Σε ανάλυσή του στο Project Syndicate, ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης EDAM και πρώην ανώτερος τούρκος διπλωμάτης, επιχειρεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία θέτει σε κίνδυνο τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Έχοντας θητεύσει ως απεσταλμένος της χώρας του στο ΝΑΤΟ και στη μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ, ο Ουλγκέν συμφωνεί εν πολλοίς με τις απαιτήσεις του Ερντογάν – αφήνοντας μόνο ορισμένες αιχμές για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Ωστόσο, επισημαίνει ότι το τζογάρισμα του Ερντογάν, όπως προκύπτει από τη δημόσια ανακοίνωση των διαφωνιών του για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, από τη μία του αφήνει μικρά περιθώρια για ελιγμούς και υποχωρήσεις και από την άλλη είναι πιθανό σταδιακά να στρέψει τη συμμαχία κατά της Τουρκίας, ωθώντας ορισμένα κράτη-μέλη να την αντιμετωπίσουν ακόμη και ως έμμεσο υποστηρικτή του Πούτιν.
Ωστόσο, ο πρώην διπλωμάτης επιμένει ότι οι ανησυχίες της χώρας του γύρω από την «υπόθαλψη τρομοκρατών» από τη Σουηδία και το εμπάργκο όπλων, είναι απολύτως δικαιολογημένες και θα πρέπει να ικανοποιηθούν.
Ολόκληρο το κείμενο του Σινάν Ουλγκέν:
Μια από τις πιο κρίσιμες γεωπολιτικές συνέπειες του πολέμου που εξαπέλυσε ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, κα΄τα της Ουκρανίας, ήταν η επιστροφή ισχυρών ανησυχιών ασφαλείας στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική. Σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γερμανία, η εισβολή του Πούτιν έφερε ως αποτέλεσμα τη δέσμευση ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών. Στις παραδοσιακά ουδέτερες Σουηδία και Φινλανδία, η αύξηση της υποστήριξης των πληθυσμών για την ένταξη στο ΝΑΤΟ ακολουθήθηκε από τις αντίστοιχες αιτήσεις ένταξης στη συμμαχία. Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στα τέλη Ιουνίου, ως εκ τούτου, μεταμορφώθηκε σε ορόσημο για την περαιτέρω διεύρυνση της συμμαχίας.
Όμως η διεύρυνση αυτή απαιτεί την ομόφωνη συμφωνία όλων των κρατών-μελών, και ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι η χώρα του «δεν βλέπει θετικά» τις αιτήσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η αρνητική στάση του Ερντογάν, την οποία στηρίζει στο επιχείρημα ότι οι δυο χώρες υποθάλπουν κούρδους τρομοκράτες, θέτει σε κίνδυνο την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ σε μια περίοδο τεράστιας γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Από την άλλη πλευρά, παραδοσιακά η Τουρκία έχει στηρίξει την πολιτική των ανοιχτών θυρών προς δυνητικά νέα μέλη, και οι δηλώσεις του Ερντογάν, δεν θα πρέπει να διαβάζονται ως αμετάκλητη απόφαση να μπλοκάρει την είσοδο των δυο βόρειων χωρών. Στην πραγματικότητα, προωθεί δυο άλλους στόχους.
Πρώτον, η θέση του Ερντογάν αντανακλά τα συσσωρευμένα παράπονα της Τουρκίας απέναντι στη Σουηδία για τη στάση της προς το κουρδικό ζήτημα ευρύτερα, και το PKK συγκεκριμένα. Η Τουρκία δεν είναι ικανοποιημένη από την αδιαφορία της Σουηδίας απέναντι στις δραστηριότητες του PKK – μια οντότητα που έχει χαρακτηριστεί από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση – και τα παρακλάδια της στη Σουηδία.
Οι απαιτήσεις της Τουρκίας για καταστολή του δικτύου χρηματοδότησης και των δραστηριοτήτων στρατολόγησης του PKK από τις σουηδικές αρχές έχουν πέσει στο κενό. Ταυτόχρονα, η Σουηδία έχει υποθάλψει πολιτικούς πρόσφυγες που κατά τη γνώμη των τουρκικών αρχών συνδέονται με την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 στην Τουρκία. Επιπλέον, Φινλανδία και Σουηδία προηγουμένως επέβαλαν εμπάργκο εξοπλισμών στην Τουρκία, εξαιτίας των στρατιωτικών της επιχειρήσεων στο Ιράκ και τη Συρία. Ο τουρκικός πληθυσμός γνωρίζει καλά τα αιτήματα της κυβέρνησής του και υπάρχει ευρεία διακομματική υποστήριξη για τη στάση του Ερντογάν.
Αυτό μας φέρνει στη δεύτερη αιτία της υπεροψίας του Ερντογάν. Δηλώνοντας δημοσίως την αντίθεσή του στις αιτήσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας, αντί να προκρίνει τη σιωπηλή διπλωματία, ο Ερντογάν ελπίζει ότι το ζήτημα θα τον βοηθήσει να συσπειρώσει τη βάση του. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σημαντική πτώση της δημοτικότητάς του και, με τις επόμενες προεδρικές εκλογές να απέχουν μόλις ένα χρόνο, θέλει να καλλιεργήσει την εικόνα του ισχυρού ηγέτη που κατέχει κρίσιμο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Διαφάνεια
Η εμπλοκή της κοινής γνώμης σε ζητήματα διεθνούς διπλωματίας ίσως εξυπηρετεί τον στόχο της διαφάνειας. Όμως παράλληλα περιπλέκει την προσπάθεια επίτευξης ομοφωνίας, προσδένοντας τις κυβερνήσεις στις δεδηλωμένες δημόσιες θέσεις τους και περιορίζοντας τα περιθώρια υποχωρήσεων και συμβιβασμών. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι υπεραισιόδοξο να περιμένουμε πως η διαφωνία θα έχει ξεπεραστεί μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Μη λαθεύετε: η αναμέτρηση υπονοεί αυξημένους κινδύνους για τη συνοχή της συμμαχίας και τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Παρά την έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε τα αρχικά σχόλια του Ερντογάν, λίγη πρόοδος φαίνεται να έχει γίνει μέχρι τώρα. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η Σουηδία και η Φινλανδία μπορούν στην πραγματικότητα να ικανοποιήσουν όλα τα αιτήματα της Τουρκίας. Θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις και να εφαρμόσουν ευλαβικά την εγχώρια αντιτρομοκρατική νομοθεσία, περιορίζοντας έτσι τις δραστηριότητες συγκέντρωσης χρημάτων και στρατολόγησης των τρομοκρατικών οργανώσεων. Εφικτό θα πρέπει να είναι και το τέλος του εμπάργκο εξοπλισμών. Και πράγματι, η σουηδική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν υπάρχουν εμπόδια για τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία.
Όμως όσον αφορά σε ορισμένες από τις άλλες απαιτήσεις της Τουρκίας, όπως τα αιτήματα για εκδόσεις προσώπων, η Φινλανδία και η Σουηδία δεν είναι βέβαιο πως είναι σε θέση να προσφέρουν κάποια σοβαρή δέσμευση. Σε μια συνταγματική τάξη που χαρακτηρίζεται από ισχυρή διάκριση των εξουσιών, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις αντί της δικαστικής εξουσίας. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία και οι δυο βόρειες χώρες μπορούν να συμφωνήσουν να εγκαθιδρύσουν έναν πιο σταθερό διάλογο μέσω του οποίου θα γίνεται εφικτή μια πιο εποικοδομητική διαχείριση αυτού του είδους των απαιτήσεων. Η Τουρκία θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει σημαντικά τη διπλωματική της θέση, προωθώντας το κράτος δικαίου στην επικράτειά της – και κάνοντας την αρχή σε αυτό με την εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Μέχρι τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, μεσολαβεί μια διπλωματική «περίοδος χάριτος». Όμως από τη λήξη της και έπειτα, οι θέσεις των άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και ιδίως των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία δεν αποκλείεται να αρχίσουν να σκληραίνουν. Σταδιακά, οι κατηγορίες ότι η Τουρκία φέρνει εμπόδια στη νατοϊκή διεύρυνση σε μια κρίσιμη καμπή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, βοηθώντας έτσι τη Ρωσία, θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από περισσότερα κράτη. Μια τέτοια έκβαση, θα ήταν επιζήμια για τη συμμαχία και, απομονώνοντας την Τουρκία, θα ενίσχυε την αντίσταση του Ερντογάν.
Για να αποφευχθεί αυτό το σενάριο, η Σουηδία και η Φινλανδία θα πρέπει να δεσμευτούν για όσα είναι πολιτικά εφικτά και ηθικά απαραίτητα στον κοινό αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Και η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί ότι κατά πάσα πιθανότητα η συμφωνία που θα προκύψει δεν θα είναι τέλεια. Οι πολιτικοί ηγέτες του Ελσίνκι, της Στοκχόλμης και της Άγκυρας θα πρέπει να προετοιμάσουν τους πληθυσμούς τους για μια συμφωνία που αναπόφευκτα δεν θα είναι απολύτως ικανοποιητική.