκριμένη ανωμαλία ύστερα από μετάλλαξη (MMR), καθώς διαπιστώθηκε πως η χορήγησή του οδήγησε στην πλήρη εξαφάνισή τους και στα 14 άτομα στα οποία είχε ολοκληρωθεί η εξάμηνη αγωγή. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό κατέστη δυνατό χωρίς να χρειαστεί η παραμικρή χειρουργική επέμβαση, ακτινοβολία ή χημειοθεραπεία. Το σκεύασμα που χρησιμοποιήθηκε, άλλωστε, βασίζεται στην αρχή της ανοσοθεραπείας – με άλλα λόγια, όπως λένε κάποιοι ειδικοί, της «εκπαίδευσης» των κυττάρων και συνολικά του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν και να καταστρέφουν τους καρκινικούς «εισβολείς». Με στόχο είτε τη μείωση της πιθανότητας να υπάρξουν υποτροπές και μεταστάσεις που προκαλούνται από κύτταρα τα οποία έχουν «ξεμείνει» στον οργανισμό μετά τις παραδοσιακές θεραπείες είτε, σε πιο προηγμένο στάδιο, τη μη εκδήλωση του καρκίνου. «Αυτή είναι και η μεγάλη υπόσχεση της συγκεκριμένης μεθόδου: η συνταγή της αντιμετώπισης κάθε συγκεκριμένου όγκου και του γονιδιώματος που τον συνοδεύει με μια ειδική θεραπεία», σημείωσε η Γκράλοου. Εμφανίστηκε δε αισιόδοξη ότι σταδιακά το παραπάνω σχήμα μπορεί να βρει εξίσου αποτελεσματική εφαρμογή και σε άλλους τύπους καρκίνου, οδηγώντας σε μια «επανάσταση» στην αντιμετώπιση αυτής της μάστιγας.
Τέλος τα «σκευάσματα από το ράφι»
Με αυτή την εκτίμηση δείχνει να συμφωνεί και ο Ουγκούρ Σαχίν, εκ των συνιδρυτών της BioNTech, της γερμανικής εταιρείας που θεωρείται από τους πρωτεργάτες της τεχνολογίας m-RNA και έγινε παγκοσμίως γνωστή χάρη στο εμβόλιο κατά της Covid-19 που παρασκεύασε σε συνεργασία με την αμερικανική Pfizer. Οπως τονίζει μιλώντας στους «Financial Times», ο ίδιος και η σύζυγός του Οζλέμ Τουρετσί ποντάρουν πλέον τα… ρέστα τους σε μια ελπίδα η οποία μέχρι πρόσφατα φάνταζε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας: τη δυνατότητα προσαρμογής των φαρμάκων και θεραπευτικών σχημάτων στην ειδική περίπτωση του καρκίνου κάθε ασθενούς. Εφόσον αυτό επιτευχθεί, τονίζει, τότε θα σημάνει κυριολεκτικά την αναμόρφωση ολόκληρης της φαρμακευτικής βιομηχανίας – ενός κλάδου με παγκόσμιο κύκλο εργασιών της τάξης των 1,2 τρισ. δολαρίων ετησίως. «Επειδή κάθε ασθενής είναι διαφορετικός, δεν μπορείς απλώς να χρησιμοποιείς κάτι που παίρνεις από το ράφι», λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος, σε συνέντευξή του προς τη γερμανική «Handelsblatt», ισχυρίζεται πως «η τεχνολογία m-RNA συγκαταλέγεται στις ιδανικές για την ογκολογία, επειδή μπορεί να εξατομικευθεί πολύ καλά». «Ξεκινώ από την παραδοχή ότι θα φτάσει σε ανάλογο επίπεδο με αυτό στο οποίο βρίσκονται σήμερα τα μονοκλωνικά αντισώματα», προσθέτει – αναφερόμενος παράλληλα στον στόχο που έχει θέσει η εταιρεία του, να κυκλοφορήσει στην αγορά τα πρώτα αυτού του είδους σκευάσματα για την αντιμετώπιση του καρκίνου μέσα στα επόμενα 3-5 χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Washington Post», ακόμη και καρκίνοι σε προχωρημένο στάδιο, αλλά και μεταστατικοί όγκοι που είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν, έχουν δείξει να ανταποκρίνονται πολύ καλά στη χρήση σκευασμάτων όπως αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην προαναφερθείσα δοκιμή, τα οποία βασίζονται στην αρχή της ανοσοθεραπείας. Γνωστά και ως «αναστολείς των σημείων ελέγχου», τα φάρμακα αυτά έχουν την ικανότητα να μπλοκάρουν μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη του καρκινικού κυττάρου, η οποία αναγκάζει το ανοσοποιητικό σύστημα να αναστέλλει την απόκρισή του, αντί να αναγνωρίζει και να εξολοθρεύει τους «εισβολείς».
