Τελικά ποιος εκφράζει την αμερικανική στρατηγική απέναντι στην Κίνα: ο πρόεδρος Μπάιντεν που πρόσφατα υποστήριξε δημόσια ότι η οι ΗΠΑ θα παρέμβουν στρατιωτικά υπέρ της Ταϊβάν, εάν δεχτεί επίθεση από την Κίνα (για να διαψευστεί μετά από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών που υποστήριξε ότι δεν έχει αλλάξει η γραμμή της «στρατηγικής αμφισημίας» για αυτό το ενδεχόμενο) ή η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν που κατ’ επανάληψη έχει υποστηρίξει την ανάγκη να μειωθούν οι δασμοί στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, δηλαδή να αναιρεθεί η βασική πλευρά της «σκληρότερης» γραμμής απέναντι στην Κίνα που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση Τραμπ;
Τα στρατηγικά διλήμματα ΗΠΑ και Κίνας
Το ερώτημα είναι σημαντικό και με μία έννοια η απάντηση είναι ότι και οι δυο εκφράζουν την αμερικανική πολιτική.
Από τη μια οι ΗΠΑ, είναι σαφές ότι βλέπουν την Κίνα ως τον βασικό τους στρατηγικό ανταγωνιστή. Μπορεί τώρα να έχει κλιμακωθεί η αντιπαράθεση με τη Ρωσία και η ρητορική να θυμίζει τη σύγκρουση με την ΕΣΣΔ και μπορεί η Ρωσία να έχει ακόμη στρατηγικό οπλοστάσιο υπερδύναμης, εντούτοις μεσοπρόθεσμα το αντίπαλος πόλος στις ΗΠΑ είναι η Κίνα, που είναι ήδη η δεύτερη οικονομία στον πλανήτη, σε τροχιά να γίνει η πρώτη, την ώρα που διαρκώς ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Δηλαδή, η Κίνα φαίνεται να ανταγωνίζεται την ηγεμονία των ΗΠΑ πιο συνολικά, την ώρα που προσπαθεί να προτείνει εδώ και χρόνια, μέσα από τη στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος» και μια πρόταση συμπόρευσης και συνεργασίας σε άλλες χώρες.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ γνωρίζουν τα όρια μιας πιο άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Κίνα. Η κινεζική πλευρά διαρκώς επενδύει στην αναβάθμιση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Το πολεμικό της ναυτικό είναι πλέον το μεγαλύτερο στον κόσμο και έχει ενισχύσει την ικανότητά της να πλήττει με πυραύλους πολεμικά πλοία, κάτι που δημιουργεί προβλήματα στην ικανότητα των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τους σχηματισμούς με αεροπλανοφόρα που είναι ο βασικός τρόπος που έχουν για να μπορούν να αξιοποιούν σε ορισμένες περιοχές το γεγονός ότι διαθέτουν πιο εξελιγμένα αεροσκάφη.
Αντίστοιχα, η Κίνα μπορεί να πλήξει τις δύο αεροπορικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ιαπωνία, την ώρα που η ίδια διαθέτει 39 αεροπορικές βάσεις σε μια ακτίνα 800 χιλιομέτρων από την Ταϊπέι. Οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν τις αμυντικές συνεργασίες τους στην περιοχή, με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, μαζί με την προσπάθεια προσεταιρισμού της Ινδίας, αλλά δεν είναι δεδομένο ότι π.χ. θα βρουν χώρες που θα θέλουν να φιλοξενήσουν πυραύλους μέσου βεληνεκούς στραμμένους κατά της Κίνας. Και βέβαια ο συσχετισμός σε επίπεδο κυβερνοπολέμου παραμένει αμφίρροπος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι γενικά διαμορφώνεται ένας συσχετισμός υπέρ της Κίνας. Αυτό θα υποτιμούσε το πραγματικό μέγεθος της αμερικανικής ισχύος. Όμως, την ίδια στιγμή η Κινεζική ηγεσία προφανώς και προετοιμάζεται για μια περίοδο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της κλιμάκωσης των αμυντικών εξοπλισμών.
Επιπλέον, η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με την ιδιότυπη αντίληψη που έχει για τον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμό σχεδιασμό, σε γενικές γραμμές σε αυτή τη φάση δεν προκρίνει τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο δίνει έμφαση στους στόχους για την πλήρη τεχνολογική αυτοτέλεια της Κίνας και για την έμφαση στην εσωτερική κοινωνική συνοχή, στον ορίζοντα μιας μετάβασης από μια καπιταλιστική ανάπτυξη με «κοινωνικό πρόσωπο», όπως είναι ο μόνος τρόπος να περιγραφεί η τωρινή στρατηγική του ΚΚΚ, στον ασαφή ακόμη προσανατολισμό του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά». Ταυτόχρονα, η κινεζική ηγεσία δείχνει να θεωρεί ότι μια απότομη κλιμάκωση της σύγκρουσης με τη Δύση, με τη μορφή μιας σύγκρουσης όπως αυτή στην Ουκρανία είναι σε αυτή τη φάση μάλλον απευκταία, καθώς το κόστος μπορεί να είναι πολύ πιο υψηλό από τα όποια γεωπολιτικά οφέλη.
Ανταγωνισμός και συνεργασία
Σε αυτό το φόντο, μια στρατηγική όπου η κυρίαρχη πλευρά παραμένει ο συνολικότερος οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός, αλλά υπάρχει και μια δευτερεύουσα πλευρά που αναζητά μορφές συνεργασίας στο οικονομικό επίπεδο, ή, πιο σωστά, κανόνες στην οικονομία που να είναι «αμοιβαία επωφελείς» και θα βαθαίνουν την οικονομική διασύνδεση με τη Δύση, φαντάζει να κυριαρχεί και στην πλευρά της Κίνας. Αυτό δεν θα ανακόψει τα βήματα προετοιμασίας για την «αποσύνδεση» των οικονομιών – ενδεικτική η προσπάθεια να μειωθεί ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος ή η προσπάθεια για δημιουργία εναλλακτικών συστημάτων εκκαθάρισης συναλλαγών – άλλωστε και οι ΗΠΑ κινούνται σε αντιπαραθετική γραμμή επ’ αυτού μέσα από προτάσεις όπως η απαγόρευση των εφαρμογών με ψηφιακό γουάν στο έδαφός τους. Όμως, παράλληλα ένας βαθμός οικονομικής συνεργασίας και εμπορικών σχέσεων θα μπορεί να λειτουργεί και ως ένα πεδίο αποφόρτισης της έντασης.
Ας μην ξεχνάμε ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν και πιο επείγουσες προτεραιότητες: η Κίνα απορρόφησε πολύ μεγάλο μέρος της αυξανόμενης καταναλωτικής ζήτησης των ΗΠΑ το τελευταίο διάστημα. Με την αμερικανική κυβέρνηση να αναζητά τρόπους να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, η προοπτική μείωσης των δασμών στα κινεζικά προϊόντα φαντάζει ως μια ελκυστική αντιπληθωριστική πολιτική.