Είναι γεγονός ότι κανείς πρέπει πάντα να διαβάζει με τη δέουσα επιφύλαξη τη ρητορική πολιτικών και κυβερνήσεων, όταν πρόκειται για προεκλογική περίοδο, οπότε και διάφορες αποστροφές είναι όντως για εσωτερική – εκλογική – κατανάλωση.
Η Τουρκία προφανώς και δεν θα ήταν εξαίρεση ως προς αυτό. Η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και η οικονομία κινδυνεύει από «καλό χαρτί» του Ερντογάν να εξελιχθεί στην «αχίλλειο πτέρνα» του με τον πληθωρισμό να εκτινάσσεται και τη λίρα να συνεχίζει την καθοδική πορεία της. Εύλογο είναι σε αυτή τη συνθήκη να υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση σε μια εθνικιστική αναδίπλωση, είτε σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά είτε σε σχέση με τη Συρία (με τη νέα επιχείρηση που ετοιμάζει η Άγκυρα εάν πάρει «πράσινο φως» από ΗΠΑ και Ρωσία), ιδίως από τη στιγμή που η τουρκική αντιπολίτευση, πλην του αριστερού και φιλοκουρδικού HDP, μοιράζεται αυτό τον εθνικιστικό τόνο.
Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά αφορούν απλώς και μόνο την εθνικιστική ρητορική. Αφορούν και μια πιο συνολική μετατόπιση της τουρκικής πολιτικής.
Η κλιμάκωση του αναθεωρητισμού
Αυτό που συνήθως ονομάζουμε «αναθεωρητισμό» ως προς την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, δηλαδή η αμφισβήτηση των συμφωνιών που ορίζουν τις διμερείς σχέσεις και η αυθαίρετη ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, αποτελεί ένα ιδιότυπο στοιχείο συνέχειας στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι μπορεί κανείς να δει μια κλιμάκωση των αξιώσεων. Δηλαδή, από τα ζητήματα χωρικών υδάτων και υφαλοκρηπίδας, περάσαμε στις γκρίζες ζώνες, στο casus belli σε περίπτωση επέκτασης χωρικών υδάτων, στο ξαναγράψιμο του διεθνούς δικαίου για τις ΑΟΖ και τώρα στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα μεγάλα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου.
Αυτό παραπέμπει σαφώς σε μια στρατηγική που αφετηρία της έχει ότι ο κόσμος έχει «αλλάξει σελίδα» και άρα υπάρχει περιθώριο ριζικών ανατροπών σε σχέση με το πώς χαράχτηκαν σύνορα και καθορίστηκαν «κανόνες του παιχνιδιού» στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Πλέον θεωρείται ότι όλα είναι στο τραπέζι προς συζήτηση ακόμη και τα θέματα συνόρων. Ανεξαρτήτως και του εάν και πότε αυτό θα πάρει μορφή έμπρακτης αμφισβήτησης είναι σαφές ότι πλέον εντάσσεται στον ορίζοντα μιας χώρα, που – ας μην το ξεχνάμε – αυτή τη στιγμή συμπεριφέρεται σε τμήμα της συριακής επικράτειας ως επέκταση της τουρκικής επικράτειας.
Η δύσκολη σχέση με τη Δύση
Όπως έχει παρατηρηθεί συχνά, η Τουρκία κάνει ό,τι κάνει με το δεδομένο ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ακόμη και εάν φαίνεται ότι κινείται σε πείσμα της συμμετοχής της στη συμμαχία.
Δηλαδή, η Τουρκία γνωρίζει ότι παραμένει κρίσιμη για τη δυτική συμμαχία (αρκεί να αναλογιστούμε τη θέση της, το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων αλλά και τη σημασία της βάσης του Ιντσιρλίκ) και ουσιαστικά εκμεταλλεύεται αυτό το γεγονός όταν διεκδικεί «βαθμούς ελευθερίας». Μάλιστα, αυτό ισχύει όχι μόνο στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, αλλά και στις σχέσεις με χώρες εκτός Δύσης. Αρκετές από τις μάλλον καιροσκοπικές επιλογές που κάνει η Τουρκία, όπως το να προμηθεύει drones στην Ουκρανία την ώρα που πρέπει να συντονίζεται με τη Ρωσία για τη Συρία, ή ο τρόπος που παρενέβη στη σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, γίνονται ακριβώς επειδή έχει την «προστατευτική ομπρέλα» του ΝΑΤΟ έναντι π.χ. της όποιας ρωσικής αντίδρασης.
Η Τουρκία το τελευταίο διάστημα προσπάθησε να αποκαταστήσει δεσμούς με συμμάχους των ΗΠΑ με το βλέμμα στραμμένο στην Ουάσιγκτον: καλύτερες σχέσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ, προσπάθεια να αναζήτηση διαύλου με την Αίγυπτο.
Όμως την ίδια στιγμή υπάρχει μια δυσπιστία – ενίοτε και δυσθυμία – απέναντι στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Αυτό έχει ένα βάθος, κυρίως στην καχυποψία γύρω από το ποιος ήταν ο βαθμός ενημέρωσης ή και ανάμειξης των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 2016 και επικυρώθηκε από όλη την ιστορία των κυρώσεων γύρω από τους S-300 και την αποπομπή από το πρόγραμμα των F-35.
Κομβικό ρόλο εξακολουθεί να παίζει και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να θεωρούν τους Κούρδους της Συρίας τον βασικό τους σύμμαχο στη Συρία κάτι που για τους Τούρκους σημαίνει τη διατήρηση του «υπαρξιακού» φόβου ότι αυτό θα δημιουργεί ένα παράδειγμα και για τους Κούρδους από την άλλη πλευρά των συνόρων.
Η ειδική σχέση των ΗΠΑ με την Ελλάδα στο στόχαστρο
Σε αυτό το φόντο η Τουρκία θεωρεί ότι η ελληνική πλευρά προσπαθεί όχι μόνο να αποκτήσει μια «ειδική» και προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ, ήτοι να αναδειχτεί σε κρίσιμο κόμβο για την αμερικανική παρουσία (συμπεριλαμβανόμενης της διευκόλυνσης της αμερικανικής ένοπλης παρουσίας) στην περιοχή και αυτό να μεταφραστεί σε μια αμερικανική απροθυμία να αναγνωρίσουν στην Τουρκία το χαρακτήρα «περιφερειακής δύναμης» που της αναλογεί.
Επικαθορίζεται αυτό και από το γεγονός ότι μπορεί η κεντρική τοποθέτηση της αμερικανικής διπλωματίας να επιβεβαιώνει ότι η Τουρκία παραμένει αναντικατάστατος σύμμαχος, ιδίως σε μια περίοδο όπου η Ουάσιγκτον δεν θα ήθελε να δει μεγαλύτερη συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία, όμως είναι εμφανές ότι την ίδια στιγμή σημαντικά κέντρα στις ΗΠΑ, του Κογκρέσου συμπεριλαμβανομένου, βλέπουν την Τουρκία με δυσπιστία και θεωρούν ότι χρειάζεται να της ασκηθεί πίεση για μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με τη Δύση. Σε αυτό το φόντο εύλογο ήταν η ομιλία του Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο να θεωρηθεί ότι προσπαθούσε να απευθυνθεί στα διάφορα κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ και να τους ζητήσει να «αδικήσουν» την Τουρκία, π.χ. με το να μη συναινέσουν στο πρόγραμμα για τα F-16.
Αυτό συνεπάγεται και έναν φόβο ότι κάποια κέντρα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως μοχλό πίεσης απέναντι στην Τουρκία.
«Θερμή» σύγκρουση;
Μετά το καλοκαίρι του 2020, όταν υπήρξε πραγματικός κίνδυνος κάποιου είδους «θερμής» σύγκρουσης γύρω από τα θέματα των ερευνών για υδρογονάνθρακες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, υπήρξε ένας σχετικός κατευνασμός, άλλωστε αυτό επέτρεψε τη μη ενεργοποίηση και των ευρωπαϊκών κυρώσεων.
Όμως, πλέον η τουρκική κυβέρνηση επιλέγει μια ρητορική που δεν αποκλείει πλήρως το ενδεχόμενο αυτό. Σε αυτό κατατείνει και ο επιθετικός τόνος με τον οποίο έχει ανοίξει το θέμα της κυριαρχίας σε σχέση με τα νησιά του Αιγαίου.
Αυτό ενισχύεται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει η Τουρκία την ελληνοαμερικανική προσέγγιση. Οι δηλώσεις Ερντογάν ουσιαστικά κατηγορούν την ελληνική πλευρά ότι προσπαθεί να αξιοποιήσει την αμερικανική παρουσία ως μηχανισμό πίεσης προς την Τουρκία.
Προφανώς και θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα αυτά απευθύνονται με τρόπο «τεθλασμένο» και προς τις ΗΠΑ, καθώς η Τουρκία πιέζει πάρα πολύ για την έγκριση της επιχείρησης της στη Συρία, η οποία δεν μπορεί να γίνει χωρίς αμερικανική συναίνεση. Είναι η λογική ότι η Τουρκία θα υψώσει τους τόνους σε όλα τα μέτωπα, από την εισδοχή των Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ μέχρι τα θέματα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών για να αποσπάσει τελικά παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ στο συριακό μέτωπο που την ενδιαφέρει κυρίως.
Όμως, ολοένα και περισσότερο φαίνεται να υπάρχει μια διάσταση επιπλέον: εδώ και δεκαετίας η συζήτηση για το «θερμό επεισόδιο» είχε ορίζοντα το να πιεστούν οι ΗΠΑ να αναλάβουν ρόλο διαμεσολάβησης ώστε να μην επεκταθεί η κρίση. Ήταν η λογική ότι μια σύντομη κλιμάκωση θα οδηγούσε σε μια εσπευσμένη διαπραγμάτευση.
Τώρα φαίνεται ως εάν η Τουρκία να προειδοποιεί την Ελλάδα ότι οι «κανόνες του παιχνιδιού» άλλαξαν και εάν υπάρξει «θερμό επεισόδιο» δεν θα γίνει για να παρέμβουν οι ΗΠΑ (ενδεχόμενο στο οποίο κατά την τουρκική εκτίμηση επενδύει η ελληνική πλευρά), αλλά για να καταδειχτεί ότι αυτό ήταν τελικά ατελέσφορο και άρα θα είναι πολύ περισσότερο η δημιουργία τετελεσμένου από τη μεριά της Τουρκίας. Ουσιαστικά, αυτό που απευθύνουν προς την Ελλάδα είναι ότι η λογική ότι η επένδυση στις ΗΠΑ (και τις βάσεις τους) δεν θα αποδώσει και εάν δεν θέλει η ελληνική πλευρά να βρεθεί αντιμέτωπη π.χ. με την κατάληψη κάποιου νησιού, είναι προτιμότερο να συναινέσει στην τουρκική αντίληψη για διάλογο χωρίς προαπαιτούμενα.
Προφανώς και η Τουρκία γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις και κραδασμούς και όντως στη τρέχουσα φάση μιλάμε πολύ περισσότερο για «ρητορική» και «δημιουργία κλίματος», παρά για σχεδιασμό. Όμως, δεν παύει να είναι ένα διαφορετικό χνάρι, που αναλογεί και σε μια διαφορετική φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.