Αναρωτιέται κανείς γιατί η Τουρκία επιμένει να εγείρει διαρκώς θέματα, όπως αυτό της στρατικοποίησης των νησιών και ευρύτερα της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά και βραχονησίδες, όταν αυτό μπορεί να φαντάζει «παράλογο».
Ωστόσο, κάποιες φορές υπάρχει «μέθοδος στην παράνοια».
Με αυτό εννοώ ότι η Τουρκία και δη η τρέχουσα εκδοχή τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που εκπροσωπεί η συμμαχία του «σουλτάνου» Ερντογάν με τους ακροδεξιούς εθνικιστές του Μπαχτσελί, έχει ένα σχέδιο πίσω από όλα αυτά.
Προφανώς και η Τουρκία γνωρίζει ότι δύσκολα μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι πρέπει να τεθεί θέμα ελληνικής κυριαρχίας για τη Ρόδο και Μυτιλήνη. Άλλωστε, γενικά κάθε ενδεχόμενο «αλλαγής συνόρων» φαντάζει απειλητικό.
Όμως, την ίδια στιγμή η Τουρκία γνωρίζει ότι η «διεθνής κοινότητα» μπορεί να αντιπαθεί την «επιθετικότητα» και τις «μονομερείς ενέργειες», ταυτόχρονα, όμως, τείνει να κινηθεί «κατευναστικά» σε περιπτώσεις περιφερειακών αντιπαραθέσεων, ιδίως όταν μιλάμε για χώρες που ανήκουν στην ίδια συμμαχία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Δηλαδή, την ώρα που η διεθνής κοινότητα, δηλαδή η ΕΕ και οι ΗΠΑ, θα καταδικάσουν «από θέση αρχής» οποιαδήποτε «μονομερή ενέργεια», ταυτόχρονα θα σπεύσουν να πουν ότι «χρειάζεται πνεύμα διαλόγου» όποτε προκύπτει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Με μία έννοια αυτό ακριβώς θέλει η Τουρκία, που προφανώς και δεν περιμένει ότι θα έρθει κάποιος να πει ότι «η Τουρκία έχει δίκιο για το Αιγαίο». Θέλει, δηλαδή, να διαμορφώνεται η εικόνα ότι «υπάρχει ζήτημα», ότι «υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές», ότι υπάρχουν «διαφιλονικούμενες περιοχές».
Και αυτό γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να υποστηρίξεις ότι σε ένα θέμα το διεθνές δίκαιο είναι σαφές ως προς το τι είναι νόμιμο και τι παράνομο και στο να υποστηρίξεις ότι εδώ υπάρχει μια «αντιδικία». Στην πρώτη περίπτωση η μία πλευρά έχει δίκαιο και η άλλη άδικο. Στην άλλη περίπτωση οι δύο πλευρές πρέπει «να τα βρουν». Και αυτό σημαίνει ότι στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να υπάρξουν «αμοιβαίες υποχωρήσεις». Μόνο που στα θέματα κυριαρχίας «αμοιβαίες υποχωρήσεις» σημαίνει πολύ απλά εκχώρηση κυριαρχίας.
Αυτό εξηγεί επομένως και γιατί η Άγκυρα επιμένει αρκετές δεκαετίες σήμερα να επαναφέρει ζητήματα αλλά και να κλιμακώνει την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, με αξιώσεις που φαντάζουν όλο και πιο «παράλογες»: είναι ακριβώς η συστηματική προσπάθεια να αυξηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι «γκρίζες ζώνες», τα ζητήματα που αφορούν «αμοιβαίες υποχωρήσεις» (δηλαδή κατά βάση ελληνικές υποχωρήσεις) και όχι απλή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου.
