Ας υποθέσουμε ότι ξυπνάμε μια μέρα και βρίσκουμε στα mail μας έναν λογαριασμό που δεν τον είχαμε δει ή δεν τον είχαμε σκεφτεί ποτέ πριν: έναν λογαριασμό που μας ζητά να πληρώσουμε έναν ηλιακό φόρο. Η κυβέρνηση της Ελλάδας μόλις ιδιωτικοποίησε τον ελληνικό ήλιο, ο οποίος ανήκει πλέον στη Sun Corporation και τον πουλά με 2 ευρώ τον μήνα σε όποιον πολίτη της χώρας επιθυμεί να τον καταναλώσει. Η αποκλειστική ευθύνη της Sun Corporation είναι να διατηρήσει την ίδια ποιότητα ηλιακού φωτός που γνώριζε η ανθρωπότητα από την εποχή του περίφημου «Αττικού φωτός».
Τι σοκ! Πρέπει τώρα να πληρώσουμε για τον ήλιο; Τι; Δεν είναι ο ήλιος δωρεάν αγαθό για όλους; Δεν είναι δεδομένο; Δεν είναι κοινό για όλους; Πολύ φυσικά! Αλλά τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «κοινό»;
Η υπόθεση εργασίας όσον αφορά τη Sun Corporation δεν ανήκει ακριβώς στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Οι αγορές διεκδικούν πλέον ένα κομμάτι από την πίτα κάθε εκατοστού του πλανήτη, από τα βάθη του ηλιακού συστήματος μέχρι τις πιο ιδιωτικές γωνιές της προσωπικής μας ζωής.
Γιατί όμως θεωρούμε δεδομένο τον ήλιο, ως «κοινό»;
Ολοι οι κάτοικοι του πλανήτη είναι κατά κάποιον τρόπο «ενωμένοι ιδιοκτήτες» κάποιων αγαθών, κάποιων πόρων, που θεωρούνται φυσικές προεκτάσεις της καθημερινής μας εμπειρίας. Αυτοί οι πόροι, τα στοιχεία της φύσης, ο αέρας, το νερό, τα δάση, αλλά και οι κοινωνικές δημιουργίες της ανθρωπότητας, όπως η επιστήμη, η τέχνη, ακόμη και το Διαδίκτυο, αποτελούν μέρος της κοινής μας κληρονομιάς, είναι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή μας και συμβάλλουν στην ίδια τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας.
Ποια είναι όμως αυτά τα «κοινά»; Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα κοινά περιλαμβάνουν όλα τα δημιουργήματα της φύσης, καθώς και εκείνα που εμείς ως κοινωνία έχουμε δημιουργήσει, κληρονομήσει και διατηρήσει, προκειμένου να τα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές.
Οι Ρωμαίοι διαχώριζαν τρία είδη ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Res privatae, τα πράγματα εκείνα που θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα άτομο ή μια οικογένεια, res publicae, αυτά που θα μπορούσαν να κατασκευαστούν από το κράτος για δημόσια χρήση (δημόσια κτίρια και δρόμοι) και res commune, εκείνα που ήταν δωρεάν για κατανάλωση, όπως ο αέρας, το νερό και τα άγρια ζώα.
Η Magna Carta του 1215 περιελάβανε δάση και αλιεία στις res communes – ως ελεύθερα και διαθέσιμα σε όλες τις περιοχές. Ξεκινώντας από τον 15ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 17ου οι γαιοκτήμονες περιέκλειαν τα κοινά περιφράσσοντας κυριολεκτικά δάση και περιοχές με ζώα. Αυτή καθαυτή η ενέργεια ήταν συμβολική και καθόλου τυχαία. Αυτό που έκαναν οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρόνοι της εποχής πριν από 500 χρόνια είναι αυτό που κάνουν σήμερα οι εταιρείες. Μέσω της εταιρικής επιρροής, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι εμπορικοί οργανισμοί προσπαθούν να «περιφράξουν» ή να «ιδιωτικοποιήσουν» ολόκληρα ή μερίδια των «κοινών» που θα μπορούσαν να τους αποφέρουν κέρδος. Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, τέτοια μερίδια είναι πολλά, σχεδόν τα πάντα.
