Θυμός για το Πατριαρχείο Σερβίας επικρατεί μεταξύ των Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά την την απόφασή του να αναγνωρίσει και να εκδώσει ειδικό Τόμο για την Εκκλησία των Σκοπίων.
Δύο κυρίως ζητήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της έντονης κριτικής και δυσαρέσκειας των μελών της 12μελούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που συνεδρίασε στην Μονή Πετράκη. Κατ’ αρχήν η διαρκής αναφορά και η αναγνώριση με τον τίτλο «Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία» ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε στην αποκατάσταση των σχέσεων με το όνομα Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και για η «τυχόν, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση που εξέδωσε Αυτοκεφαλίας υπό του Πατριαρχείου Σερβίας, εφ’ όσον το μόνο αρμόδιο για την χορήγηση Αυτοκεφαλίας τυγχάνει το Πάνσεπτο Οικουμενικό Πατριαρχείο».
«Κάνει ότι του λένε οι Ρώσοι»
«Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά» δήλωναν μητροπολίτες μέλη της Ιεράς Συνόδου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ενώ ορισμένοι δεν έκρυβαν και την πικρία τους για το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος επί δεκαετίες και σε δύσκολες στιγμές στάθηκε αρωγός στο Πατριαρχείο Σερβίας.
Αφορμή για την διεξαγωγή της συζήτησης αποτέλεσε η αποστολή εγγράφων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Σερβίας για τις εξελίξεις στα Σκόπια με τις οποίες ενημερωνόταν η 12μελής Ιερά Σύνοδος για όλα τα τεκταινόμενα.
Η Ιερά Σύνοδος δηλώνει στο ανακοινωθέν της την ικανοποίηση της για την απόφαση του «Οικουμενικού Πατριάρχου διότι «αναπαύει» τον ιερό Κλήρο και τον ευσεβή ελληνικό λαό, καθώς ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τόσο για την ονομασία της εκκλησιαστικής οντότητος του γειτονικού Κράτους δίχως χρήση του πολυτίμου ονόματος της «Μακεδονίας» ως συστατικού ή παραγώγου, όσο και για τον καθορισμό των ορίων της μόνον εντός των ορίων του Κράτους».
Ακόμη «εύχεται στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Στέφανο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αχρίδος να αξιοποιήσει εποικοδομητικά την επαναφορά της στην εκκλησιαστική κοινωνία και την άρση του σχίσματος, αποφεύγοντας παλαιότερες εθνοφυλετικές διεκδικήσεις, οι οποίες μάλιστα έχουν καταδικασθεί πανορθοδόξως ως αίρεση από την εν Κωνσταντινουπόλει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1872».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα παραπέμφθηκε στις Επιτροπές Δογματικών και Διορθοδόξων της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου « να μελετηθεί επισταμένως το ζήτημα και να εισηγηθούν προς την Ιερά Σύνοδο τον τρόπο του περαιτέρω χειρισμού του».