Λήδα Πρωτοψάλτη: «Η ζωή ανεβαίνει μαζί σου στη σκηνή, είτε το θέλεις είτε όχι»

Η κορυφαία ηθοποιός μιλάει στο «Βήμα» για τα 50 χρόνια του θεάτρου Στοά, μοιράζεται με την εφημερίδα σημαντικές στιγμές από την πορεία της στην υποκριτική, θυμάται τον Μποστ εν όψει μιας νέας παράστασης και αποδεικνύει από τι είναι καμωμένο ένα πάθος που υπερβαίνει τις έξι και πλέον δεκαετίες

Το είπε τρεις φορές. «Χωρίς πάθος δεν γίνεται τίποτα». Το είπε με έμφαση, με κλιμακωτό ρυθμό, με την ακλόνητη πίστη που μόνο η μεγάλη πείρα επιτρέπει. «Είχε απόλυτο δίκιο ο Κουν, ο δάσκαλός μου, για το πάθος. Για το πάθος και την άλλη προτροπή του, το διάβασμα». Αδυνατούσες να διαχωρίσεις τη νοσταλγική ένταση από τον πηγαίο ενθουσιασμό στο βλέμμα της. Βρισκόμασταν στα μισά της συνομιλίας μας.

Η Λήδα Πρωτοψάλτη, γεννημένη στον Πειραιά το 1940, είχε ήδη ανατρέξει αρκετά στο πολυκύμαντο παρελθόν της, «τον τρικυμισμένο βίο μου», είχε ήδη σηκωθεί κάμποσες φορές από την καρέκλα της ώστε να θυμηθεί, με το ίδιο της το κορμί θαρρείς, με κινήσεις σχεδόν ανακλαστικές, πολλές από τις στιγμές που καθόρισαν την πορεία της, όπως «τον πρώτο μου αυτοσχεδιασμό σε ηλικία έξι χρονών, κάτι που ασφαλώς συνειδητοποίησα αργότερα», τότε που το περιοδικό Ρομάντσο αναζητούσε με διαγωνισμό τη μικρή ελληνίδα σωσία της Μάργκαρετ Ο’ Μπράιαν (ένα από τα παιδιά-θαύματα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ).

Μισός αιώνας Στοά

«Εκτοτε με άρπαξε αυτό το πάθος και δεν με άφησε ποτέ…» δήλωσε προς «Το Βήμα» η κορυφαία ηθοποιός. Για την ακρίβεια, το συγκεκριμένο πάθος τη συνοδεύει (και το συνοδεύει) επί έξι δεκαετίες και πλέον. Τις προάλλες, μεσημεράκι, η Λήδα Πρωτοψάλτη μας υποδέχθηκε στα πολύχρωμα ατμοσφαιρικά καμαρίνια της Στοάς και κουβέντιασε εκεί με την εφημερίδα (για να μην ενοχλούμε τον υπόλοιπο θίασο και τον Διονύση Τσακνή που έκαναν πρόβα). Με την παράσταση «Ακούω ήχον κώδωνος» (διά χειρός Θανάση Παπαγεωργίου βεβαίως, ο οποίος σκηνοθετεί ξανά μια δική του σύνθεση από ποικίλα γραπτά του αείμνηστου Μποστ) πρόκειται να γιορτάσει το θέατρο (που εδρεύει στου Ζωγράφου, στην οδό Μπισκίνη) την επέτειο μισού αιώνα από την ίδρυσή του.

«Κλείνουμε 50 χρόνια. Είμαι συγκινημένη και χαίρομαι πολύ που έφθασα να το γευτώ αυτό. Είναι σπουδαίο, γιατί δεν είμαστε στο θεατρικό επίκεντρο της πόλης αλλά στην περιφέρεια, καταπώς λέμε, σε μια γειτονιά. Και χρειάστηκε τεράστιος αγώνας για να τα καταφέρουμε, από τον Θανάση, από εμένα, από όλους τους έλληνες συγγραφείς και τους ηθοποιούς που πέρασαν από αυτόν τον χώρο. Τόσος κόσμος…» είπε η Λήδα Πρωτοψάλτη, η οποία πέρασε το κατώφλι της Στοάς το 1974 και δεν έφυγε ποτέ από αυτή.

Οταν η ζωή ανεβαίνει στη σκηνή

«Εδώ είναι η ζωή μου, κατά ένα σημαντικό μέρος της. Και το καταφύγιό μου επίσης. Οταν πέθανε ο πατέρας μου, εδώ ήρθα, κάθισα παραδίπλα στην πλατεία και έμεινα νοερά μαζί του για λίγη ώρα… Παίζαμε, που λέτε, με τον Θανάση στο «Xάσαμε τη θεία, στοπ» (1975) του Γιώργου Διαλεγμένου και προς το τέλος του έργου, ενώ το ζευγάρι καβγαδίζει πάνω από το φέρετρο, ο ήρωας αναφέρεται στον πατέρα της ηρωίδας, της Ουρανίας. Εκείνη τη μέρα είχα κηδέψει τον πατέρα μου και το βράδυ έπρεπε να ανέβω στη σκηνή… Λοιπόν, τη στιγμή που, υποδυόμενη την Ουρανία, άκουσα τον άλλο να λέει για τον πατέρα της, σάστισα κάπως. Ακουσα μια φωνή μέσα μου να επαναλαμβάνει «ακούς, ακούς, για τον μπαμπά σου λέει». Προσπάθησα να με καθησυχάσω, να με ηρεμήσω. Συγκεντρώθηκα και συνέχισα. Αργότερα όμως, καθώς η ηρωίδα φωνάζει στο παράθυρο και ο ήρωας σπεύδει να της κλείσει το στόμα, εγώ λιποθύμησα, έμεινα στα χέρια του Θανάση. Γιατί δεν το ξεπέρασα, νόμιζα ότι το είχα ξεπεράσει… Γιατί ο οργανισμός κάνει τα δικά του. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα, η ζωή ανεβαίνει μαζί σου στη σκηνή, είτε το θέλεις είτε όχι» τόνισε.

Το πάθος για το θέατρο

«Εδώ στη Στοά έχει χυθεί αίμα, αληθινό, όχι συμβολικό… Μια φορά, είχε τελειώσει η σεζόν και συμμαζεύαμε το θέατρο. Ο Θανάσης πήγε να ξεκρεμάσει μόνος του κάτι εικόνες και επειδή ήταν απρόσεκτος έσκισε πολύ άσχημα τα χέρια του. Τον είδα μες στα αίματα και τρελάθηκα. Τον πήρε ένας συνάδελφος και ευτυχώς τον έτρεξε στα Επείγοντα. Για αυτό σας λέω, το πάθος, αυτό το πάθος μπορεί να είναι και επικίνδυνο… Δεν θα ξεχάσω τι μου είχε πει ο ψηλός, ο Μάνος Κατράκης, που τον αγαπούσα και με αγαπούσε, ότι «εσείς κάνετε αληθινό λαϊκό θέατρο»» συμπλήρωσε.

Ο Μποστ και η Μήδεια

Επειτα η Λήδα Πρωτοψάλτη σηκώθηκε και πάλι από τη θέση της, πλησίασε την εστεμμένη περούκα της Μήδειας και την άγγιξε με τα δάχτυλά της. «Ο μέγας Μποστ! Ξεκινήσαμε με τη «Φαύστα» του, το 1987. Υστερα έγραψε τη δική του «Μήδεια» (1993). Κάπως έτσι έγινε. Είχαμε πάει στο σπίτι του με τον Θανάση. Συζητούσαμε για σκετσάκια. Οχι, του λέει ο Θανάσης, γράψε μια τραγωδία. Ο Μποστ γούρλωσε τα μάτια. Οταν όμως έπεσε στο τραπέζι το όνομα της Μήδειας, εκείνης «που σκότωσε τα παιδιά της», άρχισε να το βλέπει ανατρεπτικά, να του καλαρέσει η ιδέα. Ωσπου πήραμε το κείμενο. Τι να σας πω, ήταν εκρηκτικό! Και παραμένει, κατά τη γνώμη μου. Ο Μποστ, κατά τα λοιπά, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώρισα ο οποίος ξεστόμιζε αυτό που σκεφτόταν, την αλήθεια δηλαδή. Δεν χάριζε κομπλιμέντα. Νομίζω ότι δεν μου έτυχε ποτέ κάτι ανάλογο και μια τέτοια ανθρώπινη αθωότητα. Μια μέρα, στη διάρκεια μιας πρόβας, με προέτρεψε ο Θανάσης να πάω να του μιλήσω, φαινόταν ανήσυχος. «Μέντη», του λέω, «τι τρέχει;». Και μου απαντάει ακαριαία: «Δεν μου αρέσει τίποτα. Ούτε εσύ μ’ αρέσεις». Τη γενική δοκιμή της «Μήδειας» μάλλον την είχε δει, αλλά την πρεμιέρα δεν κατάφερε να την παρακολουθήσει. Είχε αρρωστήσει και βρισκόταν στο νοσοκομείο. Την επομένη τον πήρα στο τηλέφωνο να δω πώς ήταν και ζήτησε να μάθει για την παράσταση. «Γελάνε;», αυτή ήταν η πρώτη του ερώτηση. «Αν γελάνε», του είπα, «το κοινό ξεκαρδίζεται». Μετά ήρθε και η δεύτερη ερώτησή του. «Καταλαβαίνουν;». Αυτή ήταν η έγνοια του, αν πέραν της γλώσσας περνούσε κάτω αυτό που ήθελε να χτυπήσει με τη σάτιρά του, αν συντελείται μέσα σε δευτερόλεπτα εκείνο το πέρασμα από την ψυχαγωγία στον πολιτικό προβληματισμό. Διότι ο Μποστ δεν είναι εύκολος δημιουργός, απαιτεί και από τους ηθοποιούς και από τους θεατές μια συνθήκη εγρήγορσης» ανέφερε η Λήδα Πρωτοψάλτη.

Ταγμένη στο «σανίδι»

Εκείνη την ώρα ο Θανάσης Παπαγεωργίου (με τον οποίο παντρεύτηκαν, χώρισαν, έκαναν μαζί έναν γιο αλλά δεν σταμάτησαν να συνεργάζονται καλλιτεχνικά επειδή μοιράζονται την ίδια ματιά πάνω στο θέατρο) εμφανίστηκε στα καμαρίνια και μας χαιρέτησε. «Ταγμένη. Αν ψάχνετε μια λέξη που να την περιγράφει συνολικά, αυτή είναι» είπε.

Η Λήδα Πρωτοψάλτη συγκατάνευσε. «Δεν ξεχωρίζω κανέναν ρόλο, γιατί σε όλους έβαζα το σώμα μου και την ψυχή μου. Ακριβώς για αυτό η υποκριτική είναι μια σκληρή διαδικασία. Πώς μπαίνεις στην κατάσταση; Αυτό είναι το θέμα. Πώς μπαίνεις σε αυτό που απαιτεί από εσένα το κείμενο, ο ρόλος σου; Είναι λατρεία αγιάτρευτη το θέατρο αλλά και παιδεμός, κυρίως αυτό, το τελευταίο. Μη κοιτάτε τώρα που όλοι τα βλέπουν «απλά», υποψιάζομαι ότι ίσως έχει προκαλέσει ανήκεστη βλάβη η τηλεόραση. Να βλέπεις ηθοποιούς που να μην κατέχουν το αλφάβητο της δουλειάς τους. Επαιζα κάποτε τη Μάνα στον «Mατωμένο γάμο» του Λόρκα. Η σκηνοθετική οδηγία που είχα ήταν να κάνω κάτι καινούργιο, κάτι που δεν το είχε ξαναδεί κανείς. Βασανίστηκα. Τις νύχτες δεν κοιμόμουνα. Ανέβαινα στη σκηνή και απλώς περιφερόμουν, δεν είχα την παραμικρή διάθεση να αρθρώσω τίποτα. Πάλεψα για να συναντηθώ με εκείνη τη γυναίκα, με εκείνον τον ρόλο. Και σε κάποια πρόβα, όταν με το επίπεδο της προσήλωσής μου έφθασα να ακούσω από απόσταση ακόμη και το θρόισμα από ένα μακρύ φουστάνι, το συναισθάνθηκα ότι έκανα κάτι καινούργιο, Αλλά δεν ήμουνα εγώ, ξέρετε… Μια άλλη δύναμη με οδηγούσε, κάτι άλλο. Μια συνάδελφος μου είπε ότι ήμουν τυχερή, επειδή δεν το έχουν βιώσει όλοι οι ηθοποιοί αυτό… Τον ύστατο μονόλογο της Μάνας στο έργο τον είπα πολύ σιγά, με σπασμένη φωνή. Ενας θεατής, μετά από μια παράσταση, με ρώτησε: «Κυρία Πρωτοψάλτη, πώς τα καταφέρνετε και δεν κλαίτε;». Του αποκρίθηκα ότι έκλαιγα, αλλά από μέσα μου. Θα ήθελα να του εξηγήσω ότι ήταν κάτι πέρα και πάνω από το κλάμα. Οταν σου φέρνουν το παιδί σου δυο κομμάτια, τι νόημα έχει το κλάμα;» υπογράμμισε.

«Εχω μια φίλη, σπουδαία μουσικό, η οποία παράτησε το πιάνο, που ήταν όλη η ζωή της, και ασχολήθηκε εν τέλει με άλλα… Οποτε μιλάμε, μου λέει ότι με θαυμάζει, προσέξτε, επειδή δεν άφησα το θέατρο. Οντως, δεν το άφησα. Για κανέναν και για τίποτα. Εκανα αυτό που πίστευα. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν βγαίνει η ζωή απωθώντας τα πράγματα που επιθυμούμε. Ωραία ήταν πάντως, ωραία» κατέληξε η Λήδα Πωροψάλτη, μα δεν διευκρίνισε τι ακριβώς εννοούσε, δεν χρειαζόταν.

«Ακούω ήχον κώδωνος – Μποστ». Σύνθεση κειμένων και σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου. Πρεμιέρα καλοκαιρινής περιοδείας: Δευτέρα 20 Ιουνίου, Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, στις 21.00. Περισσότερες πληροφορίες για τους ηθοποιούς, τους συντελεστές, τις μέρες και τις ώρες των παραστάσεων στην ιστοσελίδα: https://theatrostoa.gr/

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.