Εάν χρησιμοποιούσαμε ένα οικονομικό μοντέλο για να αξιολογήσουμε τα «κοινά», σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, θα τρομάζαμε από τα νούμερα. Πού είναι το πρόβλημα, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, παίζοντας τον ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου. Καθώς η ιστορία προχωρεί, τα «κοινά», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – ακόμα και όταν ιδιωτικοποιούνται – παραμένουν στα χέρια της ανθρωπότητας, η οποία με κάποιον τρόπο τα αντιμετωπίζει, και η ζωή συνεχίζεται.
Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ, και αυτό είναι ότι αυτή η κοινή κληρονομιά αντιμετωπίζεται με λάθος τρόπο ως επί το πλείστον, καθώς η χρήση της βασίζεται στον αποκλειστικό στόχο του κέρδους. Σε αυτούς τους καιρούς υπερβολικής κατανάλωσης και εμπορευματοποίησης, η φυσική μας βάση σπαταλιέται, ακρωτηριάζεται και καταστρέφεται. Τι πρέπει να γίνει; Τα «κοινά» πρέπει να ανήκουν στο κράτος ή σε ιδιώτες ή σε όλους; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τον πραγματικό κίνδυνο που ήδη βιώνουμε, είναι βέβαιο ότι κάποιες πρωτοβουλίες και αντιδράσεις πρέπει να ασκηθούν άμεσα.
Ευτυχώς, κάτι συμβαίνει ήδη. Σήμερα έχουμε ιδιώτες και ομαδικούς ιδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται τα «κοινά» με στόχο την εξυπηρέτηση της κοινής ευημερίας. Ανθρωποι που εργάζονται εθελοντικά σε δημόσια πάρκα, καλλιτέχνες που προσφέρουν τις δημιουργίες τους δωρεάν μέσω του Διαδικτύου, επιστήμονες και διανοούμενοι που επιτρέπουν στους συναδέλφους τους να έχουν πρόσβαση στα ερευνητικά τους έργα. Ωστόσο, αυτό είναι η εξαίρεση. Κανόνας παραμένει η εμπορευματοποίηση.
Το Διαδίκτυο είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Η ελευθερία που προσφέρει οφείλεται κυρίως στην ανοιχτή αρχιτεκτονική του. Η τεχνολογία του έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί ως επί το πλείστον τον μέσο χρήστη, επιτρέποντας έτσι την ατομική δημιουργικότητα, την ανταλλαγή και την κοινή χρήση. Φυσικά, η εμπορευματοποίηση σύντομα επωφελήθηκε και εισέβαλε σε αυτό το κατά τα άλλα ελεύθερο τοπίο.
Στο δοκίμιό του το 1968 με τίτλο «The Tragedy of Commons», ο βιολόγος Garett Hardin υποστήριξε ότι τα «Commons» ενσωματώνουν μια «τραγωδία», αφού, χωρίς κάποιο πολιτικό status quo ή ένα σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, κάθε δεδομένος πόρος αναπόφευκτα θα οδηγηθεί σε υπερβολική χρήση και τελικά σε εξάντληση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό που ανήκει σε όλους τελικά δεν ανήκει σε κανέναν. Η ίδια η ιστορία έχει ήδη δώσει την απάντηση. Τα «Commons», χωρίς την υποστήριξη κάποιας ιδιωτικής ιδιοκτησίας, οδηγούνται για αιώνες από την ανθρώπινη δραστηριότητα των χρηστών του στην ανάπτυξη και την αυτοπροστασία τους, χρησιμοποιώντας μεθόδους αυτοοργάνωσης και διαχείρισης, όπως για παράδειγμα, των δημόσιων βιβλιοθηκών ή των πάρκων.
Ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός βασίζεται στη χρήση δεδομένων «κοινών». Κάποια όμως από αυτά, κάποια στιγμή αναπόφευκτα μπήκαν στην αγορά. Κάποια άλλα όχι. Και η ελπίδα μας είναι ότι δεν θα μπουν ποτέ. Το ερώτημα παραμένει: ποιος και πού, τραβάει κανείς τη γραμμή;
*Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.