Τελικά, εκτός από τη Ρωσία, και η Τουρκία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι «ένας γρίφος σε ένα αίνιγμα τυλιγμένος σε ένα μυστήριο» κατά τη γνωστή έκφραση του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Δύσκολο, με άλλα λόγια, να ερμηνεύσεις με απολύτως ορθολογικά κριτήρια τη συμπεριφορά της, τους σχεδιασμούς της, τις επιδιώξεις της. Την 13η Μαρτίου ο πρόεδρος Ερντογάν συναντήθηκε με τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη. Ηταν μια θερμή συνάντηση που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να ανοίξει τη διαδικασία για σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Το σπάσιμο δηλαδή του κύκλου της έντασης, της κλιμάκωσης, της τοξικής κατάστασης «μη ειρήνης και μη πολέμου». Δύο και κάτι μήνες μετά (και) αυτή η προσπάθεια έχει καταρρεύσει. Η Τουρκία επανήλθε σε αναβαθμισμένη επιθετική ρητορική και συμπεριφορά. Ενώ ο πρόεδρος Ερντογάν αντέδρασε με εξόχως ανοίκειο ύφος στην πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, φθάνοντας μέχρι του σημείου να λέει ότι «δεν τον αναγνωρίζει και ότι δεν πρόκειται πλέον να μιλήσει μαζί του». Και παράλληλα ματαίωσε όλες τις συναντήσεις, επαφές, επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών. Η ένταση στο αποκορύφωμά της δηλαδή, με σενάρια για ενδεχόμενη κλιμάκωση σε «κάτι θερμότερο» να προβάλλουν απειλητικά. Και που ίσως να είναι τώρα στη λογική Ερντογάν λόγω και επικείμενων εκλογών. Η Ελλάδα όμως θα υπνοβατήσει στη λογική του; Θα παγιδευτεί στους σχεδιασμούς του;
Η Ελλάδα σε γενικές γραμμές αντιδρά με ήπια αποφασιστικότητα, αυτοσυγκράτηση και νηφαλιότητα, επισημαίνοντας την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των κανόνων καλής γειτονίας. Ενώ από την άλλη μεριά, όμως, συνεχίζει να επενδύει σε θηριώδεις εξοπλισμούς προχωρώντας στην αγορά και των νέας γενιάς αεροσκαφών F-35 από τις Ην. Πολιτείες (μετά την προμήθεια των γαλλικών Raffale). Η εμπεδωμένη αντίληψη είναι ότι οι εξοπλισμοί αποτελούν την ενδεδειγμένη απάντηση στην τουρκική επιθετικότητα, παραγνωρίζοντας την εμπειρία που λέει ότι οι εξοπλισμοί (πέρα από την ικανή αποτροπή) μπορούν και να μην επιλύουν κανένα πρόβλημα αλλά να οδηγούν σε αχαλίνωτη κούρσα προμήθειας όπλων, σπατάλης πόρων εκατέρωθεν. Η Ελλάδα όμως ενεργοποίησε και τη διεθνή κοινότητα για την καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας. Αλλά, παρά την καταδίκη, ύστερα από ελληνικές παραινέσεις του τουρκικού αναθεωρητισμού, άκουσε παρασκηνιακώς και την πάγια σύσταση «βρείτε τα με διαπραγματεύσεις» (με την εξαίρεση ίσως της Γαλλίας). Το άκουσε ουσιαστικά από τις ΗΠΑ, Γερμανία, ΕΕ (αρχικώς) και άλλους διεθνείς συντελεστές. Ενώ προσδοκούσε την αυθόρμητη, απερίφραστη καταδίκη του αναθεωρητισμού υπό το φως και των δραματικών συνεπειών του με τον πόλεμο στην Ουκρανία από τη Ρωσία. Η αλήθεια είναι όμως ότι η αποκαλούμενη διεθνής κοινότητα δεν θεωρεί τον τουρκικό αναθεωρητισμό τόσο τοξικό όσο αυτόν της Ρωσίας. Αντίθετα θεωρεί την Τουρκία σημαντική χώρα στρατηγικής αξίας, παρά τις σχέσεις της με τη Ρωσία, τα προβλήματα που προκαλεί εντός του ΝΑΤΟ (μπλοκάρισμα διεύρυνσής του με Σουηδία, Φινλανδία) και τον αυτόνομο ρόλο που αναπτύσσει στην περιοχή. Και ειδικά για την Ελλάδα, εμφορείται κατά βάθος από τη λογική που κωδικοποιείται στη φράση «βρείτε τα» με διαπραγματεύσεις.
Για να «τα βρούμε», βέβαια, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα και οι δύο χώρες να έχουν κοινό πλαίσιο αναφοράς που δεν είναι άλλο από το διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένης και της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS-1982). Η Τουρκία όμως δεν την αποδέχεται. Αλλά, παρά ταύτα, ένα κεντρικό ερώτημα είναι: μήπως υπάρχουν κάποια βήματα που και η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει «για να τα βρούμε» όπου μπορούμε να τα βρούμε, γιατί σε ορισμένα ζητήματα μάλλον δεν μπορούμε. Πάντως δεν μπορεί όλη η διεθνής κοινότητα να λέει «βρείτε τα» και εμείς να απαντάμε μόνο με το «καταδικάστε την τουρκική επιθετικότητα». Χρειάζεται συγκεκριμένο σχέδιο και στρατηγική συγκεκριμένων βημάτων «για να τα βρούμε» στη βάση ενός μοντέλου που θα διασφαλίζει πλήρως την ελληνική κυριαρχία σε κάθε σπιθαμή της, αλλά και θα απαντά σε κάποιες ανησυχίες της άλλης πλευράς. Σε μια τέτοια νέα διαδικασία μπορεί και θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση στη βάση ελληνικού σχεδίου που, μεταξύ άλλων, μπορεί να διαλαμβάνει (ενδεικτικά) τη σύσταση ειδικής task force όπως προβλέπεται στο άρθρο 42,5 της ΚΕΠΠΑ (ΣΕΕ). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση αποστολής σε ομάδα κρατών-μελών προκειμένου να διατηρηθούν οι αξίες της Ενωσης και να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά της». Ας προχωρήσουμε στην ενεργοποίησή του. Το να επιδιώξουμε μια ακόμη σκληρή λεκτική καταδίκη της Τουρκίας, όσο χρήσιμη κι αν είναι, ή κυρώσεις κ.λπ. δεν παράγει τελικά κανένα πρακτικό ευεργετικό αποτέλεσμα. Ισως το αντίθετο. Η task force αυτή θα αναλάβει το έργο της αναζήτησης προσεγγίσεων «για να τα βρούμε» (αφού οι διμερείς απόπειρες δεν αποδίδουν). Επιπλέον η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τη ρητή εγγύηση των εξωτερικών συνόρων από την ΕΕ. Η ορμητική πορεία διολίσθησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε πλήρη συγκρουσιακή αντιπαράθεση πρέπει να ανακοπεί. Ο Ερντογάν μπορεί να τη θέλει αυτή την αντιπαράθεση. Η Ελλάδα όμως δεν πρέπει να παγιδευτεί στη λογική του και οι δύο χώρες από κοινού στην καταστροφή.
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο).