Σχεδόν ένα δισ. δολάρια εισπράττει η Ρωσία από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου καθημερινά από την ημέρα που τα στρατεύματά της εισέβαλαν στην Ουκρανία και ξεκίνησε ο πόλεμος.
Ελάχιστα λιγότερα από όσα εισέπραττε προπολεμικά, αλλά όχι τόσο λίγα όσο θα επιθυμούσε η Δύση με τις κυρώσεις τις οποίες έχει επιβάλει στο καθεστώς Πούτιν.
Διότι και τα «παραθυράκια» στις κυρώσεις είναι πάμπολλα και η Μόσχα έχει ήδη στραφεί σε νέες αγορές της Ανατολής, στις οποίες εξάγει τον ορυκτό της πλούτο, έστω και κοψοχρονιά.
Το ρούβλι και τα δυτικά νομίσματα
Απομονωμένη, όμως, η Ρωσία από τις διεθνείς αγορές με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως υποδηλώνει εξάλλου και η ισοτιμία του ρουβλίου με τα δυτικά νομίσματα, η οποία όχι μόνο έχει υπερκαλύψει τις αρχικές απώλειες που υπέστη μετά την εισβολή, αλλά ενισχύεται σημαντικά (σχεδόν 25% έναντι του δολαρίου) συγκριτικά με τα επίπεδα που βρισκόταν προτού ξεσπάσει ο πόλεμος.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη το Centre For Research on Energy and Clean Air (CREA) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το αδιέξοδο των κυρώσεων της Δύσης.
Σύμφωνα με το ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο που εδρεύει στο Ελσίνκι, η Ρωσία τις πρώτες 100 ημέρες του πολέμου (από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 3 Ιουνίου συγκεκριμένα) είχε έσοδα 97 δισ. δολαρίων από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων. Ποσοστό άνω του 61% των εξαγωγών κατευθύνθηκε προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ΕΕ εισήγαγε ρωσική ενέργεια αξίας περίπου 59 δισ. δολαρίων.
Συμφέρει τη Μόσχα ο πόλεμος
Βάσει της έρευνας, οι εξαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία κορυφώθηκαν λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου – και προτού βέβαια ξεκινήσει η επιβολή κυρώσεων. Τον Μάρτιο τα έσοδα για τη Μόσχα από τις πωλήσεις φυσικού αερίου και πετρελαίου ξεπέρασαν το 1 δισ. δολάρια ημερησίως.
Στη συνέχεια μειώθηκαν περίπου κατά 3%. Συνολικά τα έσοδα των 100 πρώτων ημερών (970 εκατ. δολ. ημερησίως) ξεπέρασαν τις δαπάνες του πολέμου, που το CREA υπολογίζει στα 876 εκατ. δολ. ημερησίως. Κάθε μέρα, δηλαδή, η Μόσχα έχει θετικό ισοζύγιο 94 εκατ. δολαρίων.
Αν εξαιρέσει βέβαια κανείς το βαρύ τίμημα της απώλειας πολλών ανθρώπινων ζωών, συμπεραίνει κάποιος ότι ο πόλεμος συνιστά προσώρας μια κερδοφόρα επιχείρηση για τη Ρωσία.
Η ΕΕ πάντως σχεδιάζει να «σφίξει» το ενεργειακό εμπάργκο απαγορεύοντας τις διά θαλάσσης εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου έως τα τέλη του 2022, κάτι που «μεταφράζεται» σε μείωση των εισαγωγών κατά τα δύο τρίτα, όπως επισημαίνει το BBC.
Η λιγότερο εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια Βρετανία αποφάσισε να απαγορεύσει πλήρως τις εισαγωγές πετρελαίου έως τα τέλη του έτους, ενώ οι ακόμα λιγότερο εξαρτημένες ΗΠΑ εξήγγειλαν την πλήρη απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικής ενέργειας (πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα).
Στη Δύση μέσω της Ινδίας
Το CREA εκτιμά ότι το ευρωπαϊκό εμπάργκο θα έχει σημαντικό αντίκτυπο για τη Μόσχα. Αλλά, από την άλλη, οι εξαγωγές ρωσικής ενέργειας προς την Ινδία από το 1% του συνόλου που ήταν πριν από την εισβολή, έφθασαν στο 18% τον Μάιο. Στην έκθεση σημειώνεται ότι το πετρέλαιο που εξάγεται στην Ινδία αφού διυλιστεί προωθείται ανεμπόδιστα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Πρόκειται για μείζονα «αβλεψία» της Δύσης σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Εκτός από την Ινδία, εξάλλου, η έρευνα έδειξε ότι τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου αύξησαν το τελευταίο διάστημα η Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, που είναι μάλιστα μέλη του OPEC, αλλά και η Γαλλία.
