Κυκλοφόρησε χθες από τον ΟΗΕ στα κράτη – μέλη του οργανισμού η επιστολή με την οποία η Ελλάδα απαντά στους ισχυρισμούς της Τουρκίας που επιχειρεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου με όχημα τις αιτιάσεις της περί αποστρατικοποίησης.
Η επιστολή της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Μαρίας Θεοφίλη, με ημερομηνία 25 Μαΐου 2022, η οποία απαντά σε αυτή του τούρκου πρεσβευτή στα Ηνωμένα Έθνη, Φεριντούν Σινιρλίγλου, με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 2021, κοινοποιήθηκε κατά την πάγια πρακτική στα κράτη – μέλη.
Σε αυτήν η Μαρία Θεοφίλη, απαντά στους ισχυρισμούς της Τουρκίας περί «κυριαρχίας υπό τον όρο της αποστρατικοποίησης» της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της προσπάθειας της να χτίσει το νέο της αφήγημα που θα μπορούσε να γίνει το όχημα για αμφισβήτηση εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά, η Άγκυρα, μέσω του ΟΗΕ με τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Τουρκίας έστειλε την δεύτερη σχετική επιστολή στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, σε μία προσπάθεια να στοιχειοθετήσει τη διαφορά.
Η αυστηρή απάντηση της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Μαρίας Θεοφίλη, στην τελευταία επιστολή Σινιρλίογλου, προς το ΓΓ του ΟΗΕ, έχει ημερομηνία 25 Μαϊου 2022 και απορρίπτει στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς ως αβάσιμους νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων. Μία επιστολή που έρχεται να απαντήσει στην Άγκυρα μετά από εννιά μήνες, καθώς σύμφωνα με διπλωματικές πηγές «αποτελεί προϊόν πολύμηνης ενδελεχούς εργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ».
Όπως υπογραμμίζεται στην επιστολή Θεοφίλη, η διασύνδεση της κυριαρχίας με την αποστρατικοποίηση συνιστά «καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και της συνθήκης των Παρισίων του 1947, που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση». Σημειώνει δε με το βλέμμα προς Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ, ότι οι εν λόγω τουρκικοί ισχυρισμοί «υπονομεύουν σοβαρά την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
Η ελληνική διπλωματία ξεκαθαρίζει ότι όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality), ως εκ τούτου όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από την συνθήκη. Και ο ορισμός του συνόρου αποτελεί μία αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα. Σε αυτό το σημείο γίνεται αναφορά και σε δύο νομικές αποφάσεις που έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης το 1962 και μεταξύ Λιβύης και Τσαντ το 1994.
Η ελληνίδα πρεσβευτής σημειώνει ακόμα ότι τα νησιά αυτά σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας έχουν πλήρη δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Το ΥΠΕΞ συνδέει την απάντηση στον Σινιρλίογλου και με τη γενικότερη συμπεριφορά της Τουρκίας, σημειώνοντας ότι οι αιτιάσεις της Άγκυρας δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της, ενώ η γειτονική χώρα κλιμακώνει την επιθετικότητα της με την επίκληση του casus belli, καθώς και την στάθμευση έναντι των νησιών του Αιγαίου, μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Στο ίδιο πλαίσιο επισημαίνονται οι υπερπτήσεις καθώς και η παρενόχληση πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ερευνητικών σκαφών. Κλείνοντας η επιστολή καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, να σταματήσει τις παράνομες ενέργειες, που παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, υπογραμμίζοντας ότι οι εν λόγω πρακτικές υποδηλώνουν πνεύμα αναθεωρητισμού. Καταλήγοντας η Άγκυρα καλείται να λύσει τη μοναδική της διαφορά με την Αθήνα, αυτή της υφαλοκρηπίδας στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και του Διεθνούς Δικαίου.