Οπως αναφέρει ο Σκοτ Κόπετζ, καθηγητής στο MD Anderson Cancer Center του Χιούστον, στοιχεία από άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι στο 70% των ατόμων με μεταστατικούς καρκίνους στο ορθό που υποβλήθηκαν σε ανοσοθεραπεία οι όγκοι παρέμεναν εξαφανισμένοι έπειτα από μια πενταετία. Κι αυτό, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, είναι πολύ ενθαρρυντικό, καθώς από τη στιγμή που οι όγκοι δεν επανεμφανίζονται για κάποια χρόνια θεωρείται πολύ πιο δύσκολο να «επιστρέψουν» μελλοντικά.
Ναι μεν, αλλά…
Δεν χωράει αμφιβολία, φυσικά, ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί, πολλά εμπόδια να ξεπεραστούν και πολλά ερωτήματα να απαντηθούν προτού συντελεστεί η «επανάσταση». Για παράδειγμα, όπως τονίζει ο Κόπετζ και άλλοι επιστήμονες, το διάστημα της δοκιμής στην οποία αναφερθήκαμε αρχικά (έξι μήνες) θεωρείται πολύ μικρό για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Επιπλέον, η γενετική «ανωμαλία» στους συγκεκριμένους τύπους καρκίνου που εντοπίζεται και επιτρέπει στα συγκεκριμένα σκευάσματα να δρουν τόσο αποτελεσματικά δεν μπορεί να διαγνωστεί εξίσου εύκολα σε άλλους όγκους, όπως για παράδειγμα στους πνεύμονες ή στον εγκέφαλο.
Από την πλευρά του, το αφεντικό της BioNTech είναι ξεκάθαρο για το ότι η μέθοδος της ανοσοθεραπείας δεν είναι ικανή από μόνη της να θεραπεύσει τον καρκίνο, τουλάχιστον με βάση τα όσα γνωρίζουμε σήμερα. «Ο καρκίνος πρέπει να διαγιγνώσκεται πολύ νωρίτερα, επειδή στα πρώιμα στάδια είμαστε σε θέση να τον θεραπεύσουμε καλύτερα. Αυτή παραμένει η πιο σημαντική στρατηγική», λέει στη «Handelsblatt». Παράλληλα, όπως αποκαλύπτει στους «Financial Times», η εταιρεία του ακολουθεί διαφορετική τακτική από την ανταγωνίστριά της Moderna και στοχεύει στην αντιμετώπιση του καρκίνου με συνδυασμό της τεχνολογίας m-RNA με άλλες θεραπείες, όπως οι κυτταρικές, τα αντισώματα και διάφοροι τρόποι «ρύθμισης» και προσαρμογής του ανοσοποιητικού συστήματος του κάθε ανθρώπου.
Οπως είναι φυσικό, οι προοπτικές που διαφαίνονται έχουν προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον και των επενδυτών. Ενδεικτικά, ο Μπραντ Λάνκαρ, που ηγείται ενός fund το οποίο δραστηριοποιείται έντονα σε εταιρείες βιοτεχνολογίας και ερευνών για τον καρκίνο, κάνει λόγο για «οριακά επαναστατικές» αλλαγές, τονίζοντας πως «είναι τόσο ενδιαφέρουσες που έχουν αναγκάσει όλο τον κλάδο να επανεξετάσει την αντιμετώπιση των συμπαγών όγκων». Πάντως, τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι προειδοποιούν πως, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, «δεν είναι μηδενικές» οι πιθανότητες να αποδειχθεί τελικώς ότι η τεχνολογία m-RNA και η ανοσοθεραπεία μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον καρκίνο.