Πριν από 13 χρόνια η ιταλίδα ηθοποιός Αλμπα Ρορβάρχερ (στις φλέβες της οποίας κυλά και γερμανικό αίμα από την πλευρά του πατέρα της) επελέγη ως «πολλά υποσχόμενη ευρωπαία ηθοποιός» (European Shooting Star). Ο τίτλος έχει εξέχουσα σημασία για τους νέους ηθοποιούς, καθώς την επιλογή κάνει η επιτροπή Προώθησης Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (European Film Promotion), σε μια προσπάθεια διάκρισης καλλιτεχνών που έχουν μέλλον μπροστά τους.

Η Ρορβάχερ τίμησε τον τίτλο. Ως τότε η δουλειά της είχε φανεί στην τηλεόραση (ντεμπούτο το 2004 στη σειρά «Don Matteo»), στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο, δίπλα σε σκηνοθέτες όπως ο Μάρκο Μπελόκιο («Il regista di matrimoni», 2006), ο Ντανιέλε Λουκέτι («Ο αδελφός μου είναι μοναχοπαίδι», 2007) και ο Πούπι Αβάτι («Il papa di Giovanna», 2008). Στις περισσότερες από αυτές τις ταινίες οι ρόλοι της ήταν μικροί αλλά η παρουσία της έντονη, χάρη στα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της: καστανοκοκκινομάλλα, με μεγάλα μπλε μάτια, πρόσωπο γεμάτο γωνίες, σουβλερή μύτη και ύφος που ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιφύλαξη και την απορία. Χωρίς να είναι αυτό που λέμε κούκλα, η Αλμπα Ρορβάχερ έχει έναν εντελώς δικό της τύπο τον οποίο το σινεμά έχει αξιοποιήσει σε καλές ταινίες «ψυχολογικού προσανατολισμού», στις οποίες υποδύεται συχνά γυναίκες με περίπλοκο συναισθηματικό κόσμο. Προσφάτως την είδαμε σε έναν τέτοιο ρόλο, πρωταγωνίστρια στα «Κορδόνια» του Λουκέτι, ενώ η ερμηνεία της στις «Πεινασμένες καρδιές» του Σαβέριο Κοστάντσο, όπου η Ρορβάχερ υποδύεται μια μητέρα που αρνείται να ταΐσει το βρέφος της με τροφές του εμπορίου, είναι πραγματικά συγκλονιστική.

Το ίδιο συμβαίνει στην τελευταία δημιουργία του Νάνι Μορέτι «Τρία πατώματα» («Tre piani», 2021). Βασισμένη στο βιβλίο του ισραηλινού συγγραφέα Εσκολ Νέβο, η ταινία αφηγείται την πορεία στον χρόνο τριών οικογενειών που ζουν στο ίδιο κτίριο της Ρώμης και πραγματεύεται πανανθρώπινα θέματα όπως η ευθύνη του γονιού. Στην ταινία, η 43χρονη σήμερα ηθοποιός (γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1979 και είναι τρία χρόνια μεγαλύτερη από την αδελφή της, τη σκηνοθέτρια Αλίς Ρορβάχερ) παλεύει να διατηρήσει την ψυχική της ισορροπία ενώ μεγαλώνει ένα παιδί.

 

Τι βρήκατε ενδιαφέρον όταν διαβάσατε το σενάριο της ταινίας «Τρία πατώματα»;

«Κατ’ αρχάς γνώριζα το βιβλίο του Νέβο και μου είχε αρέσει πολύ. Οταν διάβασα το σενάριο του Νάνι, γραμμένο σε συνεργασία με τη Βάλια Σαντέλα και τη Φεντερίκα Ποντρέμολι, ενθουσιάστηκα. Είχε γίνει εξαιρετικά προσεκτική εργασία ανάπτυξης χαρακτήρων πέρα από την κάθε περίοδο που αφηγείται το βιβλίο. Αυτές οι τρεις ιστορίες, λοιπόν, γεννήθηκαν από το μυθιστόρημα αλλά μετά αποσπάστηκαν από αυτό, έγιναν ανεξάρτητες και αυτόνομες. Και αυτό μού άρεσε ιδιαίτερα».

Πώς πιστεύετε ότι τα «Τρία πατώματα» μπορεί να θεωρηθεί σημαντική ταινία σε ό,τι αφορά τις οικογενειακές αξίες στις μέρες μας;

«Τα «Τρία πατώματα» είναι νομίζω μια ταινία που κυρίως μιλάει για το πότε είναι σημαντικό να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για κάθε μας πράξη. Γιατί μερικές φορές αυτές οι πράξεις μας έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων γύρω μας. Γονιός σημαίνει κυρίως ευθύνη».

