«Ολες οι ζωές ξεκινούν με μια γυναίκα, έτσι ξεκινά και η δική μου» λέει η Γκάια αναφερόμενη στη μητέρα της, την κοκκινομάλλα και περήφανη Αντόνια, η οποία στην αρχή ετούτης της ιστορίας προβαίνει σε μια καθιστική διαμαρτυρία, ακριβώς στο επίκεντρο του γραφειοκρατικού τέλματος, προκειμένου να διεκδικήσει ένα νόμιμο σπίτι της προκοπής για τη φτωχή της οικογένεια. Εχει τέσσερα παιδιά και έναν ανάπηρο άντρα. Εχει επίσης μια λυσσαλέα θέληση να βελτιώσει τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν όλοι μαζί.
Giulia Caminito – Το νερό της λίμνης δεν είναι ποτέ γλυκό
Μετάφραση Δήμητρα Δότση.
Εκδόσεις Διόπτρα, 2022, σελ. 392, τιμή 16,60 ευρώ
Το βιβλίο Το νερό της λίμνης δεν είναι ποτέ γλυκό (εκδ. Διόπτρα· πρωτότυπος τίτλος L’acqua del lago non è mai dolce, 2021) της Τζούλια Καμινίτο είναι ένα σύγχρονο έργο που διαδραματίζεται κατά τις αρχές της νέας χιλιετίας στα περίχωρα της Ρώμης, κοντά στη λίμνη Μπρατσάνο, και έρχεται να αποτυπώσει έναν σχεδόν απόκρυφο κόσμο, τον κόσμο της ανέχειας, όπου οι εντάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους δημιουργούνται από τη σύγκρουση απελπισίας και ελπίδας, από την παγίδα του κοινωνικού ντετερμινισμού και την προσδοκία της υπέρβασής του. Σε αυτή την ευέλικτη αφήγηση κυριαρχεί μια θυελλώδης σχέση μάνας και κόρης, στο πλαίσιο της οποίας δεν είναι καθόλου ευδιάκριτα τα όρια αγάπης και μίσους. Η 34χρονη συγγραφέας με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το τρίτο της κατά σειράν, ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Strega (την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της Ιταλίας), ενώ απέσπασε και το (θεωρούμενο πλέον πιο εκλεπτυσμένο και απαιτητικό) Βραβείο Campiello. Πούλησε πάνω από 100.000 αντίτυπα και διαβάζεται (ή πρόκειται να διαβαστεί) μεταφρασμένο σε περισσότερες από 20 χώρες. Η Τζούλια Καμινίτο, γεννημένη στη Ρώμη, με σπουδές Πολιτικής Φιλοσοφίας, μίλησε στο «Βήμα» για ένα βιβλίο που την περασμένη χρονιά προκάλεσε αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό της πατρίδας της.
Η πίστη και η οικογένεια
«Ηταν μια μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη για εμένα. Ηταν η πρώτη φορά που αποφάσισα να γράψω για το παρόν και σε πρώτο πρόσωπο, αλλάζοντας το ύφος μου. Τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου ήταν ιστορικά, ας πούμε, και είχαν τριτοπρόσωπη αφήγηση. Στο πρώτο, το «La grande A» (2016), βασισμένη στη μαρτυρία της γιαγιάς μου, ανασύστησα τη σκοτεινή κατάσταση που επικρατούσε στην Αιθιοπία όταν ήταν αποικία της Ιταλίας, κάτι που δεν συζητείται και πολύ εδώ, όπως φαντάζεστε. Η γιαγιά μου πάντως ήταν μια φοβερή γυναίκα, κατά τα λοιπά, οδηγούσε φορτηγό και πήγαινε για κυνήγι. Με ενδιέφερε τότε να δω τη σχέση μάνας και κόρης μέσα από το πρίσμα της στοργής και της συνενοχής. Στο δεύτερο, το «Un giorno verrà» (2019), ασχολήθηκα με τους αναρχικούς της Ιταλίας (ένας ήρωας μου, ο «Λύκος», συναντιέται με τον εμβληματικό Ερρίκο Μαλατέστα) και τις καθολικές καλόγριές της. Θέλησα τότε να διερευνήσω την έννοια της πίστης, στην πολιτική αλλά και στη θρησκευτική της διάσταση. Εχοντας τώρα κατά νου το τρίτο, το πρόσφατο, θα έλεγα ότι σε όλα τα βιβλία μου πρωταγωνιστεί η οικογένεια ως καμβάς. Στο πρώτο βλέπουμε πώς σχηματίζεται μια οικογένεια, στο δεύτερο πώς επεκτείνεται και στο τρίτο πώς εκρήγνυται. Πάντοτε μέσα από τα μάτια των παιδιών, από τη στιγμή που είναι πολύ μικρά μέχρι την ενηλικίωσή τους» τόνισε η νεαρή πεζογράφος.
Στο βιβλίο Το νερό της λίμνης δεν είναι ποτέ γλυκό εστιάζει στην ηλεκτρισμένη απόσταση ανάμεσα στην Γκάια και στην Αντόνια. «Πώς οικοδομείται αυτό το τείχος της αποξένωσης μεταξύ τους; Τι είδους σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους όταν η κόρη διανύει την παράξενη περίοδο της εφηβείας της; Πώς εξηγείται η βία της Γκάια σε αυτή την ηλικία και γιατί τη στρέφει ενάντια στους συνομηλίκους της; Η Γκάια ενσαρκώνει μια αντίφαση, ένα δίπολο συναισθηματικό και ψυχολογικό, από τη μια μεριά θέλει να γίνει σαν τη μητέρα της, δυναμική και επιβλητική, και από την άλλη δεν θέλει να της μοιάσει επειδή απεχθάνεται όσα αντιπροσωπεύει, δεν θέλει να γίνει μια μεροκαματιάρα… Το μυθιστόρημα γεννιέται ακριβώς από αυτά τα δύο άκρα, τη δραματουργική αντιπαράθεση της σκληρής ηρωίδας μάνας και της εγωίστριας αντι-ηρωίδας κόρης που μεγαλώνει αδιάφορη σε μια εποχή ατομισμού και καταναλωτισμού» προσέθεσε η Τζούλια Καμινίτο.
Το ζήτημα της κοινωνικής τάξης
Ωστόσο, στο βιβλίο ακτινογραφείται και η γυναικεία φιλία, η φωτεινή αλλά και η προδοτική της πλευρά. «Χαίρομαι που το λέτε. Γιατί πράγματι έχει σημασία πώς η Γκάια επανεκτιμά την Ιριδα και πώς συμπεριφέρεται στην Ελενα (σ.σ. την οποία αποπειράται να σκοτώσει στα νερά της λίμνης). Η γυναικεία φιλία, πέραν της ζήλιας, είναι μια σύνθετη και παράξενη συμβίωση, ένα ευρύ φάσμα συνύπαρξης που μπορεί να ξεκινά από την εμπιστοσύνη και να καταλήγει ενίοτε στον παρασιτισμό». Η Τζούλια Καμινίτο, για να συνθέσει αυτό το μυθιστόρημα, εμπνεύστηκε από αληθινές γυναίκες και μετέπλασε τις δικές τους ιστορίες. Μία από αυτές είναι η Αντονέλα, η οποία «αντιμετώπισε ένα σωρό προβλήματα και απίστευτες διαδικασίες ώσπου να κατορθώσει να πάρει νόμιμα πίσω το χαμένο της σπίτι». Οπως συμπλήρωσε η συγγραφέας, «το ζήτημα των εργατικών κατοικιών στη Ρώμη είναι τεράστιο, ένας άνθρωπος μπορεί να περιμένει και πάνω από είκοσι χρόνια για να δικαιωθεί».
Η Τζούλια Καμινίτο πολύ συνειδητά αναδεικνύει την έννοια της κοινωνικής τάξης στο βιβλίο της. «Θίγετε κάτι κρίσιμο τώρα, που σχεδόν απουσιάζει από τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία. Μεγάλη συζήτηση, αλλά δεν είναι της παρούσης. Εχω παρακολουθήσει με τις αφηγήσεις μου ό,τι είναι γνωστό ως «κοινωνική ανέλιξη» με άξονα την ιταλική ιστορία. Στη δεκαετία του 1970 ήταν περίπου κοινός τόπος, για να εισχωρήσεις από μια «χαμηλότερη » σε μια «ανώτερη» τάξη έπρεπε να σπουδάσεις. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Μετά το 2000 έγινε απολύτως σαφές ότι η σχέση ανάμεσα στη μόρφωση και στην εργασία και στην καλύτερη ζωή έχει γίνει πιο περίπλοκη. Η πανδημία μάλιστα ήταν μια δυσοίωνη υπενθύμιση των ανισοτήτων που ισχύουν, τις έφερε και πάλι στην επιφάνεια. Παρατηρούμε ότι οι λεγόμενες κατώτερες εισοδηματικά τάξεις, οι εργαζόμενοι που παλεύουν για την επιβίωσή τους, αδυνατούν να δημιουργήσουν αποτελεσματικές συλλογικότητες (τα συνδικάτα είναι είδος υπό εξαφάνιση) και επί της ουσίας υποεκπροσωπούνται. Χάνονται μέσα στον γραφειοκρατικό κυκεώνα, σε έναν άνισο αγώνα να αναγνωριστούν από τους θεσμούς. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αυτό που έκανε ο φασισμός ήταν ότι κατέστρεψε μια για πάντα τον πολιτικό ιστό της Αριστεράς στην Ιταλία. Στο μυθιστόρημά μου ο μόνος στρατευμένος, ας πούμε, χαρακτήρας είναι ο Μαριάνο, ο αδελφός της Γκάια. Συμμετέχει ωστόσο σε μια ομάδα που παραείναι περιθωριακή, η οποία προφανώς δεν έχει την παραμικρή επιρροή στην κοινωνία».