Το χάος που επικρατεί στα βρετανικά αεροδρόμια τις τελευταίες ημέρες, με εκατοντάδες πτήσεις να ακυρώνονται και χιλιάδες επιβάτες σε απόγνωση να βρουν τι θα κάνουν λόγω έλλειψης προσωπικού των αεροπορικών εταιρειών, προστίθεται στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Τζόνσον. Η αντιπολίτευση κατηγορεί τον βρετανό πρωθυπουργό για ολιγωρία στο θέμα αυτό όπως και σε πολλά άλλα, καθώς βρίσκεται βυθισμένος στη δίνη του «πάρτι-γκεϊτ», των κοινωνικών εκδηλώσεων στις οποίες συμμετείχε ενώ απαγορεύονταν λόγω της πανδημίας.
Ο Τζόνσον αντιμετωπίζει την αυξανόμενη απειλή ψήφου εμπιστοσύνης, καθώς δύο ακόμη νομοθέτες υποστήριξαν ότι έχουν απολέσει την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνησή του για το σκάνδαλο «πάρτι-γκεϊτ» και ο πρώην ηγέτης του κόμματος είπε ότι η παραμονή του στην εξουσία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί την επόμενη εβδομάδα.
Επιδεινώνοντας την πίεση, ο σύμβουλος δεοντολογίας του Τζόνσον ανέφερε ότι ο πρωθυπουργός μπορεί να παραβίασε τον υπουργικό κώδικα όταν του επιβλήθηκε πρόστιμο από την αστυνομία για ένα πάρτι γενεθλίων τον Ιούνιο του 2020, περίοδο κατά την οποία απαγορευόταν η συναναστροφή σε εσωτερικούς χώρους. Οι υπουργοί που παραβιάζουν τον κώδικα αναμένεται συνήθως να παραιτούνται. Μέχρι στιγμής περισσότεροι από 25 Συντηρητικοί βουλευτές έχουν ζητήσει την παραίτηση του πρωθυπουργού και άλλοι έξι τον έχουν επικρίνει σφοδρά.
Σε συνέντευξή του ο Τζόνσον συνεχίζει να δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει κάτι, λέγοντας ότι «εξεπλάγην» όταν η αστυνομία του επέβαλε πρόστιμο για τη συμμετοχή του στα πάρτι στη διάρκεια λοκντάουν. Επέμεινε στη θέση του ότι νόμιζε πως ήταν εργασιακές εκδηλώσεις και κλήθηκε να απαντήσει σε δύσκολη ερώτηση: «Γιατί να πιστέψουμε οτιδήποτε μας λέτε, όταν έχει αποδειχθεί πως είστε συστηματικός ψεύτης;».
Ο Τζόνσον μπορεί να απάντησε πως διαφωνεί με αυτή τη διατύπωση, όμως το συμβάν περιγράφει με ακρίβεια την έλλειψη αξιοπιστίας που έχει ο βρετανός πρωθυπουργός, όπως ακριβώς το αναδεικνύουν και οι δημοσκοπήσεις. Στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος των Τόρις υπάρχει μεγάλη αναστάτωση, καθώς το θέμα του «πάρτι-γκεϊτ» συνεχίζει να κυριαρχεί στην επικαιρότητα. Σύμφωνα με στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, ο Τζόνσον μάλλον θα κέρδιζε ψήφο εμπιστοσύνης εάν ετίθετο τέτοιο θέμα, όμως δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε όλους τους υπουργούς του για να τον στηρίξουν.
Και ο ίδιος ο Τζόνσον παραδέχθηκε ότι εξετάζει αρκετές επιλογές για το μέλλον του έπειτα από τις εξελίξεις αυτές, τόνισε όμως ότι κατέληξε πως το να παραμείνει στην εξουσία είναι «η καλύτερη και πιο υπεύθυνη στάση». Μια ακροάτρια που άκουγε τη συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Mumsnet τον ρώτησε: «Είμαι δασκάλα και εάν είχα παραβιάσει τους κανόνες για τον COVID, θα είχα απολυθεί. Εσείς γιατί είστε ακόμα σε αυτή τη θέση;». Ο Τζόνσον απάντησε: «Παραμένω διότι δεχόμαστε μεγάλες οικονομικές πιέσεις και ζούμε τον μεγαλύτερο πόλεμο στην Ευρώπη έπειτα από 80 χρόνια». Οσο για την όλη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εις βάρος της κυβέρνησής του, παραδέχθηκε: «Δεν θα αρνηθώ ότι το θέμα είναι μια εξαιρετικά μίζερη εμπειρία για όσους βρίσκονται στην κυβέρνηση. Αλλά θα πρέπει να μάθουμε από αυτό, να κατανοήσουμε τα λάθη και να προχωρήσουμε». Προσπαθώντας να δώσει μια πιο ελαφριά νότα για το πάρτι των γενεθλίων του εν μέσω λοκντάουν πρόσθεσε: «Σας διαβεβαιώνω ότι δεν έφαγα καν τούρτα σε εκείνο το άθλιο πάρτι γενεθλίων».
Ερώτηση του έκανε και άλλος ακροατής: «Μπορείτε πραγματικά να μας λέτε ότι ήταν σημαντικό να κάνετε αποχαιρετιστήριο πάρτι για ένα συνάδελφό σας… όταν εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούσαμε καν να πάμε στις κηδείες αγαπημένων προσώπων;». Η απάντηση του Τζόνσον, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις των ακροατών, δεν ικανοποίησε: «Νόμιζα πως έπραττα το σωστό για έναν ηγέτη, και αυτό ήταν να ευχαριστήσω τους ανθρώπους για τις υπηρεσίες τους. Επρεπε να κρατήσουμε το ηθικό ψηλά ενώ δεχόμασταν πολλές πιέσεις».
Οι πιέσεις πάντως γι’ αυτόν είναι μεγαλύτερες σήμερα καθώς δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε χθες στη Σκωτία δείχνει ότι η δημοφιλία του έχει πέσει στο πιο χαμηλό σημείο της θητείας του. Εχει χάσει 3,5 ποσοστιαίες μονάδες από τον Νοέμβριο, όταν έγινε γνωστό το «πάρτι-γκεϊτ», με 59% των ψηφοφόρων να δηλώνουν ότι σήμερα οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι πολύ χειρότερες σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν.