Ο κύβος ερρίφθη. Στο συμβούλιο κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 23-24 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, οι ηγέτες των «27» θα κληθούν να αποφασίσουν και για κάτι εξαιρετικά σημαντικό για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Την εκκίνηση της διαδικασίας για αλλαγή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία διέπει τη λειτουργία της.
Κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας
Ήδη, η Ευρωβουλή – στον απόηχο και των συμπερασμάτων της «Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης» – άνοιξε και επισήμως αυτό το κεφάλαιο, με την ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στην ολομέλεια. Εκεί όπου 355 μέλη της τάχθηκαν υπέρ, έναντι 155 κατά και 48 αποχών, της πρότασης στην οποία δεσπόζει η κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας – ή, όπως είναι πιο γνωστή, του βέτο.
Ταυτόχρονα, προτείνεται η ΕΕ να αποκτήσει τη δυνατότητα να προχωρά συλλογικά, έστω και χωρίς ομοφωνία, στη λήψη μέτρων στον τομέα της δημόσιας υγείας, καθώς και την αγορά οπλικών συστημάτων, αλλά και να επιβάλλουν κυρώσεις. Παράλληλα, ενισχύεται ο ρόλος της ίδιας της Ευρωβουλής, η οποία θα μπορεί να προωθεί νομοθετήματα και να έχει αποφασιστικό λόγο σε ζητήματα όπως ο κοινοτικός προϋπολογισμός.
Η Λισαβόνα είναι πολύ παλιά…
Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν και συνοδεύουν την πρόταση μοιάζουν εύλογα. Στα 13 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, τον Δεκέμβριο του 2009, έχουν συμβεί τόσα πολλά που την κάνουν να μοιάζει εξαιρετικά… γερασμένη. Και σίγουρα, ανίκανη να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, τους συσχετισμούς και τις τάσεις που υπάρχουν εντός της ΕΕ.
Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς: Από την χρηματοπιστωτική κρίση που κορυφώθηκε από τη στιγμή που η ΕΕ άρχισε να λειτουργεί με βάση την προαναφερθείσα Συνθήκη; Από την προσφυγική που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά, εξαιτίας και των όσων συνέβαιναν στη Συρία, αλλά και το Αφγανιστάν; Από την πανδημία της Covid-19 που ξέσπασε το 2020 και δεν έχει τελειώσει ακόμη; Ή από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια τομή στην πορεία της «ενωμένης Ευρώπης»;
Όλα δείχνουν, πάντως, ότι η ρωσική εισβολή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν σε θέση να εγκρίνουν στις 8 Μαρτίου, με ένα προεδρικό διάταγμα, το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Στην Ευρώπη, μας πήρε τρεις μήνες να φτάσουμε σε αυτό το σημείο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γκι Φέρχοφσταντ, ηγετικό στέλεχος των Φιλελευθέρων και εκ των πρωτεργατών του κινήματος της αλλαγής των Συνθηκών.
Η μάχη θα είναι σκληρή
Η Ευρώπη, βεβαίως, δεν είναι Αμερική. Έτσι, θα ήταν πιο σωστό να χαρακτηρίσουμε τον πόλεμο ως τον καταλύτη που επέτρεψε να επιταχυνθούν διεργασίες οι οποίες έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια στις τάξεις των εταίρων. Κυρίως δε των πιο ισχυρών εξ αυτών, οι οποίοι δεν μπορούσαν από πριν να κρύψουν τη δυσφορία και τον εκνευρισμό που τους προκαλούσε η αρχή της ομοφωνίας και το δικαίωμα των «μικρών» να μπλοκάρουν αποφάσεις με το βέτο τους.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: Η αλλαγή της Συνθήκης δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και η διαδικασία που δείχνει να αρχίζει κάθε άλλο παρά ομαλή προμηνύεται. Το μαρτυρούν, εξάλλου, τα σχόλια που είδαν το φως της δημοσιότητας σε αρκετά ευρωπαϊκά ΜΜΕ, ανάμεσά τους και στην el Pais.
