Ενας μελετητής των ελληνοτουρκικών σχέσεων που θα θελήσει να εγκύψει σε αυτές και να τις προσεγγίσει διαχρονικά και κριτικά θα διαπιστώσει πολύ εύκολα ότι δεν αρκεί ούτε η πολιτική ούτε μόνο η νομική προσέγγιση. Επί πολλές δεκαετίες τώρα ‒ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι σχέσεις αυτές πέρασαν από το εγκάρδιο διάλειμμα της δεκαετίας του 1930 και τη νεκρή περίοδο της δεκαετίας του 1940 ‒ βρίσκονται σε εναλλασσόμενες φάσεις καχυποψίας, ανταγωνισμού, εντάσεων, κρίσεων και παραγωγής και συσσωρεύσεως νέων προβλημάτων.
Οι καταστάσεις αυτές, όσο περνούν τα χρόνια και τα ζητήματα συσσωρεύονται και παραμένουν ανεπίλυτα, έχουν πολλαπλές δυσμενέστατες επιπτώσεις. Πρώτον, πείθουν τις elites και των δύο χωρών ότι η παγίωση και το ανεπίλυτο των προβλημάτων έχει επιβάλει πλέον αμετακίνητες κόκκινες γραμμές και στους δύο εμπλεκόμενους και δεύτερον, ότι οι τρίτοι καλοπροαίρετοι ή συμφεροντολόγοι καλόν είναι να παραμείνουν, για το καλό τους πάντοτε, εκτός παιδιάς διότι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τα ζητήματα αυτά, ότι δεν είναι αμερόληπτοι κ.τ.λ. Κανείς βέβαια δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει γιατί η πλειονότης των ζητημάτων αυτών έχει βρει λύσεις και ρυθμίσεις σε ανάλογες περιπτώσεις παγκοσμίως αλλά όχι στην ελληνοτουρκική παθολογία. Και γιατί θα πρέπει οι δύο πρωταγωνιστές να αναζητούν συνεχώς μεθοδολογίες επιβολής, απειλών και καταναγκασμού η μία (Τουρκία) και διεθνοποιήσεις και πολυμερισμού των ζητημάτων η άλλη (Ελλάς).
Και όλα τα ανωτέρω διανθίζονται μονίμως από δύο ενδημικά στοιχεία, δηλ. συνεχείς επικλήσεις του διεθνούς δικαίου, αλλά και αδυσώπητο ανταγωνισμό εξοπλισμών με όλες τις εντεύθεν συνέπειες.
Τελευταία έκφραση των καταστάσεων αυτών, η εκτράχυνση των διμερών μας σχέσεων σε όλα τα επίπεδα και με βαριές προσωπικές προσβολές σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και φθηνής ρητορικής και πεζοδρομιακής ιστορικής φιλολογίας σε επίπεδο κράτους προς κράτος και λαού προς λαό. Γιατί τις εξελίξεις αυτές αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η τουρκική πλευρά.
Επίκεντρο τώρα της εντάσεως είναι η λεγόμενη στρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατ. Αιγαίου και της Δωδεκανήσου εκ μέρους της Ελλάδος και η εν προκειμένω έντονη αντίδραση της Τουρκίας με απειλές πολέμου, εδαφικών διεκδικήσεων, ιστορικών λαθών που χρήζουν διορθώσεων, αναθεωρητισμού διεθνών συνθηκών ειρήνης διότι η εδαφική επέκταση της Ελλάδος στο Αιγαίο έγινε υπό όρους που δεν σέβεται η χώρα μας (κατά την Τουρκία πάντοτε) κ.τ.λ. Επισημαίνουμε ότι από την τουρκική επιχειρηματολογία και επιθετική ρητορική διαφεύγει το αυτονόητο, ότι δηλ. η λεγόμενη στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων απειλεί την ασφάλεια της Τουρκίας! Το επιχείρημα αυτό έχει κατ’ επανάληψιν χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία εντός ΝΑΤΟ κατά της Ελλάδας στο παρελθόν, η δε παράλειψη στην τρέχουσα περίοδο δεν είναι απλή αβλεψία, αλλά απόπειρα της γείτονος να μη γίνει καταγέλαστη χρησιμοποιώντας παρόμοιους ισχυρισμούς, την ώρα μάλιστα που αποδύεται σε τεράστια προσπάθεια να αναγνωρισθεί ως περιφερειακή δύναμη στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο.
Ο κύριος λοιπόν στόχος της Τουρκίας με επίκεντρο τη λεγόμενη στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων του Αιγαίου είναι όχι η ασφάλειά της, αλλά η αποδόμηση του ισχυρού ελληνικού χαρτιού, το οποίο λέγεται τήρηση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της χώρας μας και συνεχής παραβίασή του εκ μέρους της Τουρκίας, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε να δικαιολογεί (κατά την τουρκική πάντοτε οπτική και επιδίωξη), ακόμη και τη μεταφορά εδαφικής κυριαρχίας από την Ελλάδα στην Τουρκία. Υπό τις δεδομένες συνθήκες η διατήρηση του γνωστού casus belli της Τουρκίας κατά της χώρας μας μάλλον παραβλέπεται ή τείνει να υποβαθμισθεί, δεδομένου ότι αφορά τουρκική απειλή για τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, ενώ στο παρόν στάδιο προβάλλεται ευθέως εδαφική απειλή εναντίον μας λόγω στρατιωτικοποιήσεως μέρους της νησιωτικής μας εδαφικής επικρατείας.
Επιπλέον, η απειλή της Τουρκίας κατά της Ελλάδας, με απαξιωτικούς πάντοτε χαρακτηρισμούς, προβάλλεται και κατά επισκέψεων ελλήνων πολιτικών αξιωματούχων στα ελληνικά νησιά του Ανατ. Αιγαίου, σε μια γελοία πράγματι απόπειρα να χαρακτηρισθούν οι επισκέψεις αυτές ως προκλητικές κατά της γείτονος γιατί λαμβάνουν χώρα «κάτω από τη μύτη της» όπως λέγεται.
Αυτή θα ήταν μια μορφή φινλανδοποίησης μέρους της εδαφικής μας επικρατείας, αλλά κατά τα άλλα η Τουρκία αποκρούει, προς το παρόν τουλάχιστον, την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη…
Η απάντησή μας στα προαναφερθέντα έχει εν συνόψει ως εξής:
l Η χώρα μας αντιμετωπίζει πραγματική εδαφική απειλή από μια αναθεωρητική/διεκδικητική Τουρκία από το 1974 και εντεύθεν. Εχει το αναφαίρετο δικαίωμα εθνικής αμύνης (Χάρτης ΟΗΕ) και είναι αποφασισμένη να προστατεύσει αποτελεσματικά όλα τα δικαιώματά της, καθόσον αφορά τα σύνορά της στο έδαφος, στη θάλασσα και στον εναέριο χώρο.
l Είναι πιστή στην τήρηση των διεθνών της υποχρεώσεων μετέχουσα σε όλους τους ευρωατλαντικούς θεσμούς και καλλιεργούσα σχέσεις καλής γειτονίας, συναντίληψης και συμμαχίας στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αλλά και διμερώς, με σκοπό πάντοτε την ειρήνη, τη σταθερότητα, τη συνεργασία, με όλους, χωρίς απειλές πολέμου και χρήσης βίας στην επίλυση των διαφορών.
l Το νομικό καθεστώς των ελληνικών νήσων του Ανατ. Αιγαίου και της Δωδεκανήσου βασίζεται στις ισχύουσες Συνθήκες Ειρήνης της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947). Η ελληνική κυριαρχία στις νήσους αυτές ουδέποτε ανεγνωρίσθη υπό όρους αντιστροφής. Είναι οριστική και αναγνωρισμένη από τους πάντες και μέχρι πολύ πρόσφατα και από την Τουρκία.
l Δεν υπάρχει ομαδοποίηση αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νήσων του Αιγαίου ως διατείνεται η Τουρκία. Υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις ότι Λήμνος και Σαμοθράκη, βάσει της Σύμβασης του Montreux 1936, δεν υπόκεινται σε κανενός είδους περιορισμό, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία σε περιορισμούς μη οχυροποίησης αλλά όχι αποστρατιωτικοποίησης (και μάλιστα κατ’ αμοιβαιότητα και κατά περίπτωση με την Τουρκία) με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης 1923 και τέλος, αναφορικά με τη Δωδεκάνησο, η Τουρκία δεν έχει λόγο διότι απλούστατα δεν είναι μέρος της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1947).
Η συζήτηση βεβαίως δεν τελειώνει ποτέ με την επίκληση επιχειρημάτων νομικής μορφής. Αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι περιορισμοί της κυριαρχίας (π.χ. αποστρατιωτικοποίηση, εφόσον υπάρχει), ερμηνεύονται κατά τρόπο στενό. Η ένταση πάντοτε κάπου οδηγεί, είτε στην έξοδο είτε στην αντιπαράθεση. Αφού το κανάλι του διαλόγου υψηλού επιπέδου έκλεισε, τουλάχιστον επί του παρόντος χρειάζεται εντατικοποίηση, με κάθε πρόσφορο μέσον, της αποτροπής πολιτικής και αμυντικής.
Ο κ. Γεώργιος Σαββαΐδης είναι πρέσβης
ε.τ., πρώην γενικός γραμματεύς ΥΠΕΞ.