«Ο μόνος τρόπος να «ενσωματωθεί» η Τουρκία σε μια νέα δυτική πολιτική ασφαλείας για την ευρύτερη περιοχή είναι αν αλλάξει στρατηγική» σημείωσε ο Αντώνης Σαμαράς μιλώντας χθες βράδυ στο πλαίσιο του Συμποσίου «Διάλογοι της Νισύρου», που διοργάνωσε το ίδρυμα Γεώργιος Μίχαλος σε συνεργασία με τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Το Παγκόσμιο αίτημα της Βιωσιμότητας σήμερα».
Δεν φαίνεται πιθανό ούτε στη μετά Ερντογάν εποχή
Ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε την ανάγκη της ταχύτερης δυνατής απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της ανάδειξης των δικών της πηγών φυσικού αερίου, ήτοι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, τα οποία βρίσκονται εντός των κυριαρχικών δικαιωμάτων, ήτοι της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Ελλάδος, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου.
Ο κ. Σαμαράς ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η Τουρκία που «προσπαθεί να καταπατήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος και της Κύπρου» και η οποία βρίσκεται εσχάτως σε έναν «παροξυσμό κλιμάκωσης των προκλήσεων κατά της Ελλάδος» δεν μπορεί να ενταχθεί στον προαναφερθέντα σχεδιασμό, όσο υιοθετεί το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, όσο υποστηρίζει το τουρκο-λιβυικό μνημόνιο και όσο δεν αποδέχεται το Δίκαιο της Θάλασσας.
«Ο μόνος τρόπος να «ενσωματωθεί» η Τουρκία σε μια νέα δυτική πολιτική ασφαλείας για την ευρύτερη περιοχή είναι αν αλλάξει στρατηγική, αν εγκαταλείψει την «Γαλάζια πατρίδα», αν εγκαταλείψει τα όνειρα παλινόρθωσης της Οθωμανικής επιρροής, αν αποδεχθεί τα δικαιώματα των γειτόνων της. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Ούτε φαίνεται πιθανό να συμβεί στην μετά Ερντογάν εποχή. Οι επίδοξοι διάδοχοί του, συχνά ακούγονται μοιάζουν ακόμα χειρότεροι… Η νέα δυτική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να «ενσωματώσει» την Τουρκία χωρίς να αυτοαναιρεθεί… Κι αυτό η Γαλλία τουλάχιστον, το έχει αντιληφθεί. Και κάποιοι στις ΗΠΑ, όπως ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, επίσης…» επεσήμανε ο κ. Σαμαράς.
Ο πρώην πρωθυπουργός κατηγορεί την Τουρκία, που είναι, όπως σημειώνει, ποικίλως εξαρτημένη από τη Ρωσία, ότι κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την ανάδειξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να μην πληγεί η ολιγοπωλιακή ισχύς της έναντι της Ευρώπης. Μάλιστα, ο κ. Σαμαράς αφήνει αιχμές και κατά της Γερμανίας, επειδή επέλεξε να εξαρτηθεί από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο.
Εκτός του φυσικού αερίου, υπάρχει και το υδρογόνο
Ο πρώην πρωθυπουργός εκτιμά ότι εκτός του φυσικού αερίου, υπάρχει και το υδρογόνο ως πιθανώς καταλληλότερο καύσιμο μετάβασης, ενώ επιμένει πως «χρειαζόμαστε συνδυασμό μορφών ενέργειας! Δηλαδή, χρειαζόμαστε μια συνεχή αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά και τρία ακόμα πράγματα ταυτόχρονα: Χρειαζόμαστε παράλληλα όσο πιο καθαρές μονάδες παραγωγής από υδρογονάνθρακες, που θα καλύπτουν τα κενά των ΑΠΕ. Κυρίως από φυσικό αέριο.
Χρειαζόμαστε ακόμα μορφές παγίδευσης του άνθρακα από τέτοιες μονάδες παραγωγής από υδρογονάνθρακες, ώστε να μειωθεί ακόμα λιγότερο το «αποτύπωμά» τους. Και χρειαζόμαστε ακόμα υβριδικές μορφές, που θα μας επιτρέπουν να αποθηκεύουμε ενέργεια που παράγεται με ΑΠΕ χωρίς μεγάλες απώλειες, ώστε να τη χρησιμοποιούμε για να καλύπτουμε τα κενά των ΑΠΕ. Εκεί περίπου βρισκόμαστε σήμερα…».
Αναλυτικά, ολόκληρη η ομιλία του Αντώνη Σαμαρά έχει ως εξής:
«Το παγκόσμιο αίτημα της Βιωσιμότητας σήμερα…
Η βιωσιμότητα είμαι μια έννοια που ανατρέπει τον τρόπο που σκεπτόμαστε. Και στην Οικονομία, και στις Επιχειρήσεις και στην Πολιτική.
Κυρίως γιατί μας υποχρεώνει να αλλάξουμε τον τρόπο που λειτουργούμε ως άτομα και ως κοινωνίες:
Δηλαδή, εκτός από το παρόν, να λαμβάνουμε υπόψιν και το μέλλον!
Εκτός από το βραχυχρόνιο όφελος για μας, τους ίδιους, να συνυπολογίζουμε σοβαρά και το μακροχρόνιο καλό για όλους!
Γιατί η βιωσιμότητα – sustainability όπως είναι ο καθιερωμένος πια διεθνής όρος – σημαίνει ότι για κάθε απόφαση που παίρνουμε σήμερα, δεν μεγιστοποιούμε μόνο το όφελος για τώρα, αλλά φροντίζουμε να υπάρχουν περιθώρια ευημερίας και μια ή δύο γενιές πιο πέρα…
Μ’ άλλα λόγια δεν σπαταλάμε, δεν λεηλατούμε τους πόρους μας σήμερα, αδιαφορώντας για το τι θα συμβεί με τα παιδιά μας – ή με τα παιδιά των παιδιών μας.
Η βιωσιμότητα χρησιμοποιείται πλέον κυρίως με αναφορά στο περιβάλλον, αλλά δεν αφορά μόνο το περιβάλλον.
– Ένας επιχειρηματίας σε ένα τουριστικό νησί, που προσφέρει κακή ποιότητα υπηρεσιών τώρα, μπορεί να κερδίζει φέτος, αλλά του χρόνου δεν θα σταυρώνει πελάτη. Όποιος κάνει «αρπαχτή» μιας χρονιάς, την επόμενη χρονιά πρέπει να αλλάξει επάγγελμα. Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα μη βιώσιμης επαγγελματικής δραστηριότητας.
– Κι ακόμα: Μπορείς ως κράτος να προσφέρεις, για λίγο, παροχές υψηλότερες από όσα αντέχει η Οικονομία σου. Και τη διαφορά να τη δανείζεσαι. Αλλά την επόμενη χρονιά, θα χρειαστεί να δανειστείς κι άλλα. Και την μεθεπόμενη το ίδιο. Και τελικά θα ανακαλύψεις, ότι δεν μπορείς να δανείζεσαι όλο και περισσότερα για πάντα. Σε λίγο θα χρειαστεί να επιστρέψεις τα δανεικά. Και τότε θα ανακαλύψεις ότι η δήθεν «γενναιόδωρη πολιτική» παροχών που επέλεξες, πέρα από τις αντοχές της οικονομίας, ήταν μη βιώσιμη.
Στην εποχή μας, βέβαια η «βιωσιμότητα» έχει συνδεθεί περισσότερο με την περιφρούρηση του περιβάλλοντος.
Βέβαια, ακόμα και πριν ανακαλύψουμε την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα είχε ήδη αφήσει βαριά τη σκιά της στις αναπτυγμένες οικονομίες.
Για παράδειγμα, όταν τα απόβλητα της βαριάς βιομηχανίας μολύνουν τις λίμνες και τα ποτάμια, όταν τα οικιστικά απόβλητα μολύνουν τις θάλασσες και τα λιμάνια, όταν τα φουγάρα ή οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων μολύνουν την ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων, είναι φανερό ότι κάτι πρέπει να γίνει. Αυτή η πολιτική «ανάπτυξης» αυτή η «ευημερία» δεν πάει μακριά. Δεν είναι βιώσιμη. Δεν μπορεί να συνεχίζεται πια. Έχει μεταβληθεί σε δυστοπία.
Και πράγματι, οι σύγχρονες κοινωνίες – κυρίως οι αναπτυγμένες δημοκρατίες του Δυτικού κόσμου – είδαν το πρόβλημα και κατάφεραν να το αντιμετωπίσουν. Επέβαλαν πολιτικές που απαγορεύουν ή και φορολογούν βαριά κάποιες δραστηριότητες, κι έτσι κατάφεραν να καθαρίσουν ποτάμια, να καθαρίσουν λιμάνια και θάλασσες, να καθαρίσουν μεγάλες πόλεις από ατμοσφαιρικούς ρύπους.
Προσοχή όμως! Ό,τι ήταν σχετικά «εύκολο», όταν εκείνο που είχε επηρεαστεί ήταν το τοπικό μικροκλίμα, δηλαδή μια περιορισμένη περιοχή – μια πόλη, ένα ποτάμι ένα λιμάνι – γίνεται πολύ πιο δύσκολο όταν η βιωσιμότητα αφορά το παγκόσμιο φυσικό περιβάλλον και το παγκόσμιο κλίμα.
