Κατακόρυφη πτώση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του ποσοστού της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας παρατηρείται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης με προεξέχουσα την Ελλάδα με μείωση της τάξεως του 75% το 2020 σε σχέση με του 2000.
Συμβάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη
Στην Ελλάδα, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχει «πέσει» στο 25,8%, ενώ στην Ευρώπη μόνο 12 χώρες, παρουσιάζουν ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων υψηλότερα του 50%.
Για το λόγο αυτό στην υπό έγκριση ευρωπαϊκή οδηγία «επαρκείς κατώτατους μισθούς» σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει διάταξη σύμφωνα με την οποία «οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ενισχυθούν – σε όλες τις χώρες – ώστε να καλύπτουν τουλάχιστον από το 80% των εργαζομένων».
Σύμφωνα με την οδηγία τα κράτη μέλη στα οποία λιγότερο από το 80% του εργατικού δυναμικού προστατεύεται από συλλογική σύμβαση, θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για τη σταδιακή αύξηση της κάλυψης αυτής. Για τον σχεδιασμό της βέλτιστης στρατηγικής για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εμπλέκουν τους κοινωνικούς εταίρους και να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται και να δημοσιοποιούν το σχέδιο.
Τα Μνημόνια
Στην Ελλάδα η αποδυνάμωση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων ξεκίνησε με τα Μνημόνια και ήταν «ταχύτερη και περισσότερο βίαιη», σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Ωστόσο η τάση αυτή της σημαντικής μείωσης του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ιδίως των κλαδικών), όπως και της παρεπόμενης μείωσης του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από αυτές, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) μόνο 12 χώρες, κυρίως της δυτικής και της βόρειας Ευρώπης, παρουσιάζουν ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων υψηλότερα του 50%. Στον αντίποδα, μικρά ποσοστά κάλυψης παρουσιάζονται κυρίως στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, το 2018 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν στο 25,8%.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ η μείωση της κάλυψης των συμβάσεων είναι αποτέλεσμα οι εκτεταμένες νομοθετικές αλλαγές του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων κατά την περίοδο των Μνημονίων ‒οι οποίες είχαν στόχο την αποκέντρωση των συλλογικών συμβάσεων από το εθνικό και κλαδικό επίπεδο στο επιχειρησιακό επίπεδο‒ και ιδιαίτερα με την αυστηροποίηση του μηχανισμού της επεκτασιμότητας, δηλαδή της κήρυξης των εθνικών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας ως γενικά υποχρεωτικών.
Συνέπειες των αλλαγών αυτών ήταν επίσης η δραστική μείωση του ίδιου του αριθμού των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, η αντικατάσταση της ΕΓΣΣΕ ως μηχανισμού διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού από το νέο σύστημα του νομοθετικά καθοριζόμενου κατώτατου μισθού ύστερα από διαδικασίες διαβούλευσης (άρθρο 103, Ν. 4172/2013), καθώς και η αυστηροποίηση των διαδικασιών της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ
Πτώση 10 μονάδων
Tο 2000 οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάλυπταν σε επίπεδο ΕΕ κατά μέσο όρο το 66% των εργαζομένων, ενώ το 2018 το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 56%, δηλαδή κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (στοιχεία Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ILO).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον τέλος παρουσιάζει και η πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) σχετικά με τη συνολική εκτιμώμενη τάση αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις χώρες της ΕΕ και της φθίνουσας προστασίας των εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΣΕΣ εκτός από δύο χώρες (Φιλανδία, Δανία), σε όλες τις υπόλοιπες χώρες είναι εμφανής η μείωση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, Στην Ελλάδα καταγράφονται δραματικά ποσοστά μείωσης (-75%).
Στα συμπεράσματα της τελευταίας έκθεσης του ILO (2022), υπογραμμίζεται ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συμβάλλουν στην οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα και στη μείωση της ανισότητας των αποδοχών, προωθώντας την ισότητα των φύλων και τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών των γυναικών, των νέων, των μεταναστών και άλλων ευάλωτων κατηγοριών εργαζομένων παρέχοντας περισσότερες ευκαιρίες για αξιοπρεπή εργασία. Επίσης, μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων και να συμπληρώσουν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη, τις συντάξεις, το δημογραφικό κ.ά.
Για το λόγο αυτό η ΓΣΕΕ, σημειώνει οτι «η πλήρης και χωρίς περιορισμούς επαναφορά και υποχρεωτικότητα της ΕΓΣΣΕ ‒ με καθορισμό κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους‒ και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας αποτελούν τη μείζονα προτεραιότητά της».