Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή η ρητορική της Τουρκίας και του ίδιου του Ερντογάν πλέον κινείται σε επίπεδα πρωτόγνωρο ως προς την επιθετικότητα.
Το αποκορύφωμα είναι ο τρόπος που η Τουρκία αμφισβητεί ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου.
Γιατί είναι ένα ζήτημα να επαναφέρει το θέμα της αποστρατικοποίησης και άλλο να υποστηρίζει ότι επειδή η Ελλάδα υποτίθεται ότι παραβιάζει τις συνθήκες πρέπει να χάσει την κυριαρχία σε τμήμα της επικράτειας.
Και αυτό γιατί η κυριαρχία δεν αντιστρέφεται.
Όμως, δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία ανοίγει ένα τέτοιο θέμα.
Είναι σαφές ότι θέλει να παρουσιάσει μια εικόνα όπου όλα τα ζητήματα είναι ανοιχτά και όλα «προς διαπραγμάτευση».
Και αυτό αντιστοιχεί σε αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «αναθεωρητισμό», πιο σωστά αυτή την αντίληψη ότι η Τουρκία δικαιούται πολύ περισσότερα από όσα της αναλογούν.
Προφανώς και ένα μέρος όλων αυτών είναι ρητορική. Συχνά μάλιστα εσωτερικής κατανάλωσης.
Όμως, ένα μέρος είναι ουσία. Δηλαδή, όντως η Τουρκία εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα. Ακόμη και ένα «θερμό επεισόδιο» που θα αφορά ελληνική επικράτεια.
Προφανώς, επίσης, και όλα αυτά δεν απευθύνονται μόνο στην Ελλάδα.
Το «παζάρι» της Τουρκίας είναι και με τις ΗΠΑ, καθώς προσπαθεί η Άγκυρα να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, για να πάρει αυτά που ζητά στη Συρία.
Αυτός, άλλωστε, είναι ένας από τους λόγους που επιτίθεται στην Ελλάδα. Θεωρεί, δηλαδή, η Τουρκία ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την καλή της σχέση με τις ΗΠΑ για να βάλει φραγμό στις δικές της φιλοδοξίες.
Μόνο που αυτό μπορεί να κάνει την Τουρκία και πιο επιθετική απέναντι στην Ελλάδα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε ψυχραιμία.
Αλλά και αποφασιστικότητα.
Όχι κραυγές, αλλά την ήρεμη αυτοπεποίθηση μιας χώρας που είναι με τη μεριά του δίκιου.
Και μιας κοινωνίας που μπορεί να στρατευτεί γύρω από έναν κοινό σκοπό.