Κι εκεί ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα…
Η βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης είναι το πιο δύσκολο πρόβλημα.
Γιατί δεν είναι σαφές ούτε τι θέλουμε να «βελτιστοποιήσουμε», ούτε ποιοί είναι οι περιορισμοί που πρέπει να σεβαστούμε, ούτε ποιά θα είναι η τεχνολογία που θα μας βοηθήσει να λύσουμε τα προβλήματα που μοιάζουν σήμερα αξεπέραστα. Ούτε καν πιο είναι το «υποκείμενο», δηλαδή ποιό είναι το «εμείς» που πρέπει σήμερα να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις και να αναλάβει τις μεγάλες ευθύνες, για να σώσει τον εαυτό του και το συνολικό μας «σπίτι», τον πλανήτη γη.
Εμείς, η… ανθρωπότητα;
Εμείς, οι αναπτυγμένες μόνο κοινωνίες της ανθρωπότητας;
Εμείς, η Δύση;
Ποιοί;
Γιατί ενώ υποτίθεται πως όλοι θα κερδίσουμε τα ίδια, αν πάρουμε τις σωστές αποφάσεις, από την άλλη πλευρά, δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες για το πού βρισκόμαστε σήμερα, ούτε έχουμε τα ίδια να χάσουμε, αν αλλάξουμε το τωρινό αναπτυξιακό-ενεργειακό μοντέλο.
Για να το πώ απλά, οι αναπτυγμένες κοινωνίες μπορούν να αντέξουν αυξημένες επενδύσεις στην έρευνα και σε νέες υποδομές παραγωγής και διανομής ενέργειας και ενεργειακών πόρων…
Με δύο λόγια οι αναπτυγμένες κοινωνίες μπορούν να αντέξουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης με υψηλότερο κόστος, για να διασωθεί το παγκόσμιο κλίμα.
Αλλά οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν αυτή την «πολυτέλεια». Αυτές πρέπει να αναπτύσσονται με πολλαπλάσιους ρυθμούς, αν πρόκειται να κλείσουν το χάσμα που τις χωρίζει από τις πιο αναπτυγμένες. Κι αυτό τις σπρώχνει να χρησιμοποιούν μορφές ενέργειας και μοντέλα ανάπτυξης πιο παραδοσιακά και πιο ρυπογόνα.
Το επιχείρημα που προβάλλουν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες είναι ότι η αναπτυγμένη Δύση πρόλαβε να εισπράξει τα οφέλη από τη χρήση φθηνού άνθρακα ή φθηνού πετρελαίου. Και τώρα έχει ήδη επιβαρύνει το παγκόσμιο κλίμα με ρύπους κι έχει περιθώριο να το γυρίσει σε πιο καθαρές – και πιο ακριβές – μορφές ενέργειας. Επιβραδύνοντας κάπως του ρυθμούς ανάπτυξής της από δω και μπρός.
Αλλά οι πιο φτωχές χώρες δεν μπορούν να πάνε κατευθείαν στις πιο «καθαρές» μορφές ενέργειας, ούτε να αποδεχθούν πιο βραδείς ρυθμούς ανάπτυξης, γιατί δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το μειονέκτημα της φτώχειας τους.
Βέβαια, εδώ υπάρχει το ισχυρό αντεπιχείρημα ότι η καθαρή Ενέργεια δεν είναι αναγκαστικά «ακριβή». Κι ότι η ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας μειώνει συνεχώς το κόστος παραγωγής από τις καθαρές μορφές. Που επομένως καθίστανται «συμφέρουσες για όλους»…
Πράγματι, το κόστος παραγωγής από καθαρές μορφές ενέργειας μειώνεται συνεχώς: Ιδιαίτερα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, 8 και 10 και 12 φορές μικρότερο μέσα στα τελευταία 20 χρόνια! Πράγμα, πολύ εντυπωσιακό…
Αλλά προσοχή: Συνήθως μιλάμε για κόστος στον παραγωγό. Όχι το κόστος στον καταναλωτή. Και συνήθως μιλάμε για λειτουργικό κόστος στον παραγωγό. Όχι για συνολικό κόστος στην Οικονομία – άρα και στην Κοινωνία.
Ο ήλιος είναι δωρεάν για όλους, όπως και ο αέρας. Και όσο βελτιώνεται η τεχνολογία και εκμεταλλευόμαστε ήλιο και αέρα πιο «αποτελεσματικά», τόσο θα φτηναίνει το λειτουργικό κόστος παραγωγής τους. Αλλα…
Αλλά αυτό δεν είναι όλη η εικόνα: Χρειάζονται νέες υποδομές για να φτάσει η ενέργεια που παράγεται αποκεντρωμένα στο κεντρικό δίκτυο, δηλαδή χρειάζονται νέα δίκτυα.
Κι ύστερα χρειάζονται νέες επενδύσεις σε υποδομές αποθήκευσης ενέργειας για τις περιόδους που δεν φυσάει ή δεν έχει ηλιακό φώς.
Κι αυτό το κόστος των υποδομών επιβαρύνει το συνολικό κόστος.
Κι ύστερα χρειάζεται να υπάρχουν πάντα σε εφεδρεία μονάδες παραγωγής, που λειτουργούν με υδρογονάνθρακες, οι οποίες θα μπαίνουν στο σύστημα το βράδυ όταν δεν λειτουργούν τα φωτοβολταϊκά ή τις ώρες που δεν λειτουργούν τα αιολικά, γιατί δεν φυσάει πολύ, ή γιατί φυσάει παρα-πολύ και «κλειδώνουν»…
Κι όταν τέτοιες μονάδες παραγωγής που λειτουργούν με υδρογονάνθρακες, μπαίνουν στο δίκτυο μόνο κάποιες ώρες, τότε παράγουν με ΜΗ βέλτιστο τρόπο, λειτουργούν σε ΜΗ βέλτιστες κλίμακες και επιβαρύνουν δυσανάλογα το συνολικό κόστος της ενέργειας που φτάνει «εφεδρικά» στον καταναλωτή.
Τέλος, μη ξεχνάμε το «συγκριτικό» κόστος ανάμεσα στις Ανανεώσιμες (με ήλιο ή αέρα) και τις Παραδοσιακές με υδρογονάνθρακες.
Οι πρώτες επιδοτούνται άμεσα ή έμμεσα. Επιδοτείται το κόστος εγκατάστασής τους, επιδοτείται η τραπεζική χρηματοδότησή τους κλπ. Οι δεύτερες φορολογούνται! Δηλαδή φορολογούνται οι «ρύποι» τους. Δηλαδή η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα κλπ.
Όταν συγκρίνουμε μια μορφή παραγωγής που φορολογείται με μιαν άλλη μορφή παραγωγής που επιδοτείται δεν προκύπτει πραγματική διαφορά στο κόστος παραγωγής. Η διαφορά ανάμεσά τους στρεβλώνεται από τις έξωθεν παρεμβάσεις, Κι αυτό επιβαρύνει το συνολικό κόστος για την κοινωνία.
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι το μοναδιαίο λειτουργικό κόστος στον παραγωγό έχει μειωθεί πολύ για τις ΑΠΕ – και θα μειωθεί κι άλλο – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το συνολικό κόστος έχει μειωθεί το ίδιο δραστικά
Και πάντως θα εξακολουθούν οι ΑΠΕ να είναι συνολικά πιο «ακριβές», όσο δεν λύνεται ακόμα το πρόβλημα της διακοψιμότητας τους (intermittency – δηλαδή ότι δεν παράγουν συνεχώς). ‘Αρα και της αποθήκευσης ενέργειας.
Το πρόβλημα της «διακοψιμότητας» δεν έχει λυθεί βέβαια. Και το πρόβλημα της αποθήκευσης ενέργειας από ΑΠΕ επίσης δεν έχει λυθεί για μεγάλες κλίμακες παραγωγής. Έχει γίνει σημαντική πρόοδος, αλλά απέχουμε ακόμα πολύ, από το να έχουμε ικανοποιητικές λύσεις.
Συμπέρασμα: Χρειαζόμαστε συνδυασμό μορφών ενέργειας!
Δηλαδή, χρειαζόμαστε μια συνεχή αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά και τρία ακόμα πράγματα ταυτόχρονα:
-Χρειαζόμαστε παράλληλα όσο πιο καθαρές μονάδες παραγωγής από υδρογονάνθρακες, που θα καλύπτουν τα κενά των ΑΠΕ. Κυρίως από φυσικό αέριο.
-Χρειαζόμαστε ακόμα μορφές παγίδευσης του άνθρακα από τέτοιες μονάδες παραγωγής από υδρογονάνθρακες, ώστε να μειωθεί ακόμα λιγότερο το «αποτύπωμά» τους.
-Και χρειαζόμαστε ακόμα υβριδικές μορφές, που θα μας επιτρέπουν να αποθηκεύουμε ενέργεια που παράγεται με ΑΠΕ χωρίς μεγάλες απώλειες, ώστε να τη χρησιμοποιούμε για να καλύπτουμε τα κενά των ΑΠΕ.
Εκεί περίπου βρισκόμαστε σήμερα…
Η μάλλον εκεί υποτίθεται ότι βρισκόμαστε σήμερα!
Γιατί η Ευρώπη ψήφισε το φυσικό αέριο ως καύσιμο της πράσινης μετάβασης εδώ και επτά χρόνια περίπου. Και ενέκρινε δεκάδες δισεκατομμύρια σε δημιουργία έργων υποδομής για το φυσικό αέριο.
Αλλά στο μεταξύ… άλλαξε γνώμη. Και στις αρχές του 2020 «απένταξε», δηλαδή έβγαλε από τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό χρηματοδότησης 120 δισεκατομμύρια τέτοιων έργων υποδομής για φυσικό αέριο.
Κι ύστερα ήλθε ο Πόλεμος της Ουκρανίας και η Ευρώπη ανακάλυψε ότι χρειάζεται επειγόντως τερματικούς σταθμούς φυσικού αερίου – LNG terminals – γύρω από τα παράλιά της και εσωτερικούς αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, που να το μεταφέρουν από τα παράλια στις μονάδες παραγωγής στο εσωτερικό της.
Δηλαδή στις αρχές του 2022 η Ευρώπη «ανακάλυψε» ότι χρειάζεται τα έργα υποδομής που είχε αποφασίσει το 2015 κι ύστερα είχε αποφασίσει ότι… δεν χρειάζεται το 2020!
Στο μεταξύ τέτοιες παλινωδίες παρατηρήθηκαν και στις ΗΠΑ. Όπου επί Προεδρίες Ομπάμα, το 2013, διακηρύχθηκε ότι η Αμερική θα γίνει η πρώτη εξαγωγός χώρα σε φυσικό αέριο – και μάλιστα σχιστολιθικό.
Ύστερα, επίσης επί Προεδρίας Ομπάμα, οι ΗΠΑ υπέγραψαν για πρώτη φορά τη Συνθήκη των Παρισίων για την σταδιακή κατάργηση της χρήσης υδρογονανθράκων ως το 2050, πράγμα όμως που περιλαμβάνει και το φυσικό αέριο, το οποίο είναι, βέβαια, υδρογονάνθρακας.
Ύστερα επί Προεδρίας Τράμπ, το 2018, η Αμερική αποσύρθηκε – ή μάλλον εξέφρασε την πρόθεση να αποσυρθεί – από την Συνθήκη των Παρισίων για τον περιορισμό των υδρογονανθράκων.
Κι ύστερα, επί Προεδρίας Μπάϊντεν, πλέον, η Αμερική επανήλθε στη συμφωνία για τον δραστικό περιορισμό των υδρογονανθράκων και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς. Ως το 2035 εί δυνατόν.
Κι ύστερα πάλι – πριν λίγους μήνες – όταν ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Αμερική αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να εξάγει φυσικό αέριο στην Ευρώπη – και να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο.
Μόνο που αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν υποδομές μέσα στην Ευρώπη, που θα χρειαστούν τουλάχιστο 25 με τριάντα χρόνια για να αποσβεστούν. ‘Αρα έχουν νόημα, μόνον αν το ορόσημο για την κατάργηση των υδρογονανθράκων μετατεθεί ξανά, ως το 2045 με 2050 για την Ευρώπη.
Επανερχόμαστε λοιπόν, αναγκαστικά, ότι το φυσικό αέριο είναι «καύσιμο μετάβασης». Και προσπαθούμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο…
Στην πραγματικότητα βέβαια, μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αναδεικνύεται κι αυτό που υπήρξε για χρόνια… ο «ελέφαντας στο δωμάτιο». Δηλαδή αυτό που όλοι έβλεπαν ή διαισθάνονταν και κανείς δεν τολμούσε να κατονομάσει.
Ότι η Ευρώπη για να απεξαρτηθεί πραγματικά από το ρωσικό αέριο, έπρεπε να αναδείξει τις δικές της – τις ευρωπαικές πηγές και ευρύτερα γειτονικές – πηγές φυσικού αερίου.
Κι εδώ μπαίνουν τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου. Κυρίως αυτά! Τα οποία βρίσκονται μέσα στα κυριαρχικά δικαιώματα Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης – ΑΟΖ όπως λέμε – της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ.
Τα οποία στο σύνολό τους μπορούσαν να απεξαρτήσουν πλήρως την Ευρώπη από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Μόνο που όλο αυτό έχει νόημα, εφ’ όσον η Ευρώπη έχει σκοπό να χρησιμοποιεί ευρέως φυσικό αέριο, μέχρι το 2045 τουλάχιστον. Αν πρόκειται να εγκαταλείψει συνολικά το φυσικό αέριο ως το 2030, τότε όλες οι επενδύσεις που χρειάζονται για την έρευνα και την εξόρυξη και τους υποθαλάσσιους αγωγούς και τους χερσαίους αγωγούς – όλες αυτές οι επενδύσεις ΔΕΝ έχουν νόημα και δεν πρόκειται να «αποσβεστούν», αν λειτουργούσαν μόνο για λίγα χρόνια, δηλαδή αν εγκαταλείπαμε το φυσικό αέριο ως το 2030.
Κι έτσι όλη αυτή η «βιασύνη» να φύγουμε από τους υδρογονάνθρακες συνολικά μέχρι το 2030 ή το 2035 αποθάρρυνε και την ανάδειξη των Ευρωπαϊκών υδρογονανθράκων και τη δημιουργία υποδομών φυσικού αέριου στην Ευρώπη. Και ευνοούσε μόνο ένα πράγμα: την ολιγοπωλιακή εξάρτηση από το Ρωσικό φυσικό αέριο! Ουσιαστικά διαιώνιζε την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο…
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2014, η κυβέρνησή μας – και με υπουργό τότε, τον φίλο μου Γιάννη Μανιάτη – είχε θέσει στους Ευρωπαίους, τη σημασία των ευρωπαϊκών υδρογονανθράκων και την κατοχύρωσης της ΑΟΖ των ευρωπαϊκών χωρών – στη Μεσόγειο και όχι μόνο.
Τότε οι Αμερικανοί, επί Προεδρίας Ομπάμα ακόμα, μας είχαν προειδοποιήσει πολύ διακριτικά, ότι οι Γερμανοί είναι «παντρεμένοι» με το ρωσικό αέριο. Και δεν θα είναι πολλοί πρόθυμοι ούτε να απεξαρτηθούν οι ίδιοι, ούτε να βοηθήσουν την ανάδειξη ευρωπαϊκών κοιτασμάτων.
Πράγματι, η Γερμανία, αποφάσισε το 2015 να προχωρήσει στον αγωγό North Stream-2 που θα μετέφερε ρωσικό φυσικό αέριο από τη Βαλτική, παρακάμπτοντας την Ουκρανία.
Προσέξτε: Τότε που όλοι ήδη καταγγέλλαμε τη Ρωσία, για την προσάρτηση της Κριμαίας, η Γερμανία ταυτόχρονα συμφωνούσε στον νέο αγωγό που θα εξασφάλιζε τη ροή ρωσικού αερίου, παρακάμπτοντας την Ουκρανία!
Και δείτε τώρα: Πάμε ενάμιση χρόνια αργότερα. Όταν μας προέκυψε και η «Γαλάζια Πατρίδα» της Τουρκίας. Δηλαδή, το μεγάλο σχέδιο του Ερντογάν να διεκδικήσει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, καταπατώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα στις ΑΟΖ δύο κρατών μελών της ΕΕ: της Ελλάδας και της Κύπρου!
Κι ύστερα το τουρκολυβικό Μνημόνιο που δέσμευε ως δήθεν «τουρκική» ΑΟΖ θαλάσσια περιοχή κάτω από την Κρήτη. Δηλαδή η Τουρκία δεν αμφισβητούσε μόνο μέρος της επήρειας κάποιων μικρών νησιών στο Αιγαίο, αλλά το σύνολο της επήρειας ΟΛΩΝ των νησιών και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο παντού – ακόμα και της Κρήτης.
Ενώ το Δίκαιο της Θάλασσας – το λεγόμενο UNCLOS του 1982 – προβλέπει σαφώς, ότι ΟΛΑ τα κατοικήσιμα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα ΑΟΖ, ακόμα και τα πιο μικρά, ακόμα και το σύμπλεγμα του Καστελόριζου…
Πολλώ μάλλον η Κρήτη…
Και λάβετε υπόψιν σας στο σημείο αυτό, ότι η Τουρκία ξεδίπλωνε αυτή τη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας», την περίοδο που άρχισε να συνδέεται όλο και περισσότερο, με ποιόν; Με τη Ρωσία!
Την ίδια περίοδο, που πήρε τους S-400 από τη Ρωσία. Την ίδια περίοδο που ξεκίνησε την οικοδόμηση πυρηνικού σταθμού από τη Ρωσία, στο Ακουγιού. Την ίδια στιγμή που διεύρυνε η ίδια την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, από τη Μαύρη Θάλασσα. Την ίδια περίοδο που εξαρτιόταν όλο και περισσότερο μέσω κυκλωμάτων «μαύρης οικονομίας» από το Κατάρ, που είναι συνεταίρος του ρωσικού μονοπωλίου ενεργείας.
Αρχίζουμε λοιπόν, να βλέπουμε τώρα την πλήρη εικόνα:
Η Τουρκία, εξαρτημένη με ποικίλους τρόπους από τη Ρωσία, έκανε τα πάντα για να εμποδίσει την ανάδειξη των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και αυτό την έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση με τις δύο χώρες μέλη της ΕΕ στην περιοχή, την Ελλάδα και την Κύπρο. Τα κυριαρχικά δικαιώματα των οποίων προσπαθεί να καταπατήσει…
Ποιός ευνοείται απ’ αυτό; Εκείνη η χώρα που είναι ο βασικός πάροχος φυσικού αερίου στην Ευρώπη: η Ρωσία.
Που δεν θέλει με τίποτε να χάσει την ολιγοπωλιακή της ισχύ πάνω στην Ευρώπη…
Και ποιά άλλη Ευρωπαίκή χώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να μην παρθούν μέτρα από την ΕΕ κατά της Τουρκίας;
Η Γερμανία! Τι «σύμπτωση»; Η χώρα που κατ’ εξοχήν είχε αποφασίσει να εξαρτηθεί από το «φθηνό» ρωσικό αέριο…
Ενώ οι ΗΠΑ έπαιρναν μέτρα κατά της Τουρκίας, λόγω προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400, την ίδια στιγμή η Γερμανία πρότεινε…»θετική ατζέντα», δηλαδή «καλοπιάσματα» της Τουρκίας.
Μ’ άλλα λόγια, η κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή χώρα που ήταν εξαρτημένη ενεργειακά από το ρωσικό αέριο, η Γερμανία, «ξέπλενε» την άλλη χώρα της περιοχής, που ήταν ακόμα πιο εξαρτημένη από τη Ρωσία, την Τουρκία, την ώρα που η Τουρκία έπαιζε το παιγνίδι της Ρωσίας και εμπόδιζε την ανάδειξη των ευρωπαϊκών υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τελικά και οι δύο – Τουρκία και Γερμανία – το παιγνίδι της Ρωσίας παίζανε!
Αυτά όλα, βέβαια, σήμερα έχουν ανατραπεί.
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Γερμανία αναγκάστηκε να αλλάξει στρατηγική. Και πάντως η Ευρώπη αποφασίζει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο. Πράγμα όχι εύκολο. Αλλά πλέον αποφασίστηκε.
Που σημαίνει ότι ξαναμπαίνουν στην ατζέντα και τα κοιτάσματα αερίου σε Ελλάδα και η Κύπρο, και πιθανότατα ο αγωγός EastMed για τη μεταφορά τους στην Ευρώπη.
Και όλες οι ευρωπαϊκές υποδομές που είχαν «απενταχθεί» το 2020.
Ενώ η Τουρκία βρίσκεται σε αληθινό παροξυσμό κλιμάκωσης των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας.
Αυτά τα τελευταία δεν θα το σχολιάσω σήμερα.
Μερικές μόνο καταληκτικές παρατηρήσεις:
– Ερώτηση: Μπορεί η Τουρκία να μπει κι αυτή – έστω κι από δω και στο εξής – στο μεγάλο σχέδιο απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο;
Κατά τη γνώμη μου όχι! Όσο παραμένει ποικιλοτρόπως εξαρτημένη από εξω-ευρωπαίκά και αντιδυτικά συμφέροντα: Από τη Ρωσία, από την Κίνα, από το Κατάρ, από το Ιράν, από τους τζιχαντιστές στον μουσουλμανικό κόσμο…
Προσπάθησε το τελευταίο διάστημα να «τα βρει» και με το Ισραήλ, και με την Αίγυπτο και με τη Σαουδική Αραβία. Δεν τα κατάφερε…
Όλοι τη βλέπουν ως κράτος «ταραξία» – ως «χώρα Πειρατή».
Ο μόνος τρόπος να «ενσωματωθεί» η Τουρκία σε μια νέα δυτική πολιτική ασφαλείας για την ευρύτερη περιοχή είναι αν αλλάξει στρατηγική, αν εγκαταλείψει την «Γαλάζια πατρίδα», αν εγκαταλείψει τα όνειρα παλινόρθωσης της Οθωμανικής επιρροής, αν αποδεχθεί τα δικαιώματα των γειτόνων της. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Ούτε φαίνεται πιθανό να συμβεί στην μετά Ερντογάν εποχή. Οι επίδοξοι διάδοχοί του, συχνά ακούγονται μοιάζουν ακόμα χειρότεροι…
Η νέα δυτική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να «ενσωματώσει» την Τουρκία χωρίς να αυτοαναιρεθεί…
Κι αυτό η Γαλλία τουλάχιστον, το έχει αντιληφθεί. Και κάποιοι στις ΗΠΑ, όπως ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, επίσης…
– ‘Αλλη ερώτηση: πέρα από το φυσικό αέριο, υπάρχουν άλλα καύσιμα μετάβασης;
Η απάντηση είναι ναι. Το υδρογόνο, για παράδειγμα. Έχει πολύ μεγάλες προοπτικές. Κι από μόνο του, είναι απολύτως «καθαρό». Δεν εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα.
Μπορεί ακόμα να λύσει και το πρόβλημα «διακοψιμότητας» των ΑΠΕ. Γιατί μπορεί όταν λειτουργούν οι ΑΠΕ να παράγουν υδρογόνο (από ηλεκτρόλυση ύδατος) και να αποθηκεύεται το υδρογόνο, ως καύσιμο πλέον.
Εδώ βέβαια υπάρχουν προβλήματα που ακόμα δεν έχουν λυθεί. Η υγροποίηση του υδρογόνου, για παράδειγμα απαιτεί πίεση και ψύξη πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη υγροποίηση του φυσικού αερίου. Πράγμα που έχει κόστος.
Από την άλλη πλευρά μπορεί να παράγεται υδρογόνο από φυσικό αέριο. Κι αυτό λύνει πολλά προβλήματα. Αλλά ενώ είναι πολύ πιο «καθαρό» εξακολουθεί να χρησιμοποιεί φυσικό αέριο, δηλαδή υδρογονάνθρακες έστω και με πολύ μικρότερη παραγωγή ρύπων. Και πάντως απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε έρευνα και σε αποθηκευτικούς χώρους.
Πάντως το υδρογόνο είναι ίσως η καλύτερη λύση μετάβασης που έχουμε σήμερα.
– ‘Αλλη ερώτηση: μπορούμε να αναβάλλουμε – ως ανθρωπότητα – την οριστική απαλλαγή μας από τους υδρογονάνθρακες;
Η απάντηση εδώ δεν είναι εύκολη. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούμε να τη βιάσουμε, περισσότερο απ’ όσο μας επιτρέπει η τεχνολογία. Αυτή που υπάρχει σήμερα, κι αυτή που είναι ρεαλιστικό να προκύψει στις επόμενες δεκαετίες. Γιατί μη ξεχνάμε πως όταν αποφασίζουμε σήμερα για ενέργεια, οι αποφάσεις μας θα καθορίσουν τα επόμενα τριάντα με πενήντα χρόνια…
Υπάρχουν λοιπόν, αυτοί που υποστηρίζουν πως όσα ήδη έχουν αποφασιστεί είναι «πολύ λίγα». Υπάρχουν άλλοι που υποστηρίζουν πως είναι «υπερβολικά» και δεν τα αντέχουν ούτε οι αναπτυγμένες οικονομίες ούτε οι φτωχότερες. .
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μια πολιτική που καταδικάζει σε ενεργειακή φτώχεια και την πλούσια Δύση και τον φτωχό Τρίτο κόσμο δεν είναι βιώσιμη.
Χρειαζόμαστε επειγόντως να προσαρμόσουμε τους στόχους μας σε πιο ρεαλιστικούς, πιο μακροχρόνια βιώσιμους και πιο «καθαρούς».
Που να επιτρέπουν στις πλούσιες χώρες να μειώσουν την εξάρτησή τους από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες, χωρίς να πάθουν αναπτυξιακή καθίζηση.
Και να επιτρέπουν στις φτωχές χώρες να αναπτυχθούν ταχύρρυθμα, χωρίς να επαναλάβουν τα λάθη της αναπτυγμένης Δύσης στο παρελθόν.
Είναι εφικτό αυτό;
Είναι! Αν αποφύγουμε τις ιδεοληψίες. Το φυσικό αέριο είναι μέρος της λύσης. Υβριδικά σχήματα, όπως το υδρογόνο ή και τα υδροηλεκτρικά ακόμα, είναι μέρος της λύσης.
Πυρηνικά εργοστάσια είναι κι αυτά μέρος της λύσης. Για χώρες, βέβαια, που δεν είναι σεισμογενείς όπως η Ελλάδα.
Και μονάδες σύντηξης παίζουν, που ακόμα όμως δεν υπάρχουν σε κλίμακες αξιοποιήσιμες εμπορικά.
Κλείνω με τρία πράγματα!
Πρώτον, «οι καιροί ου μενετοί». Όχι άλλα πίσω-μπρός, όπως έκανε τελευταία και η Ευρώπη και η Αμερική.
Δεύτερον, στρατηγική σε βάθος χρόνου, που την αντέχουν όλοι – πλούσιοι και φτωχοί.
Τρίτον, μακριά από ιδεοληψίες…
Γιατί σχεδόν πάντα η Ιστορία δείχνει:
Πώς «βιώσιμο» είναι ό,τι χτίζει ένα καλύτερο αύριο.
Όχι ότι αδιαφορεί για το σήμερα…»