[…]

Κάθε φορά που θ’ ανεβώ στην Ακρόπολη, μαζί με το ναό θα θυμηθώ και αυτό το παλικάρι του 21. Κάθε φορά που θα περπατήσω στο Πάρκο του Άρεως, εκεί στην άκρη που είναι τα άσπρα αγάλματα των ηρώων, θα σταθώ μπροστά στο δικό του περισσότερο. Γιατί αυτός εστάθηκε πολλά: και δυνατός και αδύνατος, και νικητής και νικημένος, και ήρωας και άνθρωπος. Και στο τέλος γιατί τον χτύπησαν και τον αφάνισαν, όπως συχνά χτυπούν και αφανίζουν στον τόπο αυτόν εδώ τους δυνατούς.

Θέλω να πω για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Όχι να πω. Να σας καλέσω να σκύψουμε πάνω σε κάτι κείμενα. Δικά του, δικών του. Ας διαβάσουμε πρώτα εκείνη την προκήρυξή του στους Γαλαξειδιώτες, 22 Μαρτίου 1822:

«Τι τη θέλομε, βρε αδέρφια, αυτή την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά, και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δε μας απόμεινε; Αι εκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων. Κανένας δε μπορεί να πει πως τάχα έχει τίποτα ιδικό του, γιατί το ταχιά βρίσκεται φτωχός, σα διακονιάρης στη στράτα. Τίποτα, αδέρφια, δε μας έμεινε. Δεν είναι πρέποντας να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό· ο Θεός μάς έδωκε χέρια, γνώση και νου· ας ρωτήσομε την καρδιά μας και ό,τι μας απαντιχαίνει ας το βάλουμε γλήγορα σε πράξη, και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλει το χέρι απάνω μας… Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμές και δόξες. Οι Τούρκοι ό,τι και να ζητήσω μού το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δε χωρατεύει. Μα σας λέγω την πάσα αλήθεια, αδέρφια, δε θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το γένος μου να βογγάει στη σκλαβιά· μου καίεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μάς τυραγνεύουν…»

[…]

Προχωρούμε στα κείμενα. Είναι συγκινητική η αλήθεια, καθώς δεν την ανακαλύπτεις εσύ, αλλά προβάλλει απ’ τις γραμμές. Έχουν τώρα περάσει δυο χρόνια απ’ το 21. Πολλά τα μεγάλα, όσα έγιναν, και οι αδυναμίες μες στην έξαρση πολλές. Ο Οδυσσέας γράφει στον νέο, τον πολιτικό Αναστάσιο Λόντο, 14 Ιανουαρίου 1824. Ακούστε σοφία των απλών ανθρώπων:

«Λέγεις του φίλου σου: «Αν γράψεις σ’ εκείνο το διάβολο, τον Οδυσσέα, γράψε του από μέρους μου να εβγάλει μερικούς διαβόλους από μέσα του. Του το λέγω μπέσα με μπέσα, και τότε θέλει γίνει χρήσιμος εις την πατρίδα». Κύριε, καθώς λέτε σεις οι διαβασμένοι, δυο λογιώ διαβόλοι εμβαίνουν μέσα εις τους ανθρώπους. Πρώτης λογής είναι ο διάβολος που κάθε καλός άνθρωπος έχει μέσα του, ο διάβολος που ερμηνεύει και δείχνει τον καλό δρόμο και εμποδίζει το δαιμονισμένο από του να πράξει το κακό. Η θρησκεία μας μάς διδάσκει να πιστεύουμε ότι κατά θεία παραχώρηση μπαίνει πολλές φορές ο διάβολος σ’ έναν άνθρωπο και τον ερμηνεύει να κάνει όλα τα κακά και αυτός είναι ο δεύτερος διάβολος. Τώρα εγώ είμαι σε απορία, ποίος διάβολος σε σένα κατοικεί, ο πρώτος ή ο δεύτερος; Όσο διά λόγου μου, να ξεύρεις ότι αφήνω εσένα να μου πεις ποίο από τους δύο διαβόλους έχω μέσα μου. Ο πατέρας μου, εν καιρώ Τουρκίας, εγύριζε μέσα εις τα βουνά και εσκότωνε Τούρκους. Ενυκτέρευε εις τα δάση, εκρύπτετο εις τα ποτάμια, εσκότωνε Τούρκους. Όσες φορές ευρέθη εις τα βάθη της θαλάσσης, Τούρκους έπνιγε… Εγώ δε, χωρίς προσωπικώς να γνωρίζω από ποίον δαίμονα εσύρετο ο πατέρας μου, ήρχισα από παιδί ορφανό να γυρεύω τα χνάρια του ιδίου του διαβόλου. Τον περισσότερο καιρό της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους, κυνηγώντας τυράννους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά… Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήσαν τ’ αγαπητά μου κατοικητήρια. Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς, συρόμενος απ’ το διάβολό μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, εσεβάστηκα την απόφασή της και έτρεξα με όλους τους αρματωλούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου μού αφήρεσε αυτή την κλίση, αφού εσηκώσαμε τ’ άρματα. Τόσο με εφώτισε ο διάβολός μου ώστε να γεμίσω ψείρες, να λιμάξω ψωμί, να κείτομαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις τη λάσπη, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγιώμαι ως κατάδικος…»

Κι’ αφού ο επιστολογράφος τα ψάλλει για καλά του Λόντου, πολεμώντας ν’ αναλύσει κι’ εκεινού το διάβολο, συμπεραίνει:

«Κοίταξε όμως καλά, ότι κάθε Έλληνας έχει μέσα του δώδεκα λεγεώνας διαβόλων. Και έπαρε τα μέτρα σου, διότι, ως λέγει η παροιμία, ένας διάβολος σκοτώνει τον άλλο. Κοίταξε καλά, διότι ή κοντεύει να χαθεί η Πατρίς, ή θα πέσει εις κανένα χειρότερο ζυγό από εκείνο όπου βαστούσαν οι πατέρες μας».

Προσωπογραφία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Τώρα ένα άλλο κείμενο. Το τελικό. Πολλοί «διαβόλοι», αντιμαχόμενοι, οι «λεγεώνες των διαβόλων» του Ανδρούτσου έχουνε περάσει πάνω στο σώμα της επαναστατημένης Ελλάδας. Είναι η ώρα να πληρώσει και ο Οδυσσέας το διάβολο. Ο Ανδρούτσος είναι φυλακισμένος απ’ τον Γκούρα, τον αδερφό του, στην Ακρόπολη και θα θανατωθεί, άθλια, κατά διαταγή του. Μια απ’ τις πιο σπαραχτικές σελίδες του 21 είναι αυτή του αγωνιστή της Επανάστασης, του Κώστα του Καλαντζή, που λέει για κείνη τη νύχτα:

«Ακούστε πώς συνέβη του στρατηγού ο θάνατος. Από καιρό τον είχαν φυλακίσει εις τη μεγάλη Κούλια της Ακρόπολης. Του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλες βαριές. Τροφή δεν του έδιναν ταχτικά ούτε καλή ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις τη φυλακή ήταν ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος, με ένα κοντοκάπι, και με τον ιστορικό του καλογηρόσκουφο λιγδωμένο απ’ τη λέρα. Τη νύχτα εκείνη οπού εχάθη εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας. Ήταν νύχτα πολύ σκοτεινή, έπεφτε ψιλή-ψιλή βροχή… Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα όταν βλέπω τέσσαρας άνδρας να έρχονται προς τη φυλακή. Ήταν όλοι τους αρματωμένοι καλά…»

Ο αφηγητής λέει πως τον αντικαταστήσανε, αλλά επειδή υποπτεύτηκε κάθισε, λέει, κρυφά και παραμόνεψε: «Άκουσα τον κρότο που έκαναν τα κλειδιά της φυλακής. Την άνοιξαν και μπήκαν στην Κούλια οι τρεις. Άμα μπήκαν μέσα άκουσα το χτύπο απ’ τις αλυσίδες του στρατηγού, που φαίνεται σηκώθηκε στο πόδι. Τον άκουσα να τους λέγει: «Ώρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σάς εδώ, και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μου λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ, μωρέ Γιάννη, γιατί;» Πάνω σ’ αυτά αμέσως, καθώς κατάλαβα απ’ την ταραχή που ακολούθησε, ρίχτηκαν κατεπάνω στον αλυσωμένο. Άκουσα το βογγητό του, τους αναστεναγμούς και το μούγκρισμα του λιονταριού εκείνου, και η καρδιά μου ραγίστηκε. Ύστερα έγινε πέρα ως πέρα μεγάλη σιωπή. Σε λίγο είδα τους τέσσερις να τραβούν με το φανάρι προς το τείχος της Ακρόπολης που βλέπει προς του Μακρυγιάννη. Από κει ερχόταν ένας χτύπος όμοιος μ’ εκείνον που γίνεται όταν μπήγουν στύλο μέσα στη γη. Ύστερα τους είδα να γυρίζουν πίσω στην Κούλια, απ’ όπου πήραν κάτι πολύ βαρύ και το πήγαν μαζωμένοι στο μέρος του χτύπου. Εκεί πάλι κάτι έκαναν μέσα σ’ ανακάτωση, και ύστερα πάλι άκουσα χτύπο πέτρας που χτυπά σ’ άλλη πέτρα… Το πρωί άμα σηκώθηκα έμαθα πως ο Δυσέας δραπέτευσε τη νύχτα και δοκίμασε να κατεβεί απ’ την Ακρόπολη με σκοινί και πως το σκοινί κόπηκε και σκοτώθηκε, από το ύψος πεσμένος. Όπως όλος ο κόσμος επήγα κι’ εγώ και είδα. Στο μέρος που άκουγα χτύπους ήταν μπηγμένο μεγάλο παλούκι. Απάνω του, δεμένο ένα κομμάτι τριχιά. Σαν πήγα κάτω είδα το πτώμα του άμοιρου στρατηγού. Το στόμα του ήταν καταματωμένο. Ο λαιμός του είχε μαυρίλες και σημάδια από νύχια… Την ίδια μέρα έγινε το ξόδι του πολύ καταφρονεμένο, και χειρότερο κι’ απ’ του τελευταίου κατάδικου. Τον έθαψαν σα σκυλί στον Άγιο Δημήτρη, στα δυτικά της Ακρόπολης».

Ας κλείσει τούτη η πικρή σελίδα με την κάθαρση. Διαβάστε στον Μακρυγιάννη το τέλος του Γκούρα. Ο Μακρυγιάννης τού λέει: «Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένει αυτό εις τον ευεργέτη σου και ναρθή από σένα». Δάκρυσαν –λέει ο Μακρυγιάννης– τα μάτια του τού καημένου· τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον Δυσέα. Μου είπε: «Αν ζήσω κι’ έβγω έξω δεν θέλω ματαξέρη απ’ αυτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, μου είπε, καταγίνομαι να φκιάξω τη διαθήκη μου και θα κάνω καλά κι’ άλλα σκολειά διά την πατρίδα». Το ίδιο βράδυ φάγαν ψωμί ο Γκούρας με τον Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης τραγούδησε σκοπό λυπητερό: «Ο ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου βασίλεψε, και το φεγγάρι εχάθη». Ακούστηκε ντουφεκίδι έξω απ’ την πολιορκημένη Ακρόπολη. Ο Γκούρας βγήκε όξω, πήγε στο πόστο του και σκοτώθηκε.

Μήπως ήταν λάθος να θυμηθούμε κι’ αυτές τις σελίδες σήμερα, μέρα της μνήμης της δόξας του 21;

*Κείμενο του Ηλία Βενέζη για τον ξακουστό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο, που δολοφονήθηκε τα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου 1825. Το εν λόγω κείμενο έφερε τον τίτλο «Μια πικρή σελίδα του 21», είχε δε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1953, την παραμονή του εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου.

Στην κεντρική φωτογραφία, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (λιθογραφία του A. Friedel, 1825, Συλλογή Χαρακτικών Εθνικού Ιστορικού Μουσείου).