Και ας μη νομίσουμε ότι όλα αυτά περιορίζονται απλώς και μόνο σε έναν ορίζοντα πίεσης για «εφ’ όλης της ύλης» διαπραγμάτευση, που άλλωστε είναι η πάγια τουρκική θέση. Πολύ φοβάμαι ότι η Τουρκία ολοένα και περισσότερο κινείται και στη λογική του «τετελεσμένου». Με αυτό εννοώ ότι στους ηγετικούς κύκλους της τουρκικής κυβέρνησης ωριμάζει η σκέψη ότι εάν κλιμακωθεί η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και εάν εμπεδωθεί στη «διεθνή κοινότητα» ότι υπάρχουν «ανοιχτά ερωτήματα» και «επίδικα προς διαπραγμάτευση», τότε μια ανοιχτά επιθετική κίνηση δεν θα αντιμετωπιστεί μια εκείνο το είδος της καταδίκης που θα σήμαινε ότι το κόστος είναι μεγαλύτερο από το όφελος. Δηλαδή, θα αντιμετωπιστεί περισσότερο ως ένα ακόμη ζήτημα που «απαιτεί διάλογο». Αυτό θα επέτρεπε προοπτικά την Τουρκία να κινηθεί στη λογική του «τετελεσμένου» ως εμπέδωσης ενός νέου συσχετισμού, ιδίως εάν αισθανθεί η «διεθνής κοινότητα» κυρίως θα επιχειρήσει να αποτρέψει τη συνολική ανάφλεξη, παρά να «διορθώσει» την τουρκική παρανομία.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε τι κινδύνους έχει αυτό και για τη χώρα μας. Και αυτό απαιτεί μια ιδιαίτερη εκδοχή αποφασιστικότητας από τη μεριά μας. Δεν αρκεί να επενδύουμε στο ότι θα μας ευνοήσει ο διεθνής παράγοντας και θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι π.χ. οι επιλογές που κάνουμε στις αμυντικές δαπάνες θα «εξαγοράσουν» και πολιτική υποστήριξη.
Τις αμυντικές δαπάνες πρέπει να τις κάνουμε για την αναβάθμιση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας και όχι με αυταπάτες «διπλωματίας των εξοπλισμών». Το κλειδί να μπορούμε προκαταβολικά να επιδείξουμε εκείνη τη συνθήκη ομοψυχίας και εκείνη την ικανότητα άμυνας (που υπερβαίνει το αμιγώς στρατιωτικό κομμάτι) που θα κάνει πολύ δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου σε βάρος μας. Και θα είναι σε αυτή τη βάση και με αυτή την αφετηρία που θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε και συμμαχίες (που δεν είναι απαραίτητο να περιορίζονται στις «παραδοσιακές») για να διαμορφώσουμε συνθήκη απομόνωσης της Τουρκίας.
Όλα αυτά δεν αφορούν το «όταν έρθει εκείνη η ώρα». Άλλωστε, σκοπός είναι να αποφευχθεί η στιγμή της ένοπλης αντιπαράθεσης. Αφορούν το τώρα και το είδος της «προβολής ισχύος» που μπορεί να κάνει η χώρα μας και που πρέπει κατεξοχήν να στηρίζεται όχι μόνο στην αμυντική αποτρεπτική δύναμη αλλά και στο είδος της συλλογικής αυτοπεποίθησης, συνοχής και αλληλεγγύης που θα παρέπεμπε σε κοινωνία με όραμα.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο διάλογος έχει τελειώσει; Όχι, μια χώρα πρέπει πάντα να ετοιμάζεται για τη σύγκρουση αλλά να προσφέρει και διέξοδο διαφυγής μέσω του διαλόγου. Έναν διάλογο ανοιχτό για όλα τα ζητήματα όπου μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση και «αμοιβαία επωφελείς» λύσεις (δεν υπάρχει κανένας λόγος οι διεκδικήσεις των δύο χωρών να είναι δύο αντίπαλες εκδοχές «γαλάζιας πατρίδας» και υπάρχουν πραγματικά περιθώρια οικονομικής συνεργασίας) με σαφείς «κόκκινες γραμμές» στα ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της κυριαρχίας. Άλλωστε, μεσοπρόθεσμα μόνο κόστος σημαίνει η αντιπαλότητα για δυο χώρες που δεν μπορούν παρά να συνυπάρχουν.