Όταν το Watergate, το νέο -τότε- εντυπωσιακό κτιριακό συγκρότημα γραφείων και κατοικιών στην Oυάσιγκτον, έκοβε το 1971 την κορδέλα του, κανείς δεν φανταζόταν ότι λίγο αργότερα θα έδινε το όνομά του στο μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, το Σκάνδαλο Watergate.
Πριν από ακριβώς 50 χρόνια, ξημερώματα της 17ης Ιουνίου 1972, πέντε διαρρήκτες συλλαμβάνονται μέσα στα κεντρικά γραφεία του κόμματος των Δημοκρατικών, εντός του κτιριακού συγκροτήματος Watergate.
Επιχειρούσαν να τοποθετήσουν κοριούς και να συλλέξουν διάφορα στοιχεία.
Ήδη η υπόθεση έδειχνε να είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, η ιδιότητα όμως των συλληφθέντων θα έδινε σε αυτήν πρωτοφανείς διαστάσεις.
Τέσσερις από τους συλληφθέντες είχαν συμμετάσχει σε επιχειρήσεις της CIA στην Κούβα (γι’ αυτό και απέκτησαν το προσωνύμιο «Cubans (Κουβανοί)». Επιπλέον, η ιδιότητα του πέμπτου συλληφθέντα θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση. Ήταν ο Τζέιμς Γ. Μακόρντ, επικεφαλής ασφαλείας της Επιτροπής Επανεκλογής του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον.
Σαν να μην έφτανε αυτό, από τον έλεγχο που έγινε στους πέντε συλληφθέντες προέκυψαν στοιχεία που συνέδεαν τους διαρρήκτες με δύο ακόμα συνεργάτες του Ρίτσαρντ Νίξον, τον Γκόρντον Λίντι, πρώην στέλεχος του FBI, και τον Χάουαρντ Χαντ πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA, που μόλις πρόσφατα είχε προστεθεί στο προσωπικό του Λευκού Οίκου.
Ένα μεγάλο και μπλεγμένο κουβάρι «πολιτικής» κατασκοπείας, υποκλοπών, παρακολουθήσεων και συκοφάντησης πολιτικών αντιπάλων έχει μόλις αρχίσει να ξετυλίγεται. Σε ποιου τα χέρια βρισκόταν η άλλη άκρη του νήματος άρχισε να διαφαίνεται απο νωρίς, θα χρειάζονταν όμως δύο χρόνια ερευνών και αρκετή επιμονή από όσους αναζητούσαν την αλήθεια μέχρι η υπόθεση να φτάσει στην οριστική της λύση και ο βασικός ένοχος να βρεθεί, έστω, εκτός πολιτικής σκηνής.
Το πρώτο βήμα
Το πρώτο βήμα για την εξιχνίαση αυτής της σκοτεινής και πολυδαίδαλης υπόθεσης έγινε από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Washington Post: Άλφρεντ Λιούις, Καρλ Μπέρνστιν και Μπόμπ Γούντγουορντ, οι οποίοι θα πρωτοστατούσαν στη διερεύνηση του σκανδάλου τα επόμενα χρόνια.
Οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι δείχνουν ιδιαίτερη επιμονή στη διαλεύκανση της υπόθεσης, ενώ ο Λευκός Οίκος διαψεύδει οποιαδήποτε σχέση με μία «τρίτης κατηγορίας απόπειρα διάρρηξης», όπως την χαρακτήρισε. Όπως αποδείχθηκε βέβαια αργότερα την ίδια ακριβώς περίοδο στελέχη του Λευκού Οίκου και συνεργάτες του προέδρου Νίξον κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να σβήσουν τα ίχνη του μηχανισμού παρακολούθησης που είχαν στήσει.
Στην Ελλάδα
Πώς προβάλλεται η υπόθεση αυτή στη χώρα μας; Βρισκόμαστε στα 1972 – 1973 και η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στον «γύψο» της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Ο Τύπος τελεί υπό λογοκρισία, οι δημοκρατικές όμως εφημερίδες καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για σφαιρική και ελεύθερη ενημέρωση.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» έχοντας, από ιδρύσεως, ως βασικό του στοιχείο τη διεθνή ειδησεογραφία, σε συνεργασία με διεθνή μέσα ενημέρωσης και με απεσταλμένο στις ΗΠΑ τον εμβληματικό δημοσιογράφο Γιάννη Ευσταθιάδη, παρακολουθεί την υπόθεση Watergate στενά και από πολύ νωρίς.
Η πρώτη αναφορά στην υπόθεση γίνεται περίπου 20 ημέρες μετά τη σύλληψη των διαρρηκτών, και φέρει τον τίτλο «Οι Πέντε του Γουώτεργκεϊτ».
Ενώ οι ΗΠΑ οδεύουν προς τις εκλογές του Νοεμβρίου 1972, στις οποίες ο Νίξον επανεκλέγεται, το θέμα της κατασκοπείας πολιτικών αντιπάλων που έχει ανακύψει μετά τις συλλήψεις στο Watergate γίνεται, όλο και πιο έντονα, αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και αναλύσεων.
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Οκτωβρίου 1972:
«Η δημοκρατική μορφή του αγώνα, με την αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων διαταράσσεται από την υπόνοια ότι παρεμβαίνει ένας ανταρτοπόλεμος, με τη μορφή της υποκλοπής: Το κρυμμένο μικρόφωνο φαίνεται ότι πολλές φορές είναι πιο αποτελεσματικό από μια δημόσια ομιλία και η κρυφή παρακολούθηση συνομιλιών είναι όργανο πιο ευαίσθητο από την προπαγάνδα.
»Για την ώρα στο εδώλιο βρίσκεται το ρεπουμπλικανικό κόμμα με κυρίους κατηγορουμένους την “Eπιτροπή διά την επανεκλογήν του προέδρου Νίξον”. (…)
»Aποκαλύπτεται ότι στους τρέχοντες λογαριασμούς των συλληφθέντων αναφέρονται μεγάλα ποσά, το μεγαλύτερο δε ήταν 114.000 δολλάρια και προέρχονταν από την “Eπιτροπή διά την επανεκλογήν του προέδρου Νίξον”.
»Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μίτσελ, που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής παραιτείται, όχι βέβαια για το σκάνδαλο, όπως ανακοινώθηκε, αλλά γιατί η σύζυγος του Μάρθα, γνωστή σαν η κουτσομπόλα της Ουάσιγκτον, έχει βαρεθή την πολιτική και θέλει τον άνδρα της στο σπίτι».
Το σκάνδαλο στο φως και το «βαθύ λαρύγγι»
Οι μήνες περνούν, ο Νίξον επανεκλέγεται και το σκάνδαλο φαίνεται να μην παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Όμως ο Καρλ Μπέρνστιν και ο Μπόμπ Γούντγουορντ της Washington Post δεν το βάζουν κάτω και έχοντας στο πλευρό τους έναν μυστικό πληροφοριοδότη συνεχίζουν, αποφασισμένοι να φτάσουν στην άκρη του νήματος.
Ο πληροφοριοδότης του Γούντγουορντ ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος, που γνώριζε πολλά.
Ο Γούντγουορντ θα τον ονομάσει «το βαθύ λαρύγγι» και το όνομά του θα αποκαλυφθεί πολλές δεκαετίες μετά.
Ήταν το 2005 όταν ο αναπληρωτής διοικητής του FBI την περίοδο 1972 – 1973, Μαρκ Φέλτ ανακοίνωνε ότι «το βαθύ λαρύγγι» ήταν εκείνος.
Αναψηλαφώντας την υπόθεση, ο Γιάννης Ευσταθιάδης γράφει το 2005:
«Δεν ήταν άλλος από το Νο 2 του FBI, ο Μαρκ Φελτ. Αυτός ήταν η πηγή που τροφοδότησε επί ενάμιση και πλέον χρόνο τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν του «Washington Post» με στοιχεία για το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, για τις αθλιότητες, τους εκβιασμούς και τα μνημειώδη ψέματα του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον (…) Ήμουν ανταποκριτής για “Το Βήμα” στην Αμερική εκείνη την εποχή και έζησα από κοντά τα γεγονότα».
»Τριάντα και πλέον ανώτατα κυβερνητικά στελέχη και άτομα του στενού προεδρικού κύκλου οδηγήθηκαν στη φυλακή αφού διαπομπεύθηκαν ανεπανόρθωτα.
»Ήταν οι δύο δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν του “Washington Post” που έφερναν στη δημοσιότητα απίθανες εμπλοκές στελεχών του Λευκού Οίκου με πρόσωπα του υποκόσμου και των μυστικών υπηρεσιών στην εξυπηρέτηση των απώτερων σκοπών της ρεπουμπλικανικής προεδρίας.
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Ευσταθιάδης «εκείνο που συντάραξε τους Αμερικανούς ήταν η μετάδοση από την τηλεόραση των ανακρίσεων της επιτροπής του Γουότεργκεϊτ της Γερουσίας.
»Θα νόμιζε κανείς ότι υπήρχε μια συνεργασία μεταξύ γερουσιαστών και “Washington Post”. H εφημερίδα αποκάλυπτε τον ρόλο ενός στελέχους του Λευκού Οίκου και την επομένη η επιτροπή τον εξέταζε ή αντίστροφα, λ.χ. τον νομικό σύμβουλο του Νίξον Τζον Ντιν, ο οποίος παραδέχθηκε ότι συζήτησε “τουλάχιστον 35 φορές” με τον πρόεδρο πώς θα μπορούσαν να “κουκουλώσουν” το σκάνδαλο.
