Κάβο γκρόσο

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Κατέβηκα στη Μάνη να ανοίξουν τα κουρασμένα μάτια μου, να βρω κανένα ντενεκέ λάδι, να δω το πρωί το φως του ήλιου στον Κάβο Γκρόσο από τον Ιερό Λιμένα, όπως έλεγαν τον Γερολιμένα πριν κατέβουν με τα τροχόσπιτα οι Γερμανοί.

Κατέβηκα -κάτι σαν κάθοδο, αλλά όχι στον Άδη, στη μνήμη- κατέβηκα για τα «χρεστουμέϊκα», τότε που φοιτητής ακόμη, για πρώτη φορά ορμηνευμένος από την «μέσα Ελλάδα» του Σωκράτη Κουγέα και του Ζήσιμου Λορεντζάτου, έφτιαχνα τη δική μου «μεταφυσική οικονομία».
Έβρεχε πολύ στη διαδρομή και σταμάτησα, σ’ ένα μπακάλικο, επί της οδού, στην Κοίτα, και αμέσως αναλογίστηκα τους στίχους του Νίκου Παναγιωτόπουλου από το δικό του παραδαρμένο «Σύσσημον» – αλλά ποιός τα διαβάζει πλέον αυτά;
Ποιά κλίση μέσα μας «έχει ανάγκη να μιμηθεί τον μεγάλο κώδικα»;

«Περασμένα μεσάνυχτα
είχαν κουραστεί τα μάτια μου
κι είδα ένα σμάρι πουλιά στην περιοχή της ανώτερης κατανόησης -κάτω από το φως της διατανόλαμπας του μοιραίου μπακάλικου στη δική μου μεταφυσική οικονομία του δικού μου κόσμου-
ψιλόβρεχε.
Τούλι βροχή
άλλο τούλι φως
αχλή-
Χάνομουν μέσα στο νου μου
ή πέσανε τρία τούλια βροχή
ή η όρασή μου έχασε το στίγμα της- »

Όταν γύριζα, στην Εθνική, κι από τα διόδια του Ισθμού μέχρι τα διόδια της Ελευσίνας, παράβγαινα -από λωρίδα σε λωρίδα -μ’ ένα μόρτη (ανοιχτό παράθυρο, το μπράτσο έξω τατουάζ) που μου έκανε «νούμερα», δεξιά και αριστερά, ώσπου τον άφησα να περάσει και να πάει στο καλό.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.