Μετατρέπω λοιπόν, προσυπογράφοντάς το, από τρίτο ενικό σε πρώτο ενικό πρόσωπο το ακόλουθο «απόσπασμα» από το αυτοβιογραφικό έργο του Ρολάν Μπαρτ, όπου την «ανάγκη» της γραφής την εξηγεί -ούτε λίγο ούτε πολύ-ως ένα είδος «διακριτικής παράνοιας», επί λέξει.
«Διακριτικό, πολύ διακριτικό
το μοτέρ της παράνοιας, όταν γράφω (ίσως να γράφουν όλοι έτσι), τα βάζω από απόσταση με κάτι, με κάποιον ανώνυμο
( που μόνον εγώ θα μπορούσα να τον ονομάσω).
Ποιά εκδικητική κίνηση στάθηκε η αρχική αιτία μιας ορισμένη φράσης -ωστόσο γενικής και κατευνασμένης;
Δεν υπάρχει γραφή που να μην είναι, εδώ κι εκεί, ύπουλη. Το κίνητρο έχει εξαφανιστεί, εξακολουθεί να υπάρχει το αποτέλεσμα: αυτή
η αφαίρεση καθορίζει τον αισθητικό λόγο «.*
Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς για όσους, τουλάχιστον, σκιαμαχούν ακόμη καθημερινά στις εφημερίδες, αντίθετοι, σημείο προς σημείο, στον πιο κοντινό τους, και παρ’ όλα αυτά, ακούραστοι μέρα με την μέρα «στο ίδιο ρεπερτόριο.»
Στην νευροψυχολογία μάλιστα των ζώων, γράφει πιο πάνω ο Μπαρτ, «το ρεπερτόριο είναι το σύνολο των επιδιώξεων σε συνάρτηση των οποίων ένα ζώο ενεργεί».
Όμως το ερώτημα γιατί βάζουμε στον ποντικό ανθρώπινες ερωτήσεις, εφόσον το «ρεπερτόριό» του είναι το ρεπερτόριο ενός ποντικού, το αφήνω στην καλή δημοσιογραφία να το απαντήσει -μια που τα τρωκτικά δεν μπορούν (στη γλώσσα μας).
*Ρολάν Μπαρτ από Ρ. Μπ.», εκδόσεις Ράππα, 1977.