Το μεγάλο «μπαμ» και οι κασέτες
Ιούνιος – Ιούλιος 1973. Έχει περάσει ένας χρόνος από τη σύλληψη των διαρρηκτών και το Σκάνδαλο Watergate βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας επικαιρότητας. Οι καταθέσεις στην επιτροπή της Γερουσίας διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Τζον Ντιν, νομικός σύμβουλος του Νίξον έχει παραδεχτεί επισήμως την εμπλοκή του αμερικανού πρόεδρου, ενώ λίγο αργότερα η κατάθεση του Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ, γραμματέα του Νίξον θα αποτελέσει την αρχή του πολιτικού τέλους του αμερικανού ηγέτη και της οριστικής εξιχνίασης της υπόθεσης.
Γράφει ο Γιάννης Ευσταθιάδης:
«Ο προεδρικός γραμματέας Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ καταθέτοντας στη Γερουσία δήλωσε πως ο Νίξον μαγνητοφωνούσε τα τηλεφωνήματα και τις συνομιλίες μέσα στο γραφείο του. Ηταν το γεγονός που έκρινε την τύχη του Νίξον. Γιατί η Γερουσία ζήτησε να πάρει τις μαγνητοταινίες, ο Λευκός Οίκος αγωνίστηκε σκληρά για να μην τις παραδώσει καθώς γνώριζε πως θα ήταν καταλυτικές για τον πρόεδρο, ο Νίξον αντέδρασε απολύοντας τον ειδικό ανακριτή για το Γουότεργκεϊτ Αρτσιμπαλ Κοξ, που είχε ως συνέπεια να παραιτηθούν ο υπουργός Δικαιοσύνης Ελιοτ Ρίτσαρντσον και ο υφυπουργός»,
Χαριστική βολή
O πρόεδρος Νίξον κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην παραδώσει τις κασέτες με τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του.
Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής, τον Απρίλιο του 1974, ο Λευκός Οίκος προχώρησε σε δημοσίευση εγγράφων που περιείχαν μέρος μόνο των συνομιλιών.
Το τέλος
Οι προσπάθειές του Νίξον, για συγκάλυψη της υπόθεσης απέβησαν άκαρπες, κι έτσι, όπως αναφέρει ο Γιάννης Ευσταθιάδης:
«Η χαριστική βολή δόθηκε όταν, στο τέλος Ιουλίου 1974, λίγες ημέρες μετά την κατάρρευση της χούντας στην Ελλάδα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ομοφώνως ότι οι μαγνητοταινίες, 64 τον αριθμό, έπρεπε να δοθούν στη Γερουσία (…)
Η παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον, ήρθε όταν η Βουλή, ως αρμόδιο όργανο, άρχισε να στοιχειοθετεί το κατηγορητήριο και το σχέδιο αποφάσεως για την αποπομπή του. Πρόλαβε και παραιτήθηκε πέντε ημέρες αργότερα, στις 8 Αυγούστου.
Ελευθερία του Τύπου
Η προσωπική εξιστόρηση του Γιάννη Ευσταθιάδη, για τις συνθήκες υπό τις οποίες κατέγραψε την υπόθεση του Σκανδάλου Watergate, είναι χαρακτηριστική των συνθήκων υπό τις οποίες ο δημοκρατικός τύπος στην Ελλάδα προσπαθούσε να επιτελέσει το έργο του επί Δικτατορίας:
«Το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ εξελισσόταν ενώ στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα αλλά το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο και «Το Βήμα» δημοσίευε αρκετά προβεβλημένες τις σχετικές ανταποκρίσεις μου. Τις έστελνα τηλεφωνικά, γνωρίζοντας και εγώ και ο συνάδελφος κ. Τσαπραλής, που ήταν στο άλλο άκρο της γραμμής, ότι μας παρακολουθούν. Ακριβώς την ημέρα που μετέδιδα για τον Νίξον που ήθελε να συγκαλύψει το σκάνδαλο ακούω μια τρίτη φωνή «βρε τον π…». Δεν μπόρεσε να κρατήσει την έκπληξη (ή οργή) ο ωτακουστής μας. Και άλλες φορές έκαναν αισθητή, σκόπιμα νομίζω, την παρουσία τους οι «παρατηρητές».
Η διαπίστωση που κάνει «ΤΟ ΒΗΜΑ», εν καιρώ μάλιστα Χούντας (4 Μαΐου 1973), είναι ένα από τα αναγκαιότερα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από το Σκάνδαλο του Watergate 50 χρόνια μετά:
«Αν δεν υπήρχε ελεύθερος Τύπος, το σκάνδαλο της υποθέσεως Γουώτεργκεητ, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ιστορίας της Αμερικής, δεν θα ερχόταν ποτέ στο φως της δημοσιότητας».