«Η επικείμενη θεσμική μάχη θα είναι ιδιαιτέρως σκληρή, καθώς τα βήματα προς τα εμπρός που κάνει η Ένωση αγγίζουν πολύ ευαίσθητα σημεία της εθνικής κυριαρχίας, όπως η άμυνα, η ενέργεια και η εξωτερική πολιτική. Όσο για την υπονόμευση της ομοφωνίας τρομάζει πολλές χώρες, ειδικά εκείνες με τον μικρότερο πληθυσμό, επειδή φοβούνται πως οι αποκαλούμενες μεγάλες θα τις συνθλίψουν επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους. Η ίδια η κοινοβουλευτική συζήτηση αποτύπωσε αυτόν τον διχασμό, με πολλούς βουλευτές να κατηγορούν τους υπέρμαχους των μεταρρυθμίσεων ότι επιδιώκουν να μετατρέψουν την ΕΕ σε μια Σοβιετική Ένωση», σημειώνει η ισπανική εφημερίδα.
Η κατάργηση του βέτο απαιτεί… ομοφωνία!
Πρέπει να σημειωθεί, εκτός των άλλων, ότι αν και στόχος είναι η κατάργηση του βέτο – για την ακρίβεια, η γενίκευση των αρχών της «ενισχυμένης πλειοψηφίας» και της (συμπληρωματικής ουσιαστικά) «αναστέλλουσας μειοψηφίας» – η αλλαγή των Συνθηκών έχει ως προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ την ύπαρξη ομοφωνίας. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι δεν αρκεί η συμφωνία σε επίπεδο Συντακτικής Συνέλευσης (η οποία μπορεί να συγκληθεί με απλή πλειοψηφία από τους ηγέτες που συμμετέχουν στη σύνοδο κορυφής) ή Διακυβερνητικής Διάσκεψης, αλλά απαιτείται το τελικό κείμενο να πάρει την έγκριση στα εθνικά κοινοβούλια και των «27», χωρίς καμία εξαίρεση.
Μπορεί, άραγε, αυτό να καταστεί εφικτό με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», στο οποίο οι ρωγμές διαρκώς πολλαπλασιάζονται και γίνονται πιο βαθιές; Πόσο εύκολα (ή δύσκολα) θα καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα ενιαίο σχέδιο οι «βόρειοι» και οι «νότιοι», οι «παλιοί» και οι «νέοι» της ΕΕ;
Ακόμη πιο συγκεκριμένα: Τι θα κάνουν η Πολωνία και η Ουγγαρία, που παρά τις διαφορές τους στο Ουκρανικό, συνεχίζουν να πορεύονται χέρι-χέρι στα ζητήματα της ΕΕ; Και τι θα κάνουν οι αποκαλούμενοι «frugals» που έχουν αξιοποιήσει την απειλή του βέτο ουκ ολίγες φορές ως τώρα;
Η αρχή του οριστικού τέλους;
Μήπως, τελικά, η διαδικασία που δείχνει έτοιμη να εκκινήσει αποτελέσει, με τη σειρά της, την αρχή του (οριστικού) τέλους της ΕΕ όπως την γνωρίσαμε και της ύπαρξης πολλών διαφορετικών ταχυτήτων; Υπάρχει, άραγε, περίπτωση να κάνει πολλούς να σκεφτούν ότι ίσως είναι καλύτερο να ανοίξουν την πόρτα της εξόδου, όπως έκανε το Ηνωμένο Βασίλειο;
Τα ερωτήματα είναι, προφανώς, πολλά και οι απαντήσεις δύσκολες. Είναι πιθανό, όμως, η διαδικασία αλλαγής της Συνθήκης της Λισαβόνας να αποδειχθεί το κλειδί που θα ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας στην Ευρώπη, οδηγώντας σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό.
Πηγή ΟΤ