Πέρασαν ήδη πάνω από 100 ημέρες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η «Δυτική Συμμαχία» (ΕΕ και ΗΠΑ), που στην αρχή φάνηκε να βαδίζει ενωμένη ως προς την ισχυρή στήριξη του ουκρανικού λαού, εμφανίζει τώρα ένα ανησυχητικό ρήγμα, όχι μόνο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, αλλά και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και τούτο τη στιγμή που η Ρωσία του Πούτιν εξαγγέλλει ήδη τις πρώτες κινήσεις της για την προσάρτηση των εδαφών που έχει καταλάβει με την προαναγγελία δημοψηφίσματος στις περιοχές αυτές, ενώ καθιέρωσε ήδη το ρούβλι στις συναλλαγές και προχωρεί και στην έκδοση ρωσικών διαβατηρίων για τους κατοίκους, ενισχύοντας έτσι τους φόβους για μια προσάρτηση κατά το πρότυπο της Κριμαίας. Και όλα αυτά παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις ότι δεν σκόπευε να προσαρτήσει ουκρανικά εδάφη παρά μόνο να πετύχει την «αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας».
Τον τόνο μιας διαφορετικής από την αρχική προσέγγισης έδωσε ο γάλλος πρόεδρος, που όλο αυτό το διάστημα δεν σταμάτησε να βρίσκεται σε επαφή με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, παρά το γεγονός ότι όλες οι μεσολαβητικές του προσπάθειες απέτυχαν. Εξέφρασε την άποψη ότι παρ’ όλα όσα συμβαίνουν και εν όψει πιθανών επικείμενων διαπραγματεύσεων δεν θα πρέπει «να ταπεινωθεί» η Ρωσία, με την οποία η Ευρώπη θα είναι υποχρεωμένη να συνυπάρξει και μετά τον πόλεμο. Εχοντας προφανώς στο μυαλό του τι συνέβη με την ταπείνωση της Γερμανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Επόμενο ήταν να αντιδράσει έντονα ο Ζελένσκι, ερμηνεύοντας τη σύσταση Μακρόν ως προτροπή για την παραχώρηση εδαφών στους Ρώσους. Πέρα όμως από τον Μακρόν, το γεγονός είναι ότι Ευρώπη εμφανίζεται τώρα διχασμένη καθώς από τη μια πλευρά οι πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σήμερα μέλη της ΕΕ, λόγω του ιστορικού μίσους κατά της Μόσχας, τηρούν αδιάλλακτη στάση απέναντι στον Πούτιν, ενώ Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία καλούν για διαπραγματεύσεις και κατάπαυση του πυρός, σκεπτόμενες τις σχέσεις τους με τη Ρωσία την επόμενη μέρα.
Διότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι είναι ακριβώς η αποτυχία της Ευρώπης να εντάξει τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, που οδήγησε στην άνοδο του Πούτιν και σε όλα τα υπόλοιπα. Ενας προβληματισμός που είναι φυσικό να μην απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, που βρίσκονται μακράν της ευρωπαϊκής ηπείρου και αντιμετωπίζουν τη Ρωσία στο γνωστό πλαίσιο της αντιπαράθεσης Ανατολής – Δύσης, μη αντιλαμβανόμενες ότι έτσι οδηγούν τη χώρα αυτή στην αγκαλιά της Κίνας, που αποτελεί και τον κύριο αντίπαλο των ΗΠΑ την περίοδο αυτή. Αν όμως, λόγω Ουκρανίας, η αντιπαράθεση αυτή με τη Ρωσία ξεφύγει εκτός ελέγχου, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται.