Ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών έβαινε μειούμενος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Έπειτα από τρεις δεκαετίες είχε περιοριστεί στο ένα πέμπτο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μέχρι που έφθασε το σωτήριο έτος 2020 οι μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις είχαν την έμπνευση (;) να αρχίσουν να επενδύουν στην ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό των οπλοστασίων τους. Αρκετά πριν από τη δεύτερη εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία (Φεβρουάριος 2022), πολύ μετά από την πρώτη εισβολή και την κατάληψη της Κριμαίας (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2014) και εν μέσω πανδημίας.
Οι δαπάνες των εννέα πυρηνικών δυνάμεων κλιμακώνονται από το 2021
Οι δαπάνες των εννέα πυρηνικών δυνάμεων του πλανήτη ξεκίνησαν το 2020 και άρχισαν να κλιμακώνονται το 2021 για να φθάσουμε εφέτος να θεωρούμε ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας νέας «κούρσας των εξοπλισμών». Όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα όπλα τακτικού πολέμου αλλά και τα όπλα μαζικής καταστροφής. Και αν για τα πρώτα το «αμυντικό λόμπι» φρόντιζε πάντα να δημιουργεί και να συντηρεί περιφερειακούς πολέμους και εντάσεις για να τα προωθεί και να τα καταναλώνει, αναρωτιέται κανείς αν θα χρειαστεί να γίνουν αποσβέσεις των επενδύσεων και στα πυρηνικά.
Αναρωτιέται ακόμα κανείς αν θα έχουν οι υπερδυνάμεις νέα οραματικά πλην πολυδάπανα αμυντικά σχέδια, όπως ο αλήστου μνήμης «Πόλεμος των Άστρων», ένα πρόγραμμα τεράστιων «αμυντικών» επενδύσεων που εγκαινίασε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1982 σε μια περίοδο μάλιστα πετρελαϊκής κρίσης και οικονομικής ύφεσης λόγω του πολέμου Ιράν-Ιράκ (και είναι γνωστή η καθοριστική για την ήττα των Ιρανών «αγιατολάδων» στήριξη που είχε παράσχει τότε η Ουάσιγκτον στις ιρακινές δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν).
«Ουδείς μπορεί να προβλέψει αν οι επενδύσεις στους εξοπλισμούς αποκτήσουν και χαρακτηριστικά ποιοτικής αναβάθμισης. Διότι προσώρας πρόκειται για μια ποσοτική κούρσα των εξοπλισμών, για την αντικατάσταση και ανανέωση δηλαδή των υφισταμένων από τις πυρηνικές δυνάμεις οπλοστασίων τους που γερνούν», σημειώνει ο ρεπόρτερ της γαλλικής «Les Echos» Ιβ Μπουρντιγιόν.
Τα διπλά επενδύει η Ουάσιγκτον
Οι δαπάνες στα πυρηνικά ξεκίνησαν ουσιαστικά να αυξάνονται το 2020, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε την Τρίτη η Διεθνής Εκστρατεία για την Κατάργηση των Ατομικών Όπλων (ICAN). Και πέρυσι εκτινάχθηκαν στα 82,4 δισ. δολάρια. Από τα κεφάλαια αυτά περισσότερα από τα μισά δαπάνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μιλάμε για επενδύσεις 44,2 δισ. δολαρίων, αυξημένες κατά 12,7% συγκριτικά με το 2020.
Αυξημένες κατά 10,4% σε ετήσια βάση ήταν όμως οι επενδύσεις στα πυρηνικά και από την πλευρά της Κίνας, που έφθασαν στα 11,7 δισ. δολάρια. Μικρότερες ήταν σε ποσοστό και σε απόλυτες τιμές βεβαίως οι αυξήσεις των επενδύσεων εκ μέρους της Ρωσίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας, που ανήλθαν αντίστοιχα στα 8,6, 6,8 και 5,9 δισ. δολάρια το 2021.
«Το 2017 η ICAN κέρδισε το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης για τη Συμφωνία Απαγόρευσης των Πυρηνικών Όπλων που επεξεργάστηκε και την οποία υπέγραψαν 62 χώρες του πλανήτη, ουδεμία ωστόσο από τις πυρηνικές δυνάμεις», σημειώνει ο ρεπόρτερ της «Les Echos».
Το Πεκίνο χαλάει το πάρτι
«Η κούρσα των εξοπλισμών αφορά και τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών», σημειώνει ο Ιβ Μπουρντιγιόν παραπέμποντας σε έκθεση που δημοσιοποίησε τη Δευτέρα η δεξαμενή σκέψης Sipri (Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο της Στοκχόλμης για την Ειρήνη). Το Sipri πιστεύει ότι τα επόμενα δέκα χρόνια ο αριθμός των πυρηνικών όπλων θα βαίνει διαρκώς αυξανόμενος και ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο των πυρηνικών θα διαδραματίσει το Πεκίνο.
«Μια σημαντική αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου βρίσκεται εν εξελίξει, με τις δορυφορικές εικόνες να δείχνουν την κατασκευή 300 και πλέον νέων σιλό πυραύλων», βεβαιώνει το σουηδικό think tank. Για να προειδοποιήσει ότι «η εποχή που ο αριθμός των πυραύλων των εννέα πυρηνικών κρατών μειωνόταν από χρονιά σε χρονιά έχει παρέλθει».
Ο Ζαν-Λουί Λοζιέ, ειδικός για τα θέματα αυτά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) υπογραμμίζει ότι «υπάρχουν λόγοι ανησυχίας για την άνοδο του κινεζικού οπλοστασίου, που απειλεί την ισορροπία του διδύμου των αντιπάλων που συγκροτούν οι ΗΠΑ και η Ρωσία, όπου η καθεμία είχε περίπου 1.600 επιχειρησιακές κεφαλές, σε πλήρη υπεροχή έναντι του Πεκίνου».
Η εξίσωση αλλάζει τελείως εάν το Πεκίνο, που έχει σήμερα 200 κεφαλές, αυξήσει τον αριθμό τους σε 700 έως το 2027 ή ακόμα και σε 1.000 μέχρι το τέλος της δεκαετίας, όπως προβλέπει έκθεση του αμερικανικού Πενταγώνου. «Ο ανταγωνισμός με τη Μόσχα ως μια διμερής αντιπαλότητα ταίριαζε στην Ουάσιγκτον. Τι θα συμβεί αν στραφούμε σε μια τριμερή αντιπαλότητα; Αν οι ΗΠΑ βρεθούν σε μειονεκτική θέση έναντι δύο αντιπάλων των οποίων το συνδυασμένο οπλοστάσιο μετράει 1.000 πυρηνικές κεφαλές περισσότερες από αυτές;», αναρωτιέται ο Λοζιέ.
Είναι βέβαια ένα ερώτημα θεωρητικό, αφού προς το παρόν ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων εκ μέρους της Ουάσιγκτον είναι ταχύτερος συγκριτικά με τους ρυθμούς των αντιπάλων της. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία υποδηλώνουν μια θεαματική αντιστροφή της τάσης, δεδομένου ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ακόμη νωρίτερα, από την εποχή της Περεστρόικα και της Γκλασνόστ, πολιτικών που είχε εφαρμόσει ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τα πυρηνικά στον πλανήτη συρρικνώνονταν χάρη στις συμφωνίες που είχαν υπογράψει Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Πρώτη σε κεφαλές η Ρωσία
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Sipri, σήμερα υπάρχουν περί τις 12.700 βόμβες και πύραυλοι εξοπλισμένοι με πυρηνικές κεφαλές, ενώ το 1986 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 86.000 (αυτός ήταν και ο αριθμός-ρεκόρ). Η Ρωσία διαθέτει 5.977 πυρηνικές κεφαλές, 280 λιγότερες συγκριτικά με πέρυσι εξαιτίας της σταδιακής αποσυναρμολόγησης των πυραύλων που είχαν αποσυρθεί εδώ και χρόνια. Οι ΗΠΑ διαθέτουν 5.428 κεφαλές (-120), η Κίνα 350, η Γαλλία 290, η Βρετανία 225, το Πακιστάν 165, η Ινδία 160, το Ισραήλ 90 και η Βόρεια Κορέα «δίχως αμφιβολία διαθέτει 20», σύμφωνα με το Sipri.
Η πλειονότητα των πυρηνικών αυτών κεφαλών βρίσκεται σε στάδιο αποσυναρμολόγησης. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο αριθμός των λειτουργικών είναι μικρότερος από 4.600 σε ολόκληρο τον κόσμο. Και το 90% εξ αυτών βρίσκονται στα χέρια των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Πηγή ΟΤ