Στις 24 Μαΐου η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕs) δημοσίευσε τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή (climate risk stress test) στην οποία συμμετείχαν τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σημειώνεται ότι τον προσεχή Ιούλιο ολοκληρώνεται η αντίστοιχη άσκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην οποία συμμετέχουν οι ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες.
Οι εν λόγω ασκήσεις έχουν ως σκοπό την αξιολόγηση του βαθμού ετοιμότητας των τραπεζών αναφορικά με τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία και την ανάδειξη τυχόν αδυναμιών στα επιχειρηματικά μοντέλα τους.
Από τα αποτελέσματα που δημοσίευσε η ΒοΕ προκύπτουν κάποια σημαντικά συμπεράσματα, τα οποία βάσει της ανάλυσης της Deloitte συνοψίζονται παρακάτω:
i) Οι εκτιμώμενες ζημιές είναι σημαντικές, παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να απειλούν τη φερεγγυότητα των τραπεζών στο σύνολό τους.
Βάσει των αποτελεσμάτων της άσκησης, και στα τρία σενάρια οι εκτιμώμενες ζημιές είναι μεν σημαντικές, παρ’ όλα αυτά δεν οδηγούν σε επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα εποπτικά όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η άσκηση αφορούσε αποκλειστικά την επίπτωση στον πιστωτικό κίνδυνο και ως εκ τούτου το πραγματικό μέγεθος των εκτιμώμενων ζημιών ενδέχεται να έχει υπο-εκτιμηθεί.
ii) Μεταξύ των τριών κλιματικών σεναρίων, το σενάριο το οποίο υποθέτει μια πρώιμη και ομαλή μετάβαση ξεχωρίζει ως το «μη χείρον βέλτιστον» σενάριο για την οικονομία.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι η έγκαιρη και ομαλή μετάβαση στην πράσινη οικονομία συνεπάγεται μικρότερο κόστος σε σχέση με μια όψιμη μετάβαση κατά την οποία τα κόστη συσσωρεύονται εντός μιας βραχείας περιόδου. Επιπρόσθετα το κόστος της αδράνειας σε πολιτικό και εποπτικό επίπεδο φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος μετάβασης στην πράσινη οικονομία.
iii) Τα αποτελέσματα της άσκησης ανέδειξαν την αναγκαιότητα της υποστήριξης πελατών κατά τη διάρκεια του εγχειρήματός τους για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία και αειφορία.
Συγκεκριμένα από την άσκηση καθίσταται σαφές ότι η μετάβαση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε μηδενική έκθεση χρηματοδότησης ρύπων διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να λάβει χώρα κατ’ αναλογία με τον βαθμό μετάβασης της οικονομίας, αποφεύγοντας ενέργειες όπως ο περιορισμός της πρόσβασης στη χρηματοδότηση τομέων με υψηλές εκπομπές, προτού υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις χαμηλών εκπομπών προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής μας κοινωνίας.
iv) Οι τράπεζες έχουν ακόμη πολλή δουλειά να κάνουν, κυρίως σε επίπεδο εσωτερικών υποδομών καθώς και καλύτερης κατανόησης των σχεδίων για την κλιματική μετάβαση των πελατών τους.
Η άσκηση ανέδειξε αδυναμίες κυρίως αναφορικά με τις υποδομές συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων καθώς και δυνατοτήτων ποσοτικοποίησης των κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, όπως και καλύτερης κατανόησης των σχεδίων μετάβασης των πελατών τους.
Παρά τις διαφορές ανάμεσα στις δύο ασκήσεις, τα παραπάνω συμπεράσματα αναμένεται – εν πολλοίς – να είναι συνεπή και με αυτά που θα προκύψουν από την αντίστοιχη άσκηση της ΕΚΤ. Με μαθηματική βεβαιότητα ο δρόμος για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία απαιτεί ακόμη σημαντικές ενέργειες σε πολιτικό, εποπτικό επίπεδο καθώς και σε επίπεδο λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
*Ο κ. Σπυρίδων Μπισισίδης είναι Partner, Financial Risk Managment, Risk Advisory της Deloitte