Ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα της Μυκόνου: οι 112 (συν)άνθρωποι που βρέθηκαν ξυλάρμενοι στο νησάκι του Μπάου, μπρος από την βιλάρα του Κοπελούζου, και που τους μετέφεραν κρυφά στο Κέντρο Υγείας διασχίζοντας καθ’ οδόν τα πεντάστερα της Ταγκού, από τις ιδιωτικές (ανά δωμάτιο!) γαλάζιες πισίνες των οποίων γκόμενες τους έκαναν χάζι.
Αυτή είναι η Μύκονος. Κι αυτοί οι Μυκονιάτες – προς το παρόν άδοντες, λίγα μόλις, μίλια από τα δήθεν σύνορα της «Γαλάζια Πατρίδας» του Ερντογάν – δεν θα καταλάβουν τίποτα;
Δεν θα καταλάβουν! Απλούστατα γιατί είναι μετανάστες στον τόπο τους κι αυτοί, κι αρχίζουν να το ψυλλιάζονται.
Εξού και το παραπονιάρικό τους, που άκουγα από τους ξενιτεμένους Μυκονιάτες, χτίστες, τότε, στην Αθήνα του ’50 της αντιπαροχής , όταν ο πάππος μου με κουβαλούσε όλο χαρά μαζί του τις Κυριακές στο καφφενείον ( με δυο «φ» παρακαλώ) του Μπουγιούρη στα Σεπόλια.
Το παραπονιάρικο, τώρα: » Αλί, καημένη Μύκονος, τα τέκνα σου ξορίζεις.Τον ξένο κάνεις εδικό, κι εμέ δε με γνωρίζεις. »
Συναισθηματισμοί; Ναι!
Κοινωνική δικαιοσύνη; Οχι! Αργεί ακόμα.
ΥΓ.
Δεν θέλω να σκέφτομαι τη Μύκονο ως ένα χολυγουντιανό στούντιο του ’50 , ενα τεράστιο χαρτονένιο σκηνικό, με τους φοίνικες, τους ντραγκ – κουιν στα σοου κεκλεισμένων των θυρών, το ανυπέρβλητο γενικευμένο κιτς της χλιδής, τον Ψινάκη έστω, ημίγυμνο ως Βίκτορ Ματσούρ, στον «Χιτώνα» και για σκλάβους τις ορδές των Αράβων από τα κρουαζιερόπλοια.
Προτιμώ να την σκεφτώ σαν το παιχνίδι με τα τρία μόνο ζαριά που διάβαζα γι’ αυτό στο χθεσινό «Βήμα»: είναι υπολογισμένο για να κερδίζει μόνον αυτός που το οργανώνει.