 

Εχετε υποδυθεί αρκετές αγχωμένες μητέρες στο σινεμά, από τις «Πεινασμένες καρδιές» μέχρι τα «Θαύματα» που σκηνοθέτησε η αδελφή σας Αλίς. Το βρίσκετε όντως αγχωτικό όταν απεικονίζετε τέτοιους χαρακτήρες;

«Οχι! Ηταν πάντα μια απόλαυση για εμένα, ακόμα κι όταν κλήθηκα στην ταινία «Πεινασμένες καρδιές» να υποδυθώ έναν πολύ δύσκολο χαρακτήρα. Αν δουλεύω σε ένα έργο που αγαπώ, δεν φοβάμαι τη δυσκολία του χαρακτήρα, μάλιστα και οι δύο ταινίες που αναφέρατε είναι ταινίες με τις οποίες με δένουν υπέροχες αναμνήσεις από τη διαδικασία της δουλειάς».

Μπορείτε να περιγράψετε με λίγα λόγια τη σχέση σας με τον Nάνι Μορέτι, έναν από τους πιο αξιοσέβαστους σκηνοθέτες της Ιταλίας; Πώς γνωριστήκατε;

«Θαυμάζω και αγαπώ πολύ τον Νάνι. Πριν από χρόνια συμμετείχα στην ταινία «Ηρεμο χάος», όπου εκείνος είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και εγώ υποδυόμουν τη γραμματέα του. Θυμάμαι ότι ένιωθα σαν ένα μικρό κορίτσι δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο. Ο κινηματογράφος του με έχει μεγαλώσει, ο τρόπος που βλέπει την πραγματικότητα πάντα με ενδιέφερε. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν θαυμάσια. Χρειάζεται μεγάλη συγκέντρωση, εμπιστοσύνη, παρουσία. Ο Νάνι δουλεύει πάνω στην αυθεντικότητα του χαρακτήρα, κάτι όμορφο, αλλά και πολύπλοκο. Και το ταξίδι που κάνω για να φτάσω εκεί είναι μερικές φορές κουραστικό, αλλά συναρπαστικό».

 

Η υποκριτική είναι φυσικά η κύρια εστίασή σας, αλλά η σκηνοθεσία μπορεί επίσης να σας ταιριάζει με φρέσκες ιδέες και στυλ. Εχετε σκοπό να ασχοληθείτε με το σινεμά πίσω από την κάμερα ή αυτή η δουλειά είναι αποκλειστικά για την αδελφή σας την Αλίς;

«Για την ώρα δεν σκέφτομαι να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Ο τρόπος που δουλεύω έχει να κάνει με το να μοιράζομαι ιδέες και προς το παρόν αυτός είναι ο τρόπος μου να καταθέτω τις σκηνοθετικές μου ιδέες, θέτοντας τη φαντασία μου στα χέρια σκηνοθετών που είναι καλύτεροι από εμένα».

Μια από τις πιο πρόσφατες ταινίες σας είναι η «Χαμένη κόρη» της Μάγκι Τζίλενχαλ που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στις Σπέτσες. Τι βρήκατε ενδιαφέρον σε αυτό το νησί;

«Μου άρεσε πολύ το νησί των Σπετσών, απόλαυσα την ηρεμία της φύσης και της θάλασσάς του. Και μου άρεσε πάρα πολύ που συμμετείχα κι εγώ στην ταινία της Μάγκι. Ηταν πραγματικά μια αξέχαστη εμπειρία, ένα εξίσου σημαντικό φιλμ βασισμένο σε ένα εξίσου σημαντικό βιβλίο, το ομότιτλο της Ελενα Μοράντε».

 

Ποια είναι η σχέση σας γενικότερα με τη γειτονική σας χώρα την Ελλάδα;

«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι γιατί η Ελλάδα ήταν πάντα ένα από τα μέρη που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο. Δεν υπάρχει μέρος παρόμοιο με την Ελλάδα. Μου αρέσουν τα πάντα στη χώρα σας. Η αρχαία ιστορία της που έχω μελετήσει με πάθος, οι άνθρωποι, τα τοπία, το φως, το φαγητό… Τα πάντα».

Η ταινία «Τρία πατώματα» θα παίζεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 30 Ιουνίου.