«Το πλέγμα των κυρώσεων κατά της Μόσχας είναι διάτρητο. Η ενέργεια εξακολουθεί να χρηματοδοτεί τις πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, παρά το ότι ακόμα και το μερικό εμπάργκο της ΕΕ θα στερούσε από τη Μόσχα έσοδα 36 δισ. δολαρίων ετησίως. Αλλά όσο το ρωσικό πετρέλαιο καταλήγει μέσω Ινδίας στη Δύση, οι κυρώσεις θα παραμένουν αναποτελεσματικές. Η εξαίρεση των διυλισμένων καυσίμων από την απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικής ενέργειας απλώς αλλάζει τις διαδρομές που διανύει το ρωσικό πετρέλαιο για να φτάσει στη Δύση» σημειώνει ο αναλυτής του BBC Τέο Λέτζετ.
Επανεθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας σκέφτεται ο Μακρόν
Αν μετά το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής ο συνασπισμός «Μαζί!» του Εμανουέλ Μακρόν σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα εξετάσει την επανεθνικοποίηση της EDF (Electricite De France). «Σχετική απόφαση δεν έχει ληφθεί, αλλά δεν αποκλείεται να καταλήξουμε στην επανεθνικοποίηση προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή νέων πυρηνικών αντιδραστήρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας» αποκάλυψε η υπουργός Ενεργειακής Μετάβασης Ανιές Πανιέ-Ρινασέ. Παράλληλα με τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το Παρίσι προγραμματίζει την ενίσχυση των πυρηνικών ενεργειακών μονάδων με 60 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση ελέγχει το 85% του μετοχικού κεφαλαίου της EDF, αλλά πιθανόν να χρειαστεί να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της εταιρείας.
«Σταματήστε να χρηματο-δοτείτε τον άνθρακα»
Την υποκριτική στάση των κυβερνήσεων, που από τη μία εξαγγέλλουν τη στροφή προς την «καθαρή» ενέργεια και από την άλλη χρηματοδοτούν τις έρευνες για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, στηλίτευσε την περασμένη Τρίτη με παρέμβασή του σε περιβαλλοντική διάσκεψη κορυφής στη Βιέννη ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες. Ο πορτογάλος επικεφαλής του ΟΗΕ απηύθυνε έκκληση στη διεθνή κοινότητα η εκτίναξη των τιμών των υδρογονανθράκων να μη γίνει αφορμή για να περιοριστούν οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Η γενικότερη αστάθεια στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, που πυροδότησε ο πόλεμος, δεν πρέπει να αποτελέσει πρόφαση για να περιοριστούν οι πράσινες επενδύσεις από τις αναπτυγμένες οικονομίες και να αυξηθεί η χρηματοδότηση των υδρογονανθράκων» τόνισε ο κ. Γκουτέρες. «Η θερμοκρασία του πλανήτη μας έχει ήδη αυξηθεί κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου. Για να συγκρατήσουμε την αύξηση στον ενάμιση βαθμό πρέπει να μειώσουμε κατά 45% την εκπομπή ρύπων έως το 2030 και να μηδενίσουμε τους ρύπους έως τα μέσα του αιώνα. Αλλά με τις μέχρι τώρα εθνικές δεσμεύσεις αντί για μείωση 45% θα έχουμε αύξηση των ρύπων κατά 14% τη δεκαετία που διανύουμε» εξήγησε.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σε έκθεσή του κατακεραύνωσε τις κυβερνήσεις των «27» για την προκλητικά ευνοϊκή φορολόγηση των υδρογονανθράκων. «Αν και οι επιδοτήσεις στις ΑΠΕ σχεδόν τετραπλασιάστηκαν το διάστημα από το 2008 έως το 2019, εκείνες που προορίζονται για την ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων παρέμειναν σχεδόν σταθερές, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κάποια κράτη-μέλη είχαν δεσμευθεί να τις μειώσουν σταδιακά» σημειώνει το ανώτατο οικονομικό δικαστήριο της ΕΕ.