“Κοντεύω να ορθοποδήσω αλλά τρεις μήνες τώρα με το πόδι απάτητο, ανάσκελα σε χειρουργεία, νοσοκομεία, κρεβάτια, κι όλο στο νου η παραβολή του παραλυτικού· το σκοτεινό ερώτημα.
ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. καὶ τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
(Ήτανε κάποιος ασθενής ανάμεσα στους άλλους που περίμεναν το θαύμα κι όταν τον είδε Εκείνος χρόνια κατακείμενον του λέει: Θέλεις να γίνεις καλά; κι ο άρρωστος του αποκρίθηκε: Κύριε δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στα νερά όταν ταραχθούν κι όλο κάποιος άλλος αντί για μένα προλαβαίνει. Σήκω, του λέει τότε Εκείνος, φορτώσου το κρεββάτι σου και προχώρα.)
Όχι, δεν είναι το «ἔγειρε …καὶ περιπάτει»· εκείνο το «Θέλεις;» και το «ἆρον τὸν κράβαττόν σου» είναι το θαύμα.”
Απομόνωσα -δι’ ιδίαν χρήσιν- τη σπαρακτική αυτή «Σημείωση» (29.1.2019), από το «eμερολόγιο» του Χρήστου Μποκόρου (εκδ. «Μουσείο Μπενάκη») για να προσθέσω τη δική μου βάσανο από τους εγκλεισμούς και τα βρογχικά.
Γιατί το θαύμα δεν είναι μόνο η «θέληση» να γιάνεις, να σηκωθείς, να πιστέψεις ότι θέλεις να γιάνεις και να σηκωθείς, αλλά εκείνη η προστακτική αορίστου του
«αίρω» -το «άρον» (να σηκωθείς)- που σου έρχεται απ’ έξω, από τη Γλώσσα, από τη Γραμματική.
Κι ας μη θέλεις, κι ας κουράστηκες να θέλεις, και μάλιστα να φορτωθείς το κρεββάτι σου, να περιμένεις να «ταραχθή το ύδωρ», ο Άγγελος να εμφανιστεί όποτε του καπνίσει, να δοκιμαστεί έτσι, η πίστη και η καρτερία σου -όπως προτρέπει από άμβωνος ο παπάς.
Όχι. Αυτή η προστακτική -το «άρον»- δεν συναρτάται από την επιθυμία σου, είναι στη Γλώσσα που υπάρχει πριν και μετά από εσένα. Οφείλεις, θες δεν θες, να υπ-ακούσεις.
Είναι το καθήκον σου απέναντι στη Λέξη -όπως άλλωστε, και η ανυπακοή.
Η ευαγγελική περικοπή του Παραλύτου -η παραβολή του παραλυτικού-
(κατά Ιωάννην, 5.8) είναι το «παράβολο» για να δεις και να εισέλθεις στον Νυμφώνα της Γλώσσας, ως σημαίνον που είσαι, αντί άλλου σημαίνοντος.( Αν είσαι κάτι